ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3371/2005 Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 178
14 Ιουλίου 2005
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3371
Θέματα Κεφαλαιαγοράς και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

1. Με τα άρθρα 1 έως 10 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2001/34/ΕΚ (L 184/6.7.2001) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται.

2. Στις κινητές αξίες που έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο αίτησης εισαγωγής σε οργανωμένη αγορά χρηματιστηρίου που λειτουργεί στην Ελλάδα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 21.

3. Ως «κινητές αξίες» νοούνται:
(α) οι μετοχές,
(β) οι ομολογίες και οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος εν γένει,
(γ) τα ελληνικά πιστοποιητικά και οι τίτλοι παραστατικοί μετοχών εν γένει,
(δ) οι τίτλοι παραστατικοί ομολογιών και λοιπών τίτλων σταθερού εισοδήματος,
(ε) οι τίτλοι παραστατικοί δικαιωμάτων προς κτήση μετοχών ή ομολογιών,
(στ) κάθε άλλη αξία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς και
(ζ) κάθε άλλη αξία που ορίζεται ως κινητή αξία με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

4. Ως «εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο» ή «εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά» νοείται η εισαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά της οποίας διαχειριστής είναι χρηματιστήριο.

5. Όπου στο νόμο αυτόν αναφέρεται «δημόσια εγγραφή» κινητών αξιών νοείται και η δημόσια προσφορά υφιστάμενων κινητών αξιών.

1. Η εισαγωγή για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών, οι οποίες εκδίδονται από ανώνυμες εταιρείες, ημεδαπές ή αλλοδαπές, το Ελληνικό Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού ή από άλλα κράτη ή οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης αυτών ή από διεθνή οργανισμό δημόσιου χαρακτήρα, γίνεται με απόφαση του οικείου Χρηματιστηρίου.

2. Για την εισαγωγή κινητών αξιών ο εκδότης υποβάλλει αίτηση στο Χρηματιστήριο. Επίσης ο εκδότης υποβάλλει αίτηση και στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την έγκριση ενημερωτικού δελτίου και τη χορήγηση άδειας για διενέργεια δημόσιας εγγραφής, εφόσον απαιτείται.

3. Για να ληφθεί απόφαση από το χρηματιστήριο για την εισαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά του πρέπει:
α) να συντρέχουν οι ελάχιστες προϋποθέσεις εισαγωγής που προβλέπονται στα άρθρα 3 έως 10 κατά περίπτωση,
β) να πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις εισαγωγής που τίθενται από τον κανονισμό του χρηματιστηρίου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 10, και
γ) να έχει εγκριθεί ενημερωτικό δελτίο, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.

4. Το χρηματιστήριο διαπιστώνει την κατ’ αρχήν συνδρομή των προϋποθέσεων εισαγωγής, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α΄ και β΄ της παραγράφου 3 και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ώστε να προχωρήσει στον έλεγχο του ενημερωτικού δελτίου. Ειδικά για την εισαγωγή μετοχών σε χρηματιστήριο η πλήρωση της προϋπόθεσης της επαρκούς διασποράς μπορεί να κρίνεται ύστερα από τη διενέργεια της δημόσιας εγγραφής και σύμφωνα με τον κανονισμό του χρηματιστηρίου.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει και εγκρίνει το περιεχόμενο του ενημερωτικού δελτίου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και παρέχει την άδεια για τη διενέργεια δημόσιας εγγραφής εφόσον ζητείται. Οι αποφάσεις αυτές κοινοποιούνται στο Χρηματιστήριο στο οποίο έχει υποβληθεί η αίτηση εισαγωγής.

6. Η αίτηση εισαγωγής μιας κινητής αξίας σε οργανωμένη αγορά πρέπει να αναφέρει αν παρόμοια αίτηση έχει ήδη υποβληθεί ή υποβάλλεται ταυτόχρονα ή πρόκειται να υποβληθεί στο άμεσο μέλλον για την εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά σε Χρηματιστήριο άλλου κράτους - μέλους. Αν για την ίδια κινητή αξία ταυτόχρονα με την αίτηση εισαγωγής σε οργανωμένη αγορά ή μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της αίτησης αυτής, υποβάλλονται αιτήσεις εισαγωγής σε άλλη οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε άλλο κράτος - μέλος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επικοινωνεί με τις αρμόδιες αρχές του άλλου κράτους - μέλους για να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για την επιτάχυνση της διαδικασίας και την απλούστευση των διατυπώσεων και των συμπληρωματικών προϋποθέσεων που απαιτούνται για την εισαγωγή των κινητών αξιών και ενημερώνει το χρηματιστήριο σχετικά. Το ίδιο ισχύει και όταν υποβάλλεται αίτηση εισαγωγής για μια κινητή αξία εισηγμένη ήδη σε οργανωμένη αγορά άλλου κράτους - μέλους.

7. Η απόφαση του χρηματιστηρίου για την εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά του, σύμφωνα με την παράγραφο 3, εκδίδεται από το χρηματιστήριο το αργότερο μέσα σε ένα μήνα από την έγκριση του ενημερωτικού δελτίου ή σε περίπτωση δημόσιας εγγραφής από την ολοκλήρωση της. Η απόφαση του προηγούμενου εδαφίου κοινοποιείται στον εκδότη και δημοσιεύεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών του Χρηματιστηρίου.

1. Η νομική κατάσταση της εταιρείας πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους νόμους και τους κανονισμούς στους οποίους υπόκειται, όσον αφορά την ίδρυση της και την καταστατική της λειτουργία.

2. Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας πρέπει να είναι τουλάχιστον ένα εκατομμύριο ευρώ κατά την υποβολή της αίτησης εισαγωγής. Η προϋπόθεση αυτή δεν ισχύει για την εισαγωγή συμπληρωματικής σειράς μετοχών της ίδιας κατηγορίας με εκείνες που έχουν ήδη εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, το παραπάνω ποσό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.

3. Η εταιρεία πρέπει να έχει δημοσιεύσει ή καταθέσει προς δημοσίευση, σύμφωνα με το δίκαιο που τη διέπει, τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της για τις τρεις τουλάχιστον οικονομικές χρήσεις που προηγούνται της αιτήσεως εισαγωγής στο χρηματιστήριο. Οι οικονομικές αυτές καταστάσεις πρέπει να είναι ελεγμένες από ορκωτό ελεγκτή. Αν η εταιρεία καταρτίζει ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, το ίδιο ισχύει και για τις ενοποιημένες αυτές καταστάσεις, καθώς και για τις οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών που περιλαμβάνονται στην ενοποίηση. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιτρέπεται, ύστερα από σχετικό αίτημα του χρηματιστηρίου, η εισαγωγή μετοχών εταιρείας κατά παρέκκλιση του πρώτου εδαφίου αυτής της παραγράφου, όταν τούτο προβλέπεται από ειδικό νόμο ή εφόσον μία τέτοια παρέκκλιση επιβάλλεται από ειδικούς λόγους που αφορούν στην εταιρεία και η πληροφόρηση που παρέχεται στο επενδυτικό κοινό είναι επαρκής, ώστε να είναι αυτό σε θέση να σχηματίσει σαφή γνώμη για την εταιρεία και τις μετοχές των οποίων ζητείται η εισαγωγή.

1. Η νομική κατάσταση των μετοχών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους νόμους και τους κανονισμούς στους οποίους υπόκεινται.

2. Οι μετοχές πρέπει να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες και πλήρως αποπληρωμένες. Η εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά μετοχών των οποίων η κτήση υπόκειται σε έγκριση επιτρέπεται μόνο αν η εφαρμογή της σχετικής για την έγκριση ρήτρας δεν είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να διαταράσσει την ομαλή λειτουργία της αγοράς.

3. Σε περίπτωση εκδόσεως μετοχών με δημόσια εγγραφή, η εισαγωγή τους πραγματοποιείται μετά τη λήξη της περιόδου, κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεως συμμετοχής στη δημόσια εγγραφή. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις υπάτους οποίους επιτρέπεται κατά την εισαγωγή μετοχών με δημόσια εγγραφή να γίνεται και παράλληλη διάθεση μετοχών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων προκειμένου να διασφαλίζεται η ίση μεταχείριση των επενδυτών, να ορίζονται οι προϋποθέσεις συμμετοχής στην ιδιωτική τοποθέτηση των εργαζομένων της εταιρείας και των συνδεδεμένων με αυτή εταιρειών, να διασφαλίζεται η ομαλή διεξαγωγή της δημόσιας εγγραφής και να ρυθμίζεται κάθε ειδικό θέμα σχετικά με την ιδιωτική τοποθέτηση.

4.α) Κάθε χρηματιστήριο οφείλει να διασφαλίζει την επαρκή διασπορά το αργότερο κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για την εισαγωγή των μετοχών, που πρόκειται να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση στο κοινό στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη - μέλη. Η διασπορά θεωρείται επαρκής είτε όταν οι μετοχές που είναι αντικείμενο της αιτήσεως εισαγωγής κατανέμονται στο κοινό κατά ποσοστό τουλάχιστον είκοσι πέντε τοις εκατό του συνόλου μετοχών της ίδιας κατηγορίας είτε όταν, λόγω του μεγάλου αριθμού των μετοχών της αυτής κατηγορίας και της εκτάσεως διασποράς τους στο ευρύ κοινό, διασφαλίζεται και με μικρότερο ποσοστό, που όμως δεν μπορεί να είναι κατώτερο του πέντε τοις εκατό του συνόλου μετοχών της ίδιας κατηγορίας, η ομαλή λειτουργία της αγοράς, αναλόγως και της φύσεως της κάθε οργανωμένης αγοράς, σύμφωνα με τα όσα ειδικότερα ορίζονται στον κανονισμό του χρηματιστηρίου.
β) Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η εισαγωγή μετοχών στο χρηματιστήριο πριν από την επίτευξη της επαρκούς κατά τα ως άνω διασποράς αν το χρηματιστήριο κρίνει ότι θα πραγματοποιηθεί σε σύντομο διάστημα επαρκής διασπορά μέσω του χρηματιστηρίου, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον κανονισμό του.
γ) Σε περίπτωση αιτήσεως εισαγωγής στο χρηματιστήριο συμπληρωματικής σειράς μετοχών της ίδιας κατηγορίας, το χρηματιστήριο δύναται να κρίνει το επαρκές της διασποράς των μετοχών στο κοινό σε σχέση με το σύνολο των μετοχών που έχουν εκδοθεί και όχι μόνο ως προς αυτή τη συμπληρωματική σειρά.
δ) Εάν οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο τρίτου κράτους, το χρηματιστήριο μπορεί να επιτρέψει την εισαγωγή, όταν έχει πραγματοποιηθεί επαρκής διασπορά στο κοινό στα τρίτα κράτη όπου είναι εισηγμένες.

1. Η αίτηση εισαγωγής πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις μετοχές της ίδιας κατηγορίας που έχουν ήδη εκδοθεί.

2. Ο κανονισμός του χρηματιστηρίου μπορεί να προβλέπει ότι η ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στις αιτήσεις εισαγωγής που δεν αναφέρονται στο σύνολο των μετοχών της ίδιας κατηγορίας που έχουν ήδη εκδοθεί, ιδίως όταν οι μετοχές της ίδιας κατηγορίας, των οποίων δεν έχει ζητηθεί η εισαγωγή, αποτελούν πακέτο μετοχών που προορίζονται για τη διατήρηση του ελέγχου της εταιρείας ή δεν είναι διαπραγματεύσιμες κατά τη διάρκεια μιας καθορισμένης περιόδου δυνάμει συμβάσεως ή του νόμου, εφόσον το κοινό θα ενημερωθεί σχετικά και δεν υφίσταται κίνδυνος βλάβης των συμφερόντων των κομιστών των μετοχών, των οποίων ζητείται η εισαγωγή στο χρηματιστήριο αξιών.

3. Σε κάθε περίπτωση η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση της κατηγορίας κοινών μετοχών με δικαίωμα ψήφου αποτελεί προϋπόθεση για την εισαγωγή άλλων κατηγοριών μετοχών.

1. Η νομική κατάσταση της εταιρείας, της οποίας οι ομολογίες αποτελούν αντικείμενο αιτήσεως εισαγωγής, πρέπει να είναι σύμφωνη προς τους νόμους και τους κανονισμούς στους οποίους υπόκειται, όσον αφορά την ίδρυση της και την καταστατική της λειτουργία.

2. Η νομική κατάσταση των ομολογιών πρέπει να είναι σύμφωνη με τους νόμους και τους κανονισμούς στους οποίους υπόκεινται.

3. Οι ομολογίες πρέπει να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.

4. Σε περίπτωση εκδόσεως ομολογιών με δημόσια εγγραφή η εισαγωγή τους πραγματοποιείται μετά τη λήξη της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεως εγγραφής. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση συνεχούς εκδόσεως ομολογιών, όταν η ημερομηνία λήξεως της περιόδου εγγραφής δεν είναι καθορισμένη.

5. Η αίτηση εισαγωγής στο χρηματιστήριο αξιών πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις ομολογίες της ίδιας εκδόσεως.

6. Το ελάχιστο ύψος ομολογιακού δανείου ορίζεται στο ποσό των διακοσίων χιλιάδων ευρώ. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση συνεχούς εκδόσεως ομολογιών, όταν το ποσό του δανείου δεν είναι ορισμένο.

7. Οι μετατρέψιμες ομολογίες, οι ανταλλάξιμες ομολογίες και οι ομολογίες με παραστατικά δικαιωμάτων προς κτήση άλλων κινητών αξιών δύνανται να εισαχθούν σε χρηματιστήριο, μόνο αν οι κινητές αξίες, στις οποίες αναφέρονται, έχουν εισαχθεί προηγουμένως σε αυτό το χρηματιστήριο ή σε άλλη οργανωμένη αγορά ή εισάγονται ταυτόχρονα.

8. Όπου στο άρθρο αυτό αναφέρονται ομολογίες νοούνται και οι λοιποί τίτλοι σταθερού εισοδήματος.

1. Επιτρέπεται η εισαγωγή σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών που έχουν εκδοθεί από εκδότες που ε­δρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος ή σε τρίτο κράτος ε­φόσον: (α) έχουν προηγουμένως αποϋλοποιηθεί ή α­κινητοποιηθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο ή (β) πρόκειται για αξίες που έχουν καταχωρισθεί, σύμφω­να με το δίκαιο που διέπει τον εκδότη τους, σε μη­τρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων και οι οποίες υπόκεινται, κατά το δίκαιο που τις διέπει, σε καταχώ­ριση και παρακολούθηση σε λογιστική μορφή.

2. Αν οι μετοχές που έχουν εκδοθεί από μία εταιρεία με έδρα σε τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος δεν έχουν εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά, δύνανται να εισαχθούν σε χρηματιστήριο μόνο αν το χρηματιστήριο κρίνει ότι η μη εισαγωγή των μετοχών στη χώρα προελεύσεως δεν οφείλεται σε λόγους προστασίας των επενδυτών. Αίτηση εισαγωγής μετοχών που έχουν εκδοθεί από εταιρεία με έδρα σε τρίτο κράτος μπορεί να απορρίπτεται, εφόσον κατά το έτος που προηγείται της αίτησης έχει απορριφθεί αίτηση εισαγωγής των παραπάνω μετοχών σε οργανωμένη αγορά του κράτους προέλευσης.

1. Οι ομολογίες που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, από άλλα κράτη, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης αυτών ή από διεθνείς οργανισμούς δημόσιου χαρακτήρα πρέπει να είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.

2. Σε περίπτωση εκδόσεως ομολογιών με δημόσια εγγραφή, η εισαγωγή τους πραγματοποιείται μετά τη λήξη της περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας είναι δυνατή η υποβολή αιτήσεως εγγραφής. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση συνεχούς εκδόσεως ομολογιών, όταν η ημερομηνία λήξεως της περιόδου εγγραφής δεν είναι καθορισμένη.

3. Η αίτηση εισαγωγής στο χρηματιστήριο πρέπει να αναφέρεται σε όλες τις ομολογίες της ίδιας εκδόσεως.

4. Όπου στο παρόν άρθρο αναφέρονται ομολογίες νοούνται και οι λοιποί τίτλοι σταθερού εισοδήματος.

1. Οι τίτλοι παραστατικοί μετοχών μπορεί να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά, αν ο εκδότης των παριστωμένων μετοχών πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3 και ότι οι παραπάνω παραστατικοί τίτλοι πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4.

2. Οι τίτλοι παραστατικοί ομολογιών και τίτλων σταθερού εισοδήματος μπορεί να εισάγονται σε οργανωμένη αγορά αν ο εκδότης των παριστωμένων ομολογιών ή τίτλων πληροί τις ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπονται στα άρθρα 6 και 8 και ότι τα παραπάνω παραστατικά πληρούν τις προϋποθέσεις των ίδιων άρθρων.

3. Οι ελάχιστοι όροι για την εισαγωγή κινητών αξιών των περιπτώσεων στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατ’ αναλογία των διατάξεων των άρθρων 1 έως 10.

1. Ο κανονισμός του χρηματιστηρίου δύναται να θέτει, ως προς την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένες αγορές του, όρους και προϋποθέσεις πρόσθετους ή αυστηρότερους από τους προβλεπόμενους στο νόμο αυτόν. Οι αυστηρότεροι ή οι πρόσθετοι όροι πρέπει να ισχύουν γενικά για όλους τους εκδότες ή ανά κατηγορία εκδοτών και να έχουν δημοσιευθεί πριν από την υποβολή των αιτήσεων εισαγωγής τις οποίες αφορούν.

2. Το χρηματιστήριο δεν υποχρεούται να εγκρίνει συγκεκριμένη αίτηση εισαγωγής κινητών αξιών, εάν κρίνει ότι δεν διασφαλίζονται η ορθή λειτουργία της οργανωμένης αγοράς ή τα συμφέροντα των επενδυτών, ανεξάρτητα αν πληρούνται οι όροι και προϋποθέσεις για την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά, οι οποίοι προβλέπονται στο νόμο αυτόν ή και στον κανονισμό του χρηματιστηρίου.

3. Το χρηματιστήριο μπορεί σε κάθε περίπτωση να εξαρτά την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά του από οποιονδήποτε ειδικό όρο αναγκαίο για την προστασία των επενδυτών και την ομαλή λειτουργία της αγοράς και τον οποίο θα ανακοινώνει έγκαιρα και κατά τρόπο σαφή στον αιτούντα.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 4 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007 και η παράγραφος 5 αναριθμήθηκε σε μοναδική παράγραφο σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

Σε περίπτωση νέας έκδοσης μετοχών της ίδιας κατηγορίας με εκείνες που είναι ήδη εισηγμένες σε χρηματιστήριο η εταιρεία υποχρεούται, αν δεν προβλέπεται από τον κανονισμό του χρηματιστηρίου η αυτοδίκαιη εισαγωγή των νέων μετοχών, να ζητήσει την εισαγωγή τους στο χρηματιστήριο είτε το αργότερο μέσα σε ένα έτος από την έκδοση τους είτε, εάν συντρέχει η περίπτωση της παραγράφου 2 του άρθρου 5, κατά το χρόνο που καθίστανται ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 11α καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' παράγραφο 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 12 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 13 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

1. Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις της παραγράφου 1 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

2. Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

3. Οι υποχρεώσεις των εκδοτών των κινητών αξιών των περιπτώσεων στ΄ και ζ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 1 καθορίζονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, κατ’ αναλογία των διατάξεων των άρθρων 11-21.

1. Ο εκδότης του οποίου οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί σε χρηματιστήριο οφείλει να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε πληροφορία που αυτή κρίνει απαραίτητη για την προστασία των επενδυτών ή την καλή λειτουργία της αγοράς. Εφόσον κρίνεται αναγκαίο για την προστασία των επενδυτών ή την καλή λειτουργία της αγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί από τον εκδότη να δημοσιεύει ορισμένες πληροφορίες με τα μέσα του άρθρου 18 και να ορίζει τη μορφή και την προθεσμία δημοσίευσης των πληροφοριών αυτών. Εάν ο εκδότης δεν συμμορφώνεται, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, μετά από ακρόαση του, να προβαίνει η ίδια στη δημοσίευση αυτών των πληροφοριών.

2. Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

3. Αν ο εκδότης δεν τηρεί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 11 έως 14 και στις παραγράφους 1 και 2του άρθρου αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στους εκδότες ή και στα μέλη Διοικητικού Συμβουλίου, στα διευθυντικά στελέχη και στον εσωτερικό ελεγκτή αυτών επίπληξη ή χρηματικό πρόστιμο έως πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ.

1. Εκτός από τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 11 έως 15 το χρηματιστήριο μπορεί να τάσσει με τον Κανονισμό του υποχρεώσεις ενημέρωσης του από τους εκδότες κινητών αξιών, τόσο για θέματα συνδεόμενα με την άσκηση των δικαιωμάτων των κατόχων κινητών αξιών, όσο και για θέματα που αφορούν την ακρίβεια και πληρότητα των πληροφοριών που οφείλουν να δημοσιεύουν οι εκδότες, καθώς επίσης καινά θέτει πρόσθετες υποχρεώσεις που κρίνει σκόπιμες για την ομαλή λειτουργία των αγορών του.

2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ρυθμίζονται θέματα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ χρηματιστηρίου και Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σχετικά με την τήρηση από τους εκδότες των υποχρεώσεων τους για πληροφόρηση των επενδυτών.

1. Το χρηματιστήριο μπορεί να αναστέλλει τη διαπραγμάτευση κινητής αξίας όταν δεν διασφαλίζεται ή απειλείται προσωρινά η ομαλή λειτουργία της αγοράς ή όταν επιβάλλεται για λόγους προστασίας των επενδυτών. Η διαπραγμάτευση κινητής αξίας αναστέλλεται υποχρεωτικώς, αν υποβληθεί σχετικό προς τούτο αίτημα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

2. Το χρηματιστήριο μπορεί επίσης σε εξαιρετικές περιπτώσεις απότομων και έντονων διακυμάνσεων της τιμής κινητής αξίας να διακόπτει προσωρινά, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, τη διαπραγμάτευση κινητής αξίας, για λόγους διασφάλισης της ομαλής λειτουργίας της αγοράς και προστασίας του επενδυτικού κοινού.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίζει τη διαγραφή κινητής αξίας κατόπιν αιτήματος του χρηματιστηρίου ή αυτεπαγγέλτως, όταν κρίνει ότι, λόγω ειδικών συνθηκών, δεν διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς ή όταν το επιβάλλει η ανάγκη προστασίας των επενδυτών. Παράγοντες που μπορεί να λαμβάνονται υπόψη ενδεικτικώς για το σχηματισμό της κρίσης για τη διαγραφή είναι η αναστολή διαπραγμάτευσης της κινητής αξίας για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών, η κατ’ επανάληψη μη δημοσίευση ετήσιων, εξαμηνιαίων ή τριμηνιαίων οικονομικών καταστάσεων, η αρνητική καθαρή θέση για περισσότερες της μίας οικονομικές χρήσεις του εκδότη ή η κήρυξη του σε πτώχευση. Πριν να λάβει την απόφαση περί διαγραφής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στον εκδότη τους λόγους διαγραφής και τον καλεί μέσα σε προθεσμία, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τον ένα μήνα να διατυπώσει τις απόψεις του. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος του εκδότη, να του παράσχει προθεσμία μέχρι έξι μήνες, προκειμένου να άρει τους λόγους που επιβάλλουν τη διαγραφή του.

4. Το χρηματιστήριο ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για κάθε απόφαση του για τη θέση σε ειδικό καθεστώς διαπραγμάτευσης κινητών αξιών αυξημένου κινδύνου, αναστολή ή διακοπή διαπραγμάτευσης κινητών αξιών ή την άρση αυτών.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αποφασίσει τη διαγραφή μετοχών από το χρηματιστήριο μετά από αίτηση της εκδότριας εταιρίας, εφόσον η αίτηση υποβάλλεται μετά από απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εκδότριας εταιρίας που λαμβάνεται με πλειοψηφία 95% επί του συνόλου των δικαιωμάτων ψήφου στην εκδότρια εταιρία ανά κατηγορία μετοχών για τις οποίες υποβάλλεται η αίτηση διαγραφής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να θέτει ειδικούς όρους στην εκδότρια ή και σε μετόχους της για λόγους προστασίας των μετόχων της εκδότριας.
Εάν, συνεπεία των εταιρικών μετασχηματισμών, οι μέτοχοι της απορροφώμενης, διασπώμενης ή μετατρεπόμενης εταιρίας λαμβάνουν εισηγμένες μετοχές σε οργανωμένη αγορά κράτους άλλου πλην της Ελλάδας, σύμφωνα με τους όρους των ανωτέρω μετασχηματισμών, το ποσοστό της απαιτούμενης πλειοψηφίας του πρώτου εδαφίου ορίζεται σε 90%. Τα προηγούμενα εδάφια της παρούσας παραγράφου δεν εφαρμόζονται εάν, συνεπεία εταιρικών μετασχηματισμών, οι μέτοχοι της απορροφώμενης, διασπώμενης ή μετατρεπόμενης εταιρίας λαμβάνουν μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά στην Ελλάδα.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 18 καταργήθηκαν από 30.6.2007 σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 33 του ν.3556/2007]

Όλα τα πρόσωπα που ασκούν ή άσκησαν δραστηριότητα σε χρηματιστήριο οφείλουν να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο. Οι εμπιστευτικές πληροφορίες των οποίων έλαβαν γνώση υπό την επαγγελματική τους ιδιότητα δεν επιτρέπεται να κοινοποιηθούν σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, εκτός αν αυτό επιβάλλεται βάσει διατάξεως νόμου. Το επαγγελματικό απόρρητο δεν υφίσταται έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Αν για την εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά ο Κανονισμός χρηματιστηρίου προβλέπει ότι η εκδότρια εταιρία πρέπει να έχει ελεγχθεί φορολογικά, η αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) υποχρεούται να προβεί κατά προτεραιότητα σε φορολογικό έλεγχο και να κοινοποιήσει στην εταιρία και τις εταιρίες που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις τα σχετικά φύλλα ελέγχου εντός τριμήνου από την υποβολή σε αυτήν της σχετικής αιτήσεως της εταιρείας. Η προθεσμία αυτή μπορεί, λόγω του μεγέθους της επιχείρησης ή λόγω της έκτασης των απαιτούμενων επαληθεύσεων, να παραταθεί για άλλους τρεις μήνες με ειδικώς αιτιολογημένη απόφαση του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. που θα εγκρίνεται από τον αρμόδιο επιθεωρητή Δ.Ο.Υ. Η απόφαση κοινοποιείται στην εταιρεία μέσα σε ένα τρίμηνο από την υποβολή της αίτησης. Η υποχρέωση διενέργειας φορολογικού ελέγχου από τις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες κατά προτεραιότητα, σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, ισχύει και στην περίπτωση που ο κανονισμός του χρηματιστηρίου προβλέπει για τις εταιρίες με κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά τη δημοσιοποίηση ή γνωστοποίηση στο χρηματιστήριο σε τακτικές ή μη χρονικές περιόδους των αποτελεσμάτων των φορολογικών ελέγχων των οικονομικών χρήσεων των εισηγμένων εταιρειών.

1. Το Χρηματιστήριο Αθηνών υποχρεούται να λάβει άδεια λειτουργίας για τις υφιστάμενες οργανωμένες αγορές κινητών αξιών και παραγώγων του μέσα σε δώδεκα μήνες από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Η άδεια χορηγείται σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3152/2003 και τους όρους και τη διαδικασία που τάσσονται με την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3152/2003. Αν δεν χορηγηθεί άδεια για μία ή περισσότερες αγορές μέσα στην ως άνω προθεσμία, η λειτουργία των αγορών αυτών παύει. Μέσα στην ίδια προθεσμία, το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να αποφασίσει την κατάργηση υφιστάμενων, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, οργανωμένων αγορών κινητών αξιών και παραγώγων, τη συγχώνευση ή την αναδιάταξη τους ή και την ίδρυση νέων με βάση κριτήρια που θα τάξει με τον Κανονισμό του και τα οποία θα είναι κοινά για όλους τους εκδότες.

2. Μέσα στην αποκλειστική προθεσμία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1, το Χρηματιστήριο Αθηνών μπορεί να προβεί σε κατάταξη ή μεταφορά των εισηγμένων κινητών αξιών και χρηματοπιστωτικών μέσων από υφιστάμενες αγορές σε άλλη ή σε άλλες οργανωμένες αγορές, από εκείνες που θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν ή και σε νέα αγορά για την οποία θα λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με αντικειμενικούς όρους και κριτήρια, καθώς και με βάση διαδικασία που θα καθορίσει στον Κανονισμό του. Η κατάταξη αυτή μπορεί να γίνει και κατά παρέκκλιση των προϋποθέσεων εισαγωγής που ισχύουν για τις εν λόγω αγορές. Σε κάθε περίπτωση, οι όροι και η διαδικασία κατάταξης δεν επιτρέπεται να προβλέπουν ή κατ’ αποτέλεσμα να οδηγούν σε διαγραφή ή αποκλεισμό εισηγμένης κινητής αξίας από όλες τις αγορές του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

3. Όπου στο ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄) γίνεται αναφορά στην Αγορά Αξιών Σταθερού Εισοδήματος (Α.Α.Σ.Ε.), νοείται η οργανωμένη αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών στην οποία βάσει του Κανονισμού του αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, μετά την προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 χορήγηση άδειας, οι άϋλοι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου.

4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις διατάξεις του π.δ. 350/1985 νοούνται οι αντίστοιχες ρυθμίσεις των άρθρων 1 έως 21 του νόμου αυτού.

5. Οι διατάξεις της φορολογικής νομοθεσίας που αναφέρονται στα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν εισαχθεί και αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Κύρια, την Παράλληλη ή σε άλλη υφιστάμενη αγορά του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή στους εκδότες ή στους κομιστές των αξιών αυτών, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά τη μεταφορά ή κατάταξη τους σε οποιαδήποτε άλλη αγορά του χρηματιστηρίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στον Κανονισμό του μετά την προβλεπόμενη από τις παραγράφους 1 και 2 τροποποίηση του.

6. Μέχρι την έκδοση της απόφασης της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του παρόντος νόμου εξακολουθούν να ισχύουν οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 2836/2000.

Μετά το άρθρο 76 του ν. 1969/1991, προστίθεται νέο άρθρο 76Α που έχει ως εξής:
«Άρθρο 76Α
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με ίδιους πόρους, λειτουργεί αποκλειστικά χάριν του δημοσίου συμφέροντος και απολαύει λειτουργικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας.
2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απολαύουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, δεσμευόμενα μόνον από το νόμο και τη συνείδηση τους και δεν εκπροσωπούν τους φορείς που τους πρότειναν.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υποβάλλει έκθεση πεπραγμένων μέσα στο μήνα Μάρτιο κάθε έτους στον Πρόεδρο της Βουλής και στον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καλείται τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής, προκειμένου να την ενημερώνει για θέματα της κεφαλαιαγοράς.»

1. Το άρθρο 30 του ν. 2324/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 30
1. Η διοίκηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο αυτής. Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, περιλαμβανομένων και των κανονιστικών αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, νοείται απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, εκτός εάν η συγκεκριμένη αρμοδιότητα έχει εκχωρηθεί στην Εκτελεστική Επιτροπή ή σε άλλο όργανο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να τροποποιείται ο Οργανισμός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καινά αναδιαρθρώνονται οι υπηρεσίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με συγχώνευση ή διάσπαση των υφιστάμενων ή με τη δημιουργία νέων υπηρεσιών, να ανακαθορίζονται οι αρμοδιότητες τους, να προσδιορίζονται οι οργανικές θέσεις του εν γένει προσωπικού της και να καθορίζονται τα προσόντα των προϊσταμένων των υπηρεσιών και των υπαλλήλων σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, καθώς και να ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.
3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως ενώπιον κάθε Αρχής και τρίτων από τον Πρόεδρο του Διοικητικού της Συμβουλίου και όταν αυτός κωλύεται, από τον Α Αντιπρόεδρο και σε περίπτωση κωλύματος και αυτού, από τον Β Αντιπρόεδρο. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου ή ο αναπληρωτής του μπορεί να αναθέτει την εκπροσώπηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε Αντιπρόεδρο ή σε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή σε υπάλληλο αυτής.
4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάζει στην Εκτελεστική Επιτροπή, στον Πρόεδρο, στους Αντιπροέδρους, στον Γενικό Διευθυντή και στους προϊσταμένους των Διευθύνσεων, τμημάτων και γενικά υπηρεσιακών μονάδων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ορισμένες αρμοδιότητες του, πλην των αναφερομένων στην παρ. 3 του άρθρου 78 του ν. 1969/1991 και το δικαίωμα να υπογράφουν με εντολή του έγγραφα, επιστολές, εντάλματα πληρωμής και άλλες πράξεις. Στην απόφαση αυτή μπορεί να ορίζεται ότι οι μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες μπορεί να ασκούνται παράλληλα και από το Διοικητικό Συμβούλιο.
5. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συνεδριάζει τουλάχιστον δύο φορές το μήνα.
6. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συγκαλείται μετά από πρόσκληση του Προέδρου στην οποία ορίζεται ο τόπος και η ώρα της συνεδρίασης. Στην πρόσκληση περιλαμβάνονται τα θέματα της ημερήσιας διάταξης χωρίς να αποκλείεται η συζήτηση και άλλων θεμάτων πλην των αναφερομένων στην πρόσκληση. Όταν ο Πρόεδρος κωλύεται, τότε το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να συγκαλείται από τον Α΄ Αντιπρόεδρο και σε περίπτωση κωλύματος και αυτού από τον Β΄ Αντιπρόεδρο. Κατά τα λοιπά για τη σύγκληση του Διοικητικού Συμβουλίου έχουν εφαρμογή οι σχετικές διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας.
7. Ο Πρόεδρος προεδρεύει του Διοικητικού Συμβουλίου. Τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου απόντα ή κωλυόμενο, αναπληρώνουν οι Αντιπρόεδροι κατά τη σειρά τους. Το Συμβούλιο συνεδριάζει έγκυρα εφόσον παρίστανται αυτοπροσώπως πέντε τουλάχιστον μέλη. Για την έγκυρη λήψη απόφασης απαιτείται απλή πλειοψηφία των παρόντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου. Χρέη Γραμματέα του Συμβουλίου εκτελεί ένας από τους υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που ορίζεται από τον Πρόεδρο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εγκρίνεται στον Γραμματέα μηνιαία αποζημίωση για τις υπηρεσίες του.
8. Η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Πρόεδρο. Όταν ο Πρόεδρος κωλύεται η Εκτελεστική Επιτροπή συγκαλείται από τον Α΄ Αντιπρόεδρο.
9. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρέχεται νομική προστασία στα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και στο εν γένει προσωπικό της, ακόμη και μετά τη λήξη της θητείας τους ή την αποχώρηση τους από την υπηρεσία, όταν ενάγονται ή διώκονται ποινικά για πράξεις ή παραλείψεις που έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η νομική προστασία συνίσταται στην καταβολή των δικαστικών δαπανών και των δικηγορικών αμοιβών για την υπεράσπιση τους ή σε ό,τι άλλο κρίνεται αναγκαίο για το σκοπό αυτόν, περιλαμβανομένης και της ασφαλιστικής κάλυψης. Σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης οι καταβληθείσες δικαστικές δαπάνες και δικηγορικές αμοιβές μπορεί να αναζητούνται από τον καταδικασθέντα κατά το μέρος που τον αφορούν.
10. Από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 3260/2004, αφότου ίσχυσαν, εξαιρείται και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
11. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να προβλέπεται η χορήγηση ειδικού μηνιαίου επιδόματος εξειδικευμένων υπηρεσιών στους τακτικούς, πλην του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, υπαλλήλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και στους υπαλλήλους που αποσπώνται ή μετατάσσονται σε αυτήν.»

2. Η παρ. 14 του άρθρου 35 του ν. 2324/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«14. α) Οι μόνιμοι υπάλληλοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς διέπονται από τις διατάξεις περί μισθολογίου και βαθμολογίου του Δημοσίου.
β) Οι αποσπώμενοι στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς υπάλληλοι συνεχίζουν να λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών τους, μετά των πάσης φύσεως επιδομάτων, σε βάρος του προϋπολογισμού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
γ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών μπορεί να χορηγείται ειδικό επίδομα στο αποσπώμενο στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς προσωπικό.»

1. Η περίπτωση 8 του άρθρου 1 του π.δ. 25/2003 (ΦΕΚ 26 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου.»

2. Το άρθρο 9 του π.δ. 25/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 9
1. Η Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου έχει ιδίως τις εξής αρμοδιότητες:
- Παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα της οργάνωσης και της λειτουργίας της Ε.Κ..
- Εποπτεύει την οικονομική και αποδοτική χρήση των πόρων της Ε. Κ..
- Εποπτεύει την τήρηση από τις αρμόδιες Διευθύνσεις των υποχρεώσεων γνωστοποίησης συναλλαγών από υπόχρεα πρόσωπα, σύμφωνα με το άρθρο 81 του ν. 2533/1997.
- Εποπτεύει την τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου από τα στελέχη και το υπαλληλικό προσωπικό εν γένει της Ε.Κ..
- Ενημερώνει το Διοικητικό Συμβούλιο για τα πορίσματα των ελέγχων.
- Εισηγείται τη λήψη μέτρων για τη βελτίωση της λειτουργίας της Ε. Κ..
2. Η Διεύθυνση Εσωτερικού Ελέγχου είναι αυτοτελής, υπάγεται στο Διοικητικό Συμβούλιο και εποπτεύεται από ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου εξαιρουμένων του Προέδρου και των Αντιπροέδρων.»

3. Η παρ. 8 του άρθρου 21 του π.δ. 25/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Της Διεύθυνσης Εσωτερικού Ελέγχου προΐστανται υπάλληλοι του ειδικού επιστημονικού προσωπικού με ειδικότητα ελεγκτή ή οικονομολόγου ή πτυχιούχου νομικής.»

4. Η περίπτωση 8 του άρθρου 1, το άρθρο 9 και η παράγραφος 8 του άρθρου 21 του π.δ. 25/2003, όπως αντικαθίστανται με τις παραγράφους 1 έως 3 αυτού του άρθρου μπορεί να τροποποιούνται ή να καταργούνται με το προεδρικό διάταγμα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 30 του ν. 2324/1995, όπως τροποποιείται με το άρθρο 23.

Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 25 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄/10.5.2005), οι εν γένει αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προσβάλλονται δικαστικώς ως εξής:
α) Οι αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με τις οποίες επιβάλλεται χρηματικό πρόστιμο προσβάλλονται με προσφυγή ουσίας ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίηση τους.
β) Όλες οι υπόλοιπες αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που εκδίδονται ως εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την κοινοποίηση τους. Κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Εφετείου επιτρέπεται έφεση σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τους εξής πόρους:
α) τέλη από την αρχική χορήγηση άδειας λειτουργίας ή την τροποποίηση των στοιχείων της άδειας λειτουργίας,
β) περιοδικές εισφορές εποπτευόμενων προσώπων, περιλαμβανομένων και νομικών προσώπων που έχουν εκδώσει κινητές αξίες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά,
γ) τέλη και συνδρομές από χρηματιστήρια ή άλλους διαχειριστές, οργανωμένες αγορές, εταιρίες εκκαθάρισης συναλλαγών, κεντρικά μητρώα και κεντρικούς αντισυμβαλλομένους,
δ) τέλη για την επαγγελματική πιστοποίηση φυσικών προσώπων και την έγκριση της ικανότητας και καταλληλότητας μετόχων, μελών διοικητικών συμβουλίων, στελεχών και λοιπών φυσικών προσώπων,
ε) τέλη για την εκποίηση μετοχών,
στ) τέλη για τη χορήγηση άδειας δημόσιας εγγραφής ή διάθεσης κινητών αξιών, για την έγκριση ενημερωτικών και λοιπών πληροφοριακών δελτίων,
ζ) τέλη για την παροχή γνωμοδοτήσεων,
η) τέλη οργάνωσης σεμιναρίων και εισφορές από συμμετοχή σε ερευνητικά, επιμορφωτικά ή συμβουλευτικά προγράμματα σχετικά με την κεφαλαιαγορά.
θ) τέλη από την αρχική εγγραφή Οργανισμών Αξιολόγησης Πιστοληπτικής Ικανότητας, όπως αυτοί ρυθμίζονται από τον Κανονισμό 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009.

2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται το ύψος και η συχνότητα καταβολής των παραπάνω πόρων, καθώς και οποιαδήποτε άλλη ανάλογη πηγή πόρων. Οι εν λόγω πόροι καλύπτουν πλήρως το κόστος λειτουργίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τον υπολογισμό του ύψους των επί μέρους πόρων λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των υπόχρεων προσώπων από τα οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εισπράττει τους παραπάνω πόρους, όπως είναι ενδεικτικά οι παρεχόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, το είδος, η διάρκεια και ο εκτιμώμενος εποπτικός κίνδυνος από τη λειτουργία τους, το εκτιμώμενο κόστος προληπτικής και κατασταλτικής εποπτείας τους, καθώς και τα οικονομικά τους μεγέθη. Το ύψος των επί μέρους πόρων μπορεί να υπολογίζεται σε ποσοστιαία βάση επί της αξίας των παρεχόμενων υπηρεσιών είτε ως σταθερό είτε ως κλιμακούμενο ποσό. Από την έκδοση της ανωτέρω υπουργικής απόφασης καταργείται το άρθρο 79 του ν. 1969/1991 και όλες οι αποφάσεις που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση αυτού του άρθρου.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν επιβάλλει κυρώσεις σε εποπτευόμενα πρόσωπα για σοβαρές παραβάσεις, μπορεί να προβλέπει στην απόφαση επιβολής της κύρωσης ότι οι τακτικές εισφορές ή τα περιοδικά τέλη που καταβάλλει το εποπτευόμενο πρόσωπο, με βάση την Υπουργική Απόφαση της παραγράφου 2 διπλασιάζονται για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε έτη, προκειμένου να αντιμετωπίζονται οι επιπρόσθετες δαπάνες προληπτικής εποπτείας των εν λόγω προσώπων.

1. Ως Ανώνυμη Εταιρεία Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.) νοείται η ανώνυμη εταιρία που έχει αποκλειστικό σκοπό τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

2. Ως τρέχουσα αξία του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. νοείται η αξία του χαρτοφυλακίου της που αποτιμάται σε ημερήσια βάση σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας μείον τα ρευστά διαθέσιμα που προορίζονται για την κάλυψη των τρεχουσών εξόδων λειτουργίας της και δεν φυλάσσονται στο θεματοφύλακα.

3. Κατά τα λοιπά ισχύουν για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 27 έως 40 οι ορισμοί των άρθρων 2 και 3του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄).

1. Η Α.Ε.Ε.Χ. διέπεται από τις διατάξεις του νόμου αυτού και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/ 1920.

2. Οι μετοχές της ΑΕΕΧ είναι ονομαστικές. Το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕΕΧ ανέρχεται σε πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης της Α.Ε.Ε.Χ., σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, απαιτείται να έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας της. Άδεια λειτουργίας απαιτείται και για τη μετατροπή υφιστάμενης εταιρίας σε Α.Ε.Ε.Χ.. Για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πρέπει να έχει καταβληθεί ολοσχερώς το μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε.Ε.Χ.. Σε περίπτωση εισφοράς εις είδος, το εισφερόμενο ενεργητικό πρέπει να περιλαμβάνεται μεταξύ των επιτρεπόμενων επενδύσεων.

4. Για τη χορήγηση από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της άδειας λειτουργίας εκτιμώνται:
α) Η οργάνωση, τα τεχνικά και τα οικονομικά μέσα που διαθέτει η Α.Ε.Ε.Χ..
β) Η αξιοπιστία, η πείρα, η επαγγελματική ικανότητα και το ήθος των προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν. Οι εργασίες της Α.Ε.Ε.Χ. διευθύνονται από δύο τουλάχιστον πρόσωπα τα οποία πληρούν τις προϋποθέσεις αυτές.
γ) Η καταλληλότητα των μετόχων της που κατέχουν ειδική συμμετοχή.
Τα παραπάνω κριτήρια μπορούν να εξειδικεύονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Εάν μέτοχοι που κατέχουν ειδική συμμετοχή είναι νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από τα φυσικά πρόσωπα που τα διοικούν, καθώς και από τους μετόχους με ειδική συμμετοχή, φθάνοντας μέχρι φυσικών προσώπων. Όταν αυτό είναι απαραίτητο για να κριθεί η καταλληλότητα των προσώπων που ελέγχουν την εταιρία, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από άλλους μετόχους που καθορίζει με απόφαση της κατά περίπτωση.

5. Για τη χορήγηση της σχετικής άδειας απαιτείται δήλωση πιστωτικού ιδρύματος, που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα, ότι δέχεται να ενεργεί ως θεματοφύλακας της Α.Ε.Ε.Χ. σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 33 του νόμου αυτού.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς οφείλει να εξετάσει την αίτηση για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας Α.Ε.Ε.Χ. μέσα σε τρεις μήνες από την προσήκουσα υποβολή της.

7. Για κάθε τροποποίηση του καταστατικού της Α.Ε.Ε.Χ. και κάθε μεταβολή του μετοχικού της κεφαλαίου απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Κάθε δημοσίευση, κατά την έννοια του άρθρου 7β του κ. ν. 2190/1920, που αφορά τροποποίηση του καταστατικού της Α.Ε.Ε.Χ. ή μεταβολή του μετοχικού της κεφαλαίου, γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

8. Η Α.Ε.Ε.Χ. γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία των μελών του διοικητικού συμβουλίου της και των διευθυντικών στελεχών της και κάθε μεταβολή των εν λόγω προσώπων. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει ότι τα παραπάνω πρόσωπα δεν διαθέτουν την απαραίτητη αξιοπιστία, πείρα, επαγγελματική ικανότητα και ήθος για την άσκηση των καθηκόντων τους ζητεί από την Α.Ε.Ε.Χ. την απομάκρυνση τους.

9. Η Α.Ε.Ε.Χ. υποχρεούται να αναγράφει κάτω από την εταιρική της επωνυμία τον αριθμό της άδειας λειτουργίας της.

1. Η ΑΕΕΧ έχει υποχρέωση να εισάγει τις μετοχές της σε οργανωμένη αγορά που λειτουργεί στην Ελλά­δα εντός έξι μηνών από τη χορήγηση της άδειας λει­τουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εάν μετά την πάροδο της προθεσμίας της παραγράφου αυτής οι μετοχές της ΑΕΕΧ δεν έχουν εισαχθεί προς δια­πραγμάτευση, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της ΑΕΕΧ.

2. Η εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΧ γίνεται σύμ­φωνα με τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά για την εισαγωγή μετοχών σε οργανωμένη αγορά που λει­τουργεί στην Ελλάδα. Κατ' εξαίρεση, η ΑΕΕΧ δεν απαι­τείται για την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανω­μένη αγορά να έχει δημοσιεύσει ή να έχει καταθέσει προς δημοσίευση ετήσιες οικονομικές καταστάσεις.

3. Κατά παρέκκλιση της παραγράφου 2 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου η εισαγωγή των μετοχών της ΑΕΕΧ γίνεται μετά την ολοκλήρωση αύξησης μετοχι­κού κεφαλαίου με δημόσια προσφορά ύψους τουλάχι­στον δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ. Σε περί­πτωση που, μετά τη δημόσια προσφορά, το συγκεντρωθέν ποσό υπολείπεται των δέκα εκατομμυρίων (10.000.000) ευρώ, η αποφασισθείσα αύξηση είναι ά­κυρη και το συγκεντρωθέν ποσό επιστρέφεται αμελ­λητί στους επενδυτές.

1. Η Α.Ε.Ε.Χ. επιτρέπεται να επενδύει αποκλειστικά σε:
α) Κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που έχουν γίνει δεκτά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά που εδρεύει ή λειτουργεί σε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
β) Κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε άλλη αγορά κράτους - μέλους, εποπτευόμενη, που λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό.
γ) Κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που γίνονται δεκτά ή αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε χρηματιστήριο αξιών τρίτου κράτους ή σε άλλη αγορά τρίτου κράτους, εποπτευόμενη, που λειτουργεί κανονικά, είναι αναγνωρισμένη και ανοικτή στο κοινό. Τα χρηματιστήρια αξιών και οι αγορές της περίπτωσης αυτής ορίζονται εκάστοτε με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
δ) κινητές αξίες που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) που εδρεύει ή λειτουργεί σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπό την προϋπόθεση ότι οι όροι έκδοσης ή διάθεσής τους περιλαμβάνουν την υποχρέωση υποβολής αίτησης εισαγωγής σε οργανωμένη αγορά ή ένταξής τους σε ΠΜΔ και αν η εισαγωγή ή η ένταξη σε διαπραγμάτευση πραγματοποιείται εντός πέντε (5) ετών από την έκδοση ή διάθεση.
ε) Μερίδια Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Σε Κινητές Αξίες (Ο.Σ.Ε.Κ.Α.) οι οποίοι είναι εγκεκριμένοι βάσει των εθνικών νομοθεσιών με τις οποίες επήλθε εναρμόνιση με την Οδηγία 85/611/ΕΟΚ.
στ) Μερίδια άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ανεξάρτητα από το εάν εδρεύουν σε κράτος - μέλος, εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις:
αα) οι εν λόγω άλλοι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων έχουν λάβει άδεια λειτουργίας βάσει νομοθεσίας που προβλέπει ότι υπόκεινται σε εποπτεία τουλάχιστον ισοδύναμη με αυτήν που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία και εφόσον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει συνάψει με την αντίστοιχη εποπτική αρχή συμφωνία συνεργασίας και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών,
ββ) το επίπεδο προστασίας των μεριδιούχων τους είναι τουλάχιστον ισοδύναμο με το παρεχόμενο στους μεριδιούχους των Ο.Σ. Ε. Κ.Α. και ιδίως οι κανόνες που αφορούν τη διασπορά των στοιχείων του ενεργητικού του, τις δανειοληπτικές και δανειοδοτικές πράξεις και τις ανοικτές πωλήσεις κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς είναι τουλάχιστον ισοδύναμοι με τις απαιτήσεις της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ,
γγ) οι δραστηριότητες τους περιγράφονται σε εξαμηνιαίες και ετήσιες εκθέσεις, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού, των αποτελεσμάτων και των πράξεων που έχουν διενεργηθεί κατά το χρονικό διάστημα που καλύπτει η έκθεση,
δδ) ο άλλος οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, σε μερίδια του οποίου πρόκειται να γίνει επένδυση, δεν μπορεί να επενδύει, σύμφωνα με τον κανονισμό του ή τα καταστατικά του έγγραφα, ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό του καθαρού ενεργητικού του σε μερίδια άλλων Ο.Σ.Ε.Κ.Α. ή άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
ζ) Καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα αποδοτέες στους καταθέτες σε πρώτη ζήτηση ή προθεσμιακές καταθέσεις διάρκειας μέχρι δώδεκα μηνών, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος - μέλος ή, εάν η καταστατική έδρα του πιστωτικού ιδρύματος βρίσκεται σε τρίτη χώρα, εφόσον το ίδρυμα υπόκειται σε καθεστώς προληπτικής εποπτείας το οποίο θεωρείται τουλάχιστον ισοδύναμο με αυτό που ισχύει στην Ελλάδα. Οι τρίτες χώρες της περίπτωσης αυτής ορίζονται εκάστοτε με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος.
η) Παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων των εξομοιούμενων με αυτά μέσων που διακανονίζονται σε μετρητά, τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μία από τις αγορές που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄ ή παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο εξωχρηματιστηριακών συναλλαγών (εξωχρηματιστηριακά παράγωγα), εφόσον συντρέχουν σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις:
αα) το υποκείμενο στοιχείο συνίσταται σε κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που εμπίπτουν στην παρούσα παράγραφο, σε χρηματοοικονομικούς δείκτες, επιτόκια, συναλλαγματικές ισοτιμίες ή νομίσματα, που περιλαμβάνονται στους επενδυτικούς στόχους της Α.Ε.Ε.Χ.,
ββ) οι αντισυμβαλλόμενοι που μετέχουν σε πράξεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων είναι νομικά πρόσωπα υποκείμενα σε προληπτική εποπτεία και ανήκουν στις κατηγορίες που έχουν εγκριθεί με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, και
γγ) τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα υπόκεινται καθημερινώς σε αξιόπιστη και επαληθεύσιμη αποτίμηση και είναι δυνατόν να πωλούνται, να ρευστοποιούνται ή να κλείνει η θέση τους με αντισταθμιστική πράξη ανά πάσα στιγμή και σε εύλογη αξία, ύστερα από πρωτοβουλία της Α.Ε.Ε.Χ..
θ) Μέσα χρηματαγοράς, πλην των διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά που εμπίπτουν στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄ και γ΄, εφόσον η έκδοση ή ο εκδότης των μέσων αυτών υπόκειται σε ρυθμίσεις για την προστασία των επενδυτών και εφόσον τα μέσα αυτά:
αα) εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από κράτος, περιφερειακή ή τοπική αρχή, από κεντρική τράπεζα κράτους -μέλους, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, από τρίτο κράτος ή, σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους, από μέλος του ή από δημόσιο διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη, ή
ββ) εκδίδονται από επιχείρηση της οποίας οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε αγορές που αναφέρονται στις ανωτέρω περιπτώσεις α΄, β΄ ή γ΄, ή
γγ) εκδίδονται ή είναι εγγυημένα από οργανισμό υποκείμενο σε προληπτική εποπτεία, σύμφωνα με τα κριτήρια της κοινοτικής νομοθεσίας ή από οργανισμό που υπόκειται και τηρεί κανόνες προληπτικής εποπτείας, που θεωρούνται τουλάχιστον ισοδύναμοι με εκείνους της κοινοτικής νομοθεσίας, ή
δδ) εκδίδονται από άλλους οργανισμούς που ανήκουν στις κατηγορίες που έχουν εγκριθεί με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον για τις επενδύσεις στα μέσα αυτά προβλέπεται προστασία των επενδυτών τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που προβλέπεται στις ανωτέρω περιπτώσεις αα΄ έως γγ΄ και εφόσον ο εκδότης είναι:
ααα) εταιρεία της οποίας το κεφάλαιο και τα αποθεματικά ανέρχονται σε τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια ευρώ και υποβάλλει και δημοσιεύει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της σύμφωνα με την Οδηγία 78/660/ΕΟΚ, ή
βββ) οργανισμός, εντός ομίλου εταιρειών που περιλαμβάνει μία ή περισσότερες εισηγμένες εταιρίες, ο οποίος έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση του ομίλου, ή
γγγ) οργανισμός ο οποίος έχει ως σκοπό τη χρηματοδότηση εκδότη μέσων τιτλοποίησης, εφόσον ο τελευταίος έχει εξασφαλίσει τραπεζική χρηματοδότηση.

2. Ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Α.Ε.Ε.Χ. μπορεί να επενδύει μέχρι δέκα τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της σε άλλες κινητές αξίες και σε άλλα μέσα χρηματαγοράς εκτός από τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1.

3. Η Α.Ε.Ε.Χ. δεν μπορεί να επενδύει σε πολύτιμα μέταλλα ούτε να αποκτά παραστατικούς τίτλους αυτών.

4. Η Α.Ε.Ε.Χ. κοινοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τακτικά και με τον τρόπο που η τελευταία καθορίζει με απόφαση της, τους τύπους των παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων, τους υποκείμενους κινδύνους, τα ποσοτικά όρια και τις επιλεγείσες μεθόδους αξιολόγησης των κινδύνων από πράξεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφαση της να εξειδικεύει τα μέσα χρηματαγοράς και τα παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα στα οποία επιτρέπεται να επενδύουν οι Α.Ε.Ε.Χ., καθώς και να ρυθμίζει λεπτομέρειες ή τεχνικά θέματα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να μεταβάλλεται το χρονικό όριο της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1.

6. Απαγορεύεται στην Α.Ε.Ε.Χ. να δανείζεται συνολικά πέραν του τριάντα πέντε τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της. Τα δάνεια που συνάπτει η Α.Ε.Ε.Χ. αφορούν αποκλειστικά την πραγματοποίηση επενδύσεων, σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται κανόνες λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Χ. για την αποτελεσματική διαχείριση των κινδύνων από δανειακές υποχρεώσεις, προσδιορίζονται οι υποχρεώσεις της Α.Ε.Ε.Χ. για ενημέρωση των επενδυτών σχετικά με τη δανειοληπτική της πολιτική και τις αναλαμβανόμενες δανειακές υποχρεώσεις και ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο σχετικό θέμα. Μέχρι τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης του προηγούμενου εδαφίου απαγορεύεται στην Α.Ε.Ε.Χ. κάθε δανεισμός.

7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να καθορίζει κανόνες αποτίμησης των στοιχείων του χαρτοφυλακίου Α.Ε.Ε.Χ. κατ’ αναλογία των κανόνων αποτίμησης του άρθρου 20 του ν. 3283/2004 και να εξειδικεύει υφιστάμενους κανόνες αποτίμησης που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία.

1. Επιτρέπεται η τοποθέτηση μέχρι είκοσι τοις εκατό (20%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της ΑΕΕΧ σε κινητές αξίες ή σε μέσα χρηματαγοράς του ίδιου εκδότη. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η τοποθέτηση μέχρι του τριάντα πέντε τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. σε κινητές αξίες και σε μέσα χρηματαγοράς του ίδιου εκδότη, όταν οι κινητές αξίες ή τα μέσα χρηματαγοράς έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από κράτος - μέλος ή από τρίτα κράτη ή από δημόσιο διεθνή οργανισμό στον οποίο συμμετέχουν ένα ή περισσότερα κράτη - μέλη. Το σύνολο των επενδύσεων της περίπτωσης αυτής επιτρέπεται να αυξηθεί μέχρι το εκατό τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ., εφόσον αυτή κατέχει κινητές αξίες και μέσα χρηματαγοράς που ανήκουν τουλάχιστον σε έξι διαφορετικές εκδόσεις και οι αξίες που ανήκουν στην ίδια έκδοση δεν υπερβαίνουν το τριάντα τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της.

2. Οι επενδύσεις της ΑΕΕΧ των περιπτώσεων ε' και στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 30 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το είκοσι τοις εκατό (20%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της.

3. Η Α.Ε.Ε.Χ. δεν επιτρέπεται να συνδυάζει, αθροιστικά, άνω του είκοσι τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της σε:
α) επενδύσεις σε κινητές αξίες ή σε μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από έναν οργανισμό και
β) κινδύνους από θέσεις σε εξωχρηματιστηριακά παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα με αντισυμβαλλόμενο τον οργανισμό αυτόν.

4. Οι επενδύσεις σε κινητές αξίες και σε μέσα χρηματαγοράς που έχουν εκδοθεί από έναν οργανισμό και οι επενδύσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία έχουν ως υποκείμενη αξία κινητές αξίες του εν λόγω οργανισμού δεν πρέπει να υπερβαίνουν αθροιστικά το τριάντα πέντε τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ.. Η έκθεση κινδύνου ως προς έναν αντισυμβαλλόμενο, στον οποίο εκτίθεται η Α.Ε.Ε.Χ. κατά τη διενέργεια πράξης εξωχρηματιστηριακού παραγώγου, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ., όταν ο αντισυμβαλλόμενος είναι πιστωτικό ίδρυμα, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση ζ της παραγράφου 1 του άρθρου 30 και το πέντε τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. σε κάθε άλλη περίπτωση.

5. Οι εταιρείες που εντάσσονται σε όμιλο, κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 για τους σκοπούς των ενοποιημένων λογαριασμών, θεωρούνται ως ενιαίος οργανισμός. Η Α.Ε.Ε.Χ. δεν επιτρέπεται να επενδύει, αθροιστικά, ποσοστό μεγαλύτερο του είκοσι τοις εκατό της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της σε κινητές αξίες και σε μέσα χρηματαγοράς των εταιριών του ίδιου ομίλου.

6. Η Α.Ε.Ε.Χ. δεν επιτρέπεται να αποκτά ποσοστό μεγαλύτερο του δέκα τοις εκατό (10%):
α) των μετοχών είτε με δικαίωμα ψήφου είτε χωρίς δικαίωμα ψήφου ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
β) των ομολόγων ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
γ) των μέσων χρηματαγοράς ενός εκδότη. Το ανωτέρω όριο δεν εφαρμόζεται όταν η τοποθέτηση της Α.Ε.Ε.Χ. δεν υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της τρέχουσας αξίας του χαρτοφυλακίου της,
δ) των μεριδίων οργανισμού συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ) ή άλλου οργανισμού συλλογικών επενδύσεων.
Τα ως άνω όρια μπορεί να μεταβάλλονται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
6α. Η ΑΕΕΧ δεν επιτρέπεται να αποκτά ποσοστό μεγαλύτερο του τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) ανά εκδότη για τις επενδύσεις της σε κινητές αξίες της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 30.

7. Επιτρέπεται υπέρβαση των ορίων του άρθρου αυτού όταν η Α.Ε.Ε.Χ. ασκεί δικαιώματα που συνδέονται με κινητές αξίες ή με μέσα χρηματαγοράς που κατέχει ή η υπέρβαση των ορίων είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης εταιρειών. Η Α.Ε.Ε.Χ. υποχρεούται να εκποιήσει ό,τι απέκτησε καθ’ υπέρβαση των ορίων που τίθενται στις διατάξεις του άρθρου αυτού μέσα σε τρεις μήνες από την απόκτηση του. Σε κάθε άλλη περίπτωση η Α.Ε.Ε.Χ. υποχρεούται να εκποιήσει ό,τι απέκτησε καθ’ υπέρβαση των ορίων που τίθενται στο άρθρο αυτό μέσα σε πέντε εργάσιμες ημέρες από την απόκτηση του.

8. Δεν επιτρέπεται ο συνολικός κίνδυνος από θέσεις σε παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα στον οποίο εκτίθεται το χαρτοφυλάκιο της Α.Ε.Ε.Χ. να υπερβαίνει την τρέχουσα αξία του χαρτοφυλακίου της. Η έκθεση κινδύνου υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα αξία των στοιχείων του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ., τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου και το διαθέσιμο χρόνο για τη ρευστοποίηση των θέσεων.

9. Όταν μία κινητή αξία ή ένα μέσο χρηματαγοράς ενσωματώνει παράγωγο χρηματοπιστωτικό μέσο, το παράγωγο αυτό πρέπει να συνυπολογίζεται με τα επενδυτικά όρια περί παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων του άρθρου αυτού.

10. Υπερβάσεις κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού δεν θίγουν το κύρος των πράξεων που έχουν διενεργηθεί.

11. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με απόφαση της να ρυθμίζει λεπτομέρειες ή τεχνικά θέματα σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύναται να αναπροσαρμόζονται τα επενδυτικά όρια του άρθρου αυτού.

1. Η Α.Ε.Ε.Χ. μπορεί να αναθέτει με έγγραφη σύμβαση σε μία ή περισσότερες εταιρίες τις δραστηριότητες της, εφόσον ενημερώνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και εφόσον η ανάθεση δεν εμποδίζει την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας επί της Α.Ε.Ε.Χ.. Η εταιρεία προς την οποία πρόκειται να ανατεθούν δραστηριότητες της Α.Ε.Ε.Χ. πρέπει να διαθέτει την οργανωτική διάρθρωση και τα τεχνικά και οικονομικά μέσα που απαιτούνται για την εκτέλεση των υπό ανάθεση δραστηριοτήτων.

2. Η σύμβαση ανάθεσης δραστηριοτήτων πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τα εξής:
α) Όρους που επιτρέπουν στην Α.Ε.Ε.Χ. να παρακολουθεί αποτελεσματικά, ανά πάσα στιγμή, τη δραστηριότητα της εντολοδόχου εταιρείας.
β) Όρους που επιτρέπουν στην Α.Ε.Ε.Χ. να δίνει, ανά πάσα στιγμή, οδηγίες στην εντολοδόχο εταιρεία.
γ) Δικαίωμα άμεσης καταγγελίας της σύμβασης, όταν αυτό είναι προς το συμφέρον των επενδυτών.

3. Όταν η σύμβαση ανάθεσης αφορά τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ.:
α) Εάν καταρτίζεται με εταιρεία κράτους-μέλους, η εταιρία αυτή πρέπει να έχει λάβει άδεια για τη διαχείριση κεφαλαίων από αρμόδια εποπτική αρχή του κράτους καταγωγής της και να υπόκειται σε προληπτική εποπτεία.
β) Εάν καταρτίζεται με εταιρεία τρίτου κράτους, πρέπει να διασφαλίζεται ότι η εταιρία αυτή υπόκειται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους ισχύοντες στην Ελλάδα και ότι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει συνάψει με την αντίστοιχη εποπτική αρχή του τρίτου κράτους συμφωνία συνεργασίας και ανταλλαγής εμπιστευτικών πληροφοριών.
γ) Πρέπει να προβλέπει δικαίωμα της Α.Ε.Ε.Χ. να ορίζει περιοδικά τα κριτήρια κατανομής των επενδύσεων.
δ) Δεν επιτρέπεται να καταρτισθεί με το θεματοφύλακα στον οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη των στοιχείων του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ..
ε) Η Α.Ε.Ε.Χ. δεν επιτρέπεται να αποκτά κινητές αξίες άλλης Α.Ε.Ε.Χ. της οποίας τη διαχείριση του χαρτοφυλακίου έχει αναλάβει η ίδια εντολοδόχος εταιρία ή συνδεδεμένες με αυτήν εντολοδόχοι εταιρίες, κατά την έννοια του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920.

4. Η Α.Ε.Ε.Χ. οφείλει να αναφέρει στο ετήσιο δελτίο της λεπτομερώς τις δραστηριότητες που έχει αναθέσει σε άλλη εταιρεία.

5. Η κατά την παράγραφο 1 σύμβαση συνάπτεται ύστερα από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε.Ε.Χ., η οποία εγκρίνεται από την αμέσως επόμενη γενική συνέλευση των μετόχων της. Η τακτική γενική συνέλευση των μετόχων της Α.Ε.Ε.Χ. εγκρίνει κάθε έτος την ανανέωση της σύμβασης ανάθεσης των δραστηριοτήτων της. Α.Ε.Ε.Χ. που κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού έχουν συνάψει έγγραφη σύμβαση ανάθεσης των δραστηριοτήτων τους οφείλουν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις του άρθρου αυτού και να την υποβάλουν προς έγκριση στην πρώτη από την έναρξη ισχύος του τακτική γενική συνέλευση των μετόχων τους. Αν η σύμβαση δεν εγκριθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της Α.Ε.Ε.Χ., καταγγέλλεται υποχρεωτικά από την Α.Ε.Ε.Χ..

6. Η ευθύνη της Α.Ε.Ε.Χ. δεν παύει από το γεγονός ότι έχει αναθέσει οποιεσδήποτε δραστηριότητες της σε τρίτους.

1. Η φύλαξη των στοιχείων του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. ανατίθεται από την Α.Ε.Ε.Χ. σε θεματοφύλακα. Ο θεματοφύλακας είναι πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Κατ’ εξαίρεση τα ρευστά διαθέσιμα της Α.Ε.Ε.Χ., που προορίζονται για την κάλυψη των τρεχουσών εξόδων λειτουργίας, μπορεί να μην φυλάσσονται στο θεματοφύλακα.

2. Ο θεματοφύλακας συνυπογράφει τους πίνακες επενδύσεων της Α.Ε.Ε.Χ. και βεβαιώνει ότι η αποτίμηση των στοιχείων του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. και η εκκαθάριση των συναλλαγών της πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Ο θεματοφύλακας ευθύνεται έναντι των μετόχων της Α.Ε.Ε.Χ. για κάθε αμέλεια ως προς την εκτέλεση των υποχρεώσεων του.

3. Ο θεματοφύλακας μπορεί να αναθέτει, με τη σύμφωνη γνώμη της Α.Ε.Ε.Χ., τη φύλαξη των στοιχείων του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα κράτους - μέλους ή τρίτου κράτους (υποθεματοφύλακας), εφόσον αυτό υπόκειται σε κανόνες εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους ισχύοντες στην Ελλάδα. Στην περίπτωση αυτή ο θεματοφύλακας που έχει συμβληθεί με την Α.Ε.Ε.Χ. παραμένει υπεύθυνος έναντι της Α.Ε.Ε.Χ. για τη φύλαξη των στοιχείων του χαρτοφυλακίου.

4. Η Α.Ε.Ε.Χ. μπορεί να αντικαθιστά το θεματοφύλακα ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αν ο θεματοφύλακας επιθυμεί να παραιτηθεί των καθηκόντων του, οφείλει να ειδοποιήσει πριν από τρεις τουλάχιστον μήνες την Α.Ε.Ε.Χ.. Τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. παραδίδονται από το θεματοφύλακα που αντικαταστάθηκε στο νέο θεματοφύλακα βάσει πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της μπορεί να ρυθμίζει τεχνικά θέματα και λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου αυτού.

Η Α.Ε.Ε.Χ. θέτει στη διάθεση του επενδυτικού κοινού, ανά τρίμηνο, πίνακα των επενδύσεων της, όπου αναγράφονται πληροφορίες για κάθε επένδυση και για το σύνολο των επενδύσεων. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται οι πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στον παραπάνω πίνακα και να προσδιορίζεται ο τρόπος και ο χρόνος γνωστοποίησης τους.

1. Ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, επιτρέπεται η λύση και εκκαθάριση της Α.Ε.Ε.Χ. προκειμένου τα στοιχεία του χαρτοφυλακίου της Α.Ε.Ε.Χ. να ανταλλαγούν με μερίδια ενός ή περισσότερων αμοιβαίων κεφαλαίων του ν. 3283/2004, που υφίστανται ή συνιστώνται για το σκοπό αυτόν, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν εξοφληθεί τυχόν υποχρεώσεις της Α.Ε.Ε.Χ.. Τα μερίδια του αμοιβαίου κεφαλαίου αποδίδονται στους μετόχους της Α.Ε.Ε.Χ. κατά το ποσοστό συμμετοχής τους στο μετοχικό κεφάλαιο της Α.Ε.Ε.Χ.. Μετά την ολοκλήρωση της ανταλλαγής η Α.Ε.Ε.Χ. διαγράφεται από τα μητρώα ανωνύμων εταιρειών.

2. Από την εκκαθάριση της Α.Ε.Ε.Χ. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δεν δημιουργείται καμία φορολογική υποχρέωση σε βάρος του αμοιβαίου κεφαλαίου που προκύπτει από τη μετατροπή ή σε βάρος των μεριδιούχων του.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της μπορεί να ρυθμίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την ανωτέρω εκκαθάριση.

Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 28 και 30 έως 34 ή των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου αυτού, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στην Α.Ε.Ε.Χ. και στο θεματοφύλακα επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι εξακοσίων χιλιάδων ευρώ και σε περίπτωση παράβασης καθ’ υποτροπήν των παραπάνω διατάξεων μέχρι ενός εκατομμυρίου διακοσίων χιλιάδων ευρώ. Για τους ίδιους λόγους η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου, σε διευθυντές και σε υπαλλήλους της Α.Ε.Ε.Χ. οι οποίοι παραβαίνουν εν γνώσει τους τις ανωτέρω διατάξεις ή αποφάσεις επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδων ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής μέχρι διακοσίων χιλιάδων ευρώ.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Χ. εάν:
α) κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδειας λειτουργίας, ή
β) έχει διαπράξει σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή
γ) δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας που της χορηγήθηκε εντός έξι μηνών ή παραιτηθεί ρητά από αυτήν, ή
δ) παρέλθει η προθεσμία για την εισαγωγή των μετοχών της σε οργανωμένη αγορά σύμφωνα με το άρθρο 29, ή
ε) έλαβε την άδεια λειτουργίας της βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί στην Α.Ε.Ε.Χ. τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και της γνωστοποιεί την απόφαση που έχει λάβει να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας, εάν η Α.Ε.Ε.Χ. δεν λάβει τα κατάλληλα μέτρα εντός προθεσμίας που της τάσσει, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της Α.Ε.Ε.Χ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.

3. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας Α.Ε.Ε.Χ., ανακαλείται υποχρεωτικά και η υπουργική απόφαση, με την οποία χορηγήθηκε η άδεια σύστασης και εγκρίθηκε το καταστατικό της εταιρίας και ακολουθεί το στάδιο εκκαθάρισης της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού.

4. Με απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει Επόπτη της εκκαθάρισης της Α.Ε.Ε.Χ. και ορίζει την αμοιβή του η οποία βαρύνει την Α.Ε.Ε.Χ..

5. Ο Επόπτης υποβάλλει, μέσα σε τρεις ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, αίτηση διορισμού εκκαθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Μετά το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης παρακολουθεί τις εργασίες της εκκαθάρισης, γνωμοδοτεί, εφόσον το ζητήσει ο εκκαθαριστής σε θέματα της εκκαθάρισης, ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης. Τυχόν ακυρότητα του διορισμού του Επόπτη δεν θίγει το κύρος των πράξεων από του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού.

6. Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίθετες διατάξεις του καταστατικού της Α.Ε.Ε.Χ. δεν ισχύουν. Με τη δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή, η οποία βαρύνει την εταιρία. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν επιτρέπεται.

7. Αμέσως μετά το διορισμό του, ο εκκαθαριστής προβαίνει σε απογραφή. Ο εκκαθαριστής καλεί, μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες από τις οποίες τρεις τουλάχιστον είναι οικονομικές, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η παραπάνω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της εταιρείας. Ο εκκαθαριστής επαληθεύει τις απαιτήσεις μέσα σε χρονικό διάστημα τριών μηνών από την πάροδο του παραπάνω τριμήνου.
Μέσα σε χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παραπάνω παράγραφο, ο εκκαθαριστής ικανοποιεί συμμέτρως τους αναγγελθέντες και επαληθευθέντες δικαιούχους. Κατά τα λοιπά η εκκαθάριση συνεχίζεται και περατώνεται από τον εκκαθαριστή και τον επόπτη κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, εφαρμοζομένων αναλόγως.

8. Η περάτωση της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και η λήξη της θητείας του Επόπτη και του εκκαθαριστή γνωστοποιούνται με επιμέλεια του Επόπτη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση αυτή, ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής υποβάλλουν προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απολογισμό για την εκκαθάριση.

9. Λύση της Α.Ε.Ε.Χ., που επέρχεται για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από πτώχευση και τους λόγους της παραγράφου 1, γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία δύναται με απόφαση της, που εκδίδεται μέσα σε δεκαπέντε ημέρες, να θέσει την επιχείρηση σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση της Α.Ε.Ε.Χ. μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

10. Ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της υπό εκκαθάριση Α.Ε.Ε.Χ. που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν διαπιστώνει ότι Α.Ε.Ε.Χ. παραβιάζει τη νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς έτσι ώστε η λειτουργία της να δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία της και να διορίζει προσωρινό επίτροπο για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η προσωρινή αναστολή λειτουργίας και ο διορισμός προσωρινού επί τρόπου αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται από το αμέσως επόμενο Διοικητικό Συμβούλιο. Στην απόφαση της προσωρινής αναστολής λειτουργίας και διορισμού του προσωρινού επιτρόπου μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην Α.Ε.Ε.Χ. σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.

2. Η παραπάνω απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην Α.Ε.Ε.Χ. με κάθε πρόσφορο μέσο. Περίληψη της αποφάσεως δημοσιεύεται στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Το αργότερο εντός τριμήνου από το διορισμό προσωρινού επιτρόπου και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της Α.Ε.Ε.Χ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής λειτουργίας είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Χ..

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 δύναται να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της Α.Ε.Ε.Χ. και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την Α.Ε.Ε.Χ., καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγουμένης αδείας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της Α.Ε.Ε.Χ. που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαρεία αμέλεια.

4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντα του διαρκούν καθ’ όν χρόνο η Α.Ε.Ε.Χ. τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό Επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 37. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον Επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ έναν μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Επόπτη εκκαθάρισης.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.

6. Με την απόφαση διορισμού του προσωρινού επιτρόπου σύμφωνα με την παράγραφο 3 καθορίζεται και η αμοιβή του που βαρύνει την Α.Ε.Ε.Χ. της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία και καταβάλλεται από αυτήν. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

7. Σε δίκες κατά του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτός εναχθεί ή διωχθεί για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, αυτός παρίσταται ενώπιον των δικαστηρίων με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της Α.Ε.Ε.Χ. που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.

1. Οι Α.Ε.Ε.Χ. απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου επί του κεφαλαίου τους, με εξαίρεση το φόρο συγκέντρωσης κεφαλαίου, το φόρο προστιθέμενης αξίας και τα τέλη ή τις εισφορές προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
 

2. Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις της παραγράφου 2 καταργήθηκαν από 1.6.2016 σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 45 του ν.4389/2016]

3. Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου υποχρεούνται σε καταβολή φόρου, ο συντελεστής του οποίου ορίζεται σε δέκα τοις εκατό (10%) επί του εκάστοτε ισχύοντος επιτοκίου παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Επιτοκίου Αναφοράς), προσαυξανόμενου κατά μία (1) ποσοστιαία μονάδα και υπολογίζεται επί του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεων τους, πλέον διαθεσίμων σε τρέχουσες τιμές. Σε περίπτωση μεταβολής του Επιτοκίου Αναφοράς, η προκύπτουσα νέα βάση υπολογισμού του φόρου ισχύει από την πρώτη ημέρα του επόμενου της μεταβολής μήνα. Ο οφειλόμενος φόρος κάθε εξαμήνου δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 0,375% του εξαμηνιαίου μέσου όρου των επενδύσεών τους, πλέον των διαθεσίμων, σε τρέχουσες τιμές. Ο φόρος αποδίδεται στην αρμόδια φορολογική αρχή μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο των μηνών Ιουλίου και Ιανουαρίου του επόμενου εξαμήνου από τον υπολογισμό. Με την καταβολή του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση της εταιρείας και των μετόχων της. Οι διατάξεις του ν. 4174/2013 (Α'170) εφαρμόζονται αναλόγως και για το φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.

4. Οι πράξεις σύστασης, το καταστατικό των Α.Ε.Ε.Χ. και οι εκδιδόμενες από αυτές μετοχές απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου, εισφοράς, δικαιώματος ή οποιασδήποτε άλλης επιβάρυνσης υπέρ του Δημοσίου ή τρίτου, εξαιρουμένων των φόρων συγκέντρωσης κεφαλαίου, του φόρου προστιθέμενης αξίας και των τελών ή των εισφορών προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

1. Υφιστάμενες Α.Ε.Ε.Χ. κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως οφείλουν να συμμορφωθούν προς τις διατάξεις των παραγράφων 3, 4 και 5 του άρθρου 31 και της παραγράφου 2 του άρθρου 32 το αργότερο μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη ισχύος του.

2. Υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού Α.Ε.Ε.Χ., των οποίων οι μετοχές δεν είναι ονομαστικές ή τα ίδια κεφάλαια υπολείπονται του ποσού που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 28, οφείλουν να συμμορφωθούν με τα ανωτέρω μέσα σε ένα έτος από την ημερομηνία δημοσίευσης του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

3. Όπου στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 του ν. 3283/ 2004 αναφέρονται «ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου» του ν. 1969/1991 νοούνται οι Α.Ε.Ε.Χ. του νόμου αυτού.

4. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται παραπομπή στις καταργούμενες διατάξεις των άρθρων 1 έως και 16Α του ν. 1969/1991, η παραπομπή θεωρείται ότι γίνεται στις αντίστοιχες, ως προς το περιεχόμενο τους, διατάξεις του παρόντος νόμου.

1. Η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του ν. 2396/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης («Α.Ε.Ε.Δ.») κατά την έννοια των άρθρων 30 έως 30γ.»

2. Το άρθρο 30 του ν. 2396/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 30
1. Οι επιχειρήσεις της περίπτωσης θ΄ της παρ. 1 του άρθρου 3 επιτρέπεται να λειτουργούν μόνο με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως «Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο δ.τ. τους ως «Α.Ε.Ε.Δ.».
2. Οι Α.Ε.Ε.Δ. επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι Α.Ε.Ε.Δ. μπορούν επιπρόσθετα να παρέχουν και επενδυτικές συμβουλές που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων.
3. Το μετοχικό κεφάλαιο των Α.Ε.Ε.Δ. δεν επιτρέπεται να είναι κατώτερο των εκατό χιλιάδων ευρώ. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς το ποσό αυτό μπορεί να αναπροσαρμόζεται.
4. Οι μετοχές των Α.Ε.Ε.Δ. είναι ονομαστικές.
5. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις εταιρίες του παρόντος άρθρου από ορκωτό ελεγκτή.
6. Οι Α.Ε.Ε.Δ. γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.
7. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δικαιούται να ελέγχει τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν οι Α.Ε.Ε.Δ., οι οποίες υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και στα όργανα που ενεργούν με εντολή της τον έλεγχο σε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την άσκηση του ελέγχου.
8. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν και εκδίδουν οι Α.Ε.Ε.Δ. σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν, το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο τεχνικό ζήτημα και αναγκαία λεπτομέρεια.
9. Οι διατάξεις του προβλεπόμενου στο άρθρο 7 του νόμου αυτού Κώδικα Δεοντολογίας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι διατάξεις επιβολής κυρώσεων της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου, εφαρμόζονται αναλόγως και στις Α.Ε.Ε.Δ..
10. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, εάν διαπιστωθεί ότι οι Α.Ε.Ε.Δ. παραβιάζουν τις διατάξεις της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά ή θέτουν σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλει στις εταιρίες αυτές πρόστιμο ύψους μέχρι εκατό χιλιάδες ευρώ, το οποίο, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της νομοθεσίας καθ’ υποτροπήν, μπορεί να ανέλθει μέχρι διακόσιες χιλιάδες ευρώ. Το πρόστιμο του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να αναπροσαρμόζεται με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

3. Μετά το άρθρο 30 του ν. 2396/1996 προστίθενται άρθρα 30α, 30β και 30γ ως εξής:
«Άρθρο 30α
Χορήγηση άδειας λειτουργίας και κανόνες εποπτείας των Α.Ε.Ε.Δ.
1. Οι Α.Ε.Ε.Δ. δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους.
2. Οι Α.Ε.Ε.Δ. επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 30 μόνο στις εξής επιχειρήσεις σε:
α) Ε.Π.Ε.Υ. που εδρεύουν σε κράτος - μέλος.
β) Πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος - μέλος.
γ) Υποκαταστήματα Ε.Π.Ε.Υ. ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος - μέλος, εφόσον οι εν λόγω Ε.Π.Ε.Υ. ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των Ε.Π.Ε.Υ. ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος - μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους.
δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό σύμφωνα με το ν. 3283/2004.
3. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης Α.Ε.Ε.Δ. ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε Α.Ε.Ε.Δ. πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει:
α) αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 30 και των προηγούμενων παραγράφων αυτού του άρθρου,
β) την επάρκεια της οργάνωσης, της οργανωτικής δομής και των τεχνικών και οικονομικών μέσων της εταιρίας,
γ) την αξιοπιστία, την πείρα, την επαγγελματική ικανότητα και το ήθος τουλάχιστον δύο προσώπων που πρόκειται να τη διοικήσουν, καθώς και
δ) την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην εταιρεία για τη διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισης της.
Ως προς την οργάνωση της εταιρείας, την οργανωτική της δομή και τα τεχνικά της μέσα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εξετάζει ιδίως αν η εταιρία, αναλόγως των δραστηριοτήτων που πρόκειται να ασκήσει, διαθέτει:
α) Ορθολογική διοικητική οργάνωση, κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας στον τομέα της ηλεκτρονικής επεξεργασίας των δεδομένων, αποτελεσματικούς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, που περιλαμβάνουν κανόνες για τις πράξεις που διενεργούν τα όργανα και οι υπάλληλοι της εταιρίας, και σύστημα λογιστικής καταχώρισης των διενεργούμενων πράξεων, ώστε να καθίσταται δυνατός ο έλεγχος των στοιχείων της εταιρίας και της τήρησης κανόνων προληπτικής εποπτείας για μία πενταετία τουλάχιστον.
β) Ορθολογική οργανωτική διάρθρωση που ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο βλάβης των συμφερόντων των πελατών της από τυχόν σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αυτών και της εταιρίας ή μεταξύ των πελατών, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση.
4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια της προηγούμενης παραγράφου και να ρυθμίζονται θέματα πού έχουν σχέση με την υποβαλλόμενη κατά την παράγραφο 5 αίτηση.
5. Η αίτηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας συνοδεύεται από:
α) Πρόγραμμα των δραστηριοτήτων της εταιρίας, με ανάλυση του είδους των δραστηριοτήτων και της οργανωτικής δομής της.
β) Γνωστοποίηση δύο τουλάχιστον στελεχών που διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας για λήψη και διαβίβαση εντολών ή και παροχή συμβουλών βάσει των Αποφάσεων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2836/2000 αναλόγως των υπηρεσιών που θα παρέχει η Α.Ε.Ε.Δ..
γ) Σχέδιο καταστατικού ή, προκειμένου περί υφισταμένων εταιριών, αντίγραφο του υπάρχοντος καταστατικού, με σχέδιο των υπό τροποποίηση διατάξεων του.
δ) Αντίγραφο ποινικού μητρώου, πιστοποιητικά περί μη πτωχεύσεως και βιογραφικό σημειωμάτων μελών του διοικητικού συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών και των μετόχων που κατέχουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία, καθώς και απαντήσεις των προσώπων αυτών επί ερωτηματολογίου που επιτρέπει τη μόρφωση γνώμης ως προς τα απαριθμούμενα στην παράγραφο 3 στοιχεία, το περιεχόμενο του οποίου καθορίζει με απόφαση της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Αν μέτοχοι που κατέχουν ειδική συμμετοχή είναι νομικά πρόσωπα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από τα φυσικά πρόσωπα που τα διοικούν, καθώς και από τους μετόχους με ειδική συμμετοχή, φθάνοντας μέχρι φυσικών προσώπων. Όταν αυτό είναι απαραίτητο για να κριθεί η καταλληλότητα των προσώπων που ελέγχουν την εταιρία, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαιτεί την υποβολή των πιο πάνω στοιχείων και από άλλους μετόχους που καθορίζει με απόφαση της κατά τρόπο γενικό ή σε συγκεκριμένη περίπτωση.
ε) Προκειμένου περί υφισταμένων εταιρειών, αντίγραφο των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων της αμέσως προηγούμενης χρήσης, ελεγμένων από ορκωτό ελεγκτή και δημοσιευμένων, από τις οποίες να προκύπτει ότι τα ίδια κεφάλαια των εταιριών αυτών ανέρχονται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες ευρώ.
6. Προκειμένου να κρίνει τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με απόφαση της κατά τρόπο γενικό ή σε συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να απαιτεί την υποβολή και άλλων στοιχείων.
7. Στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η Α.Ε.Ε.Δ..
8. Για κάθε τροποποίηση καταστατικού Α.Ε.Ε.Δ. απαιτείται προηγουμένως έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
9. Σε περίπτωση μεταβολής μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Α.Ε.Ε.Δ. ή των διευθυντικών της στελεχών, η Α.Ε.Ε.Δ. υποβάλλει για τα νέα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, αμέσως μετά την εκλογή τους, και για τα διευθυντικά στελέχη, αμέσως μετά το διορισμό τους, τα στοιχεία που προβλέπονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει την καταλληλότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή των διευθυντικών στελεχών, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5.
10. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κρίνοντας βάσει της αξιοπιστίας, καταλληλότητας και επαγγελματικής εμπειρίας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των διευθυντικών στελεχών και μετόχων Α.Ε.Ε.Δ. που κατέχουν ειδική συμμετοχή αναλόγως της θέσεως εκάστου, να απαιτήσει την απομάκρυνση των προσώπων από το Διοικητικό Συμβούλιο της Α.Ε.Ε.Δ., την απομάκρυνση των διευθυντικών στελεχών, τη συμπλήρωση της στελέχωσης της εταιρίας ή και τη μείωση της συμμετοχής στην εταιρία μετόχου που κατέχει ειδική συμμετοχή, εφόσον κρίνει ότι τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση των συμφερόντων των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της Α.Ε.Ε.Δ., καθώς και της κεφαλαιαγοράς. Αν η Α.Ε.Ε.Δ. δεν συμμορφωθεί εντός ευλόγου χρόνου στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία δύναται, πέραν της επιβολής των κυρώσεων της παραγράφου 9 του άρθρου 30, να λάβει και τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 30β και 30γ.
11. Μέτοχος Α.Ε.Ε.Δ. ο οποίος προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να κατέρχεται των ορίων του 1/10, του 1/5, του 1/3, του 1/2 ή των 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρεία παύσει να είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών. Επίσης, όποιος προτίθεται να αγοράσει μετοχές Α.Ε.Ε.Δ., έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του 1/10, του 1/5, του 1/3, του 1 /2 ή των 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία πρόκειται να καταστεί θυγατρική του αποκτώντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν μήνα πριν από την αγορά των μετοχών, υποβάλλοντας σε αυτή τα στοιχεία που προβλέπονται στην περίπτωση δ΄ της παραγράφου 5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει την καταλληλότητα του αποκτώντος, με την ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων της περίπτωσης δ΄ της παραγράφου 5 και μπορεί να απαγορεύσει τη μεταβίβαση εφόσον κρίνει ότι τίθεται σε κίνδυνο η χρηστή διαχείριση της Α.Ε.Ε.Δ..

Άρθρο 30β
Ανάκληση άδειας λειτουργίας
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας Α.Ε.Ε.Δ. στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,
β) εάν η Α.Ε.Ε.Δ. έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις διατάξεων της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά, που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς,
γ) εάν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων Α.Ε.Ε.Δ. σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της είναι μικρότερο των πενήντα χιλιάδων ευρώ, ή
δ) εάν η Α.Ε.Ε.Δ. δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έξι μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.
2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην Α.Ε.Ε.Δ. τις ελλείψεις ή παραβάσεις που έχει διαπιστώσει και την καλεί μέσα σε προθεσμία τουλάχιστον δέκα ημερών από τη γνωστοποίηση να παράσχει εξηγήσεις και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη τις απόψεις της Α.Ε.Ε.Δ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.
3. Εάν ανακληθεί η άδεια λειτουργίας Α.Ε.Ε.Δ., η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, εποπτεύουσα αρχή, η οποία ανακαλεί την άδεια συστάσεως της εταιρίας εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σε αυτήν της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

Άρθρο 30γ
Προσωρινή Αναστολή Άδειας Λειτουργίας
1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας Α. Ε. Ε.Δ., όταν διαπιστώνει ότι αυτή παραβιάζει τη νομοθεσία της κεφαλαιαγοράς έτσι ώστε η λειτουργία της να δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται από την αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην Α.Ε.Ε.Δ. σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.
2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην Α.Ε.Ε.Δ. με κάθε πρόσφορο μέσο. Περίληψη της αποφάσεως δημοσιεύεται στο ημερήσιο δελτίο τιμών του χρηματιστηρίου. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της εταιρείας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Δ.. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της Α.Ε.Ε.Δ., η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε ημέρες κατ’ ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.
3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της Α.Ε.Ε.Δ. εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 8 του άρθρου 7 του ν. 2836/2000.»

1. Οι υφιστάμενες κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου ανώνυμες εταιρίες λήψης και διαβίβασης εντολών (Α.Ε.Λ.Δ.Ε.) υποβάλλουν αίτηση μαζί με τα απαραίτητα δικαιολογητικά προκειμένου να λάβουν άδεια λειτουργίας και να μετατραπούν σε Α. Ε.Ε.Δ. το αργότερο δώδεκα μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

2. Εάν Α.Ε.Λ.Δ.Ε. δε συμμορφωθεί με τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ή σε περίπτωση που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απαγορεύει τη λειτουργία της, ενημερώνοντας την αρμόδια, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρείες, εποπτεύουσα αρχή, η οποία και υποχρεούται να ανακαλέσει την άδεια σύστασης της εταιρείας, εφόσον η εταιρεία δεν έχει αποφασίσει τη μεταβολή του σκοπού της.

3. Μέχρι τη μετατροπή των υφιστάμενων Α.Ε.Λ.Δ.Ε. σε Α.Ε.Ε.Δ. ή την απαγόρευση λειτουργίας τους σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, εφαρμόζονται αναλόγως στις υφιστάμενες Α.Ε.Λ.Δ.Ε. οι διατάξεις των παραγράφων 4 έως 9 του άρθρου 30 και των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 30α του ν. 2396/1996, όπως τροποποιούνται με τον παρόντα νόμο, καθώς και κάθε άλλη διάταξη που αναφέρεται σε αυτές.

4. Κατά τα λοιπά όπου στη νομοθεσία αναφέρεται «εταιρία λήψης και διαβίβασης εντολών» ή «Α.Ε.Λ.Δ.Ε.» ή «Ε.Λ.Δ.Ε.» νοείται εφεξής η «ανώνυμη εταιρία επενδυτικής διαμεσολάβησης» και «Α.Ε.Ε.Δ.».

1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του ν. 1806/1988 τροποποιείται ως εξής:
«5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας εν όλω ή και εν μέρει, ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες για τις οποίες παρεσχέθη σε αυτήν η άδεια λειτουργίας στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,
β) εάν η χρηματιστηριακή εταιρεία δεν πληροί τις προϋποθέσεις των άρθρων 32 έως 38 του ν. 2396/1996 (ΦΕΚ 73 Α΄) για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων,
γ) εάν η χρηματιστηριακή εταιρεία έχει υποπέσει σε σοβαρές παραβάσεις διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας, που καθιστούν τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς και
δ) εάν η χρηματιστηριακή εταιρεία δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έξι μηνών από την ημερομηνία χορήγησης της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον έξι μηνών.
Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στη χρηματιστηριακή εταιρία τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και της γνωστοποιεί την πρόθεση της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντας της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν απαιτείται, τα κατάλληλα μέτρα. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της χρηματιστηριακής εταιρίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.»

2. Μετά την παράγραφο 9 του άρθρου 4α του ν. 1806/1988, προστίθενται νέες παράγραφοι 10 και 11, με αντίστοιχη αναρίθμηση των υφιστάμενων παραγράφων 10 και 11 σε 12 και 13, ως εξής:
«10. Η παράγραφος 9 του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζεται και η εκκαθάριση που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920 συνεχίζεται από τους ήδη διορισθέντες Επόπτη και εκκαθαριστή εάν έχει ασκηθεί αγωγή κατά των μελών του διοικητικού συμβουλίου της υπό εκκαθάριση εταιρίας ή κατά των μετόχων αυτής αγωγή από την υπό εκκαθάριση εταιρία ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη ή οι παραπάνω έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για ποινικά αδικήματα, που έχουν τελέσει κατά τη διάρκεια λειτουργίας της εταιρείας, ή έχουν ήδη καταδικασθεί.
11. Εάν η εταιρεία, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο Επόπτης ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί να ζητήσει από το Δικαστήριο να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της εταιρίας από τα μητρώα των ανωνύμων εταιρειών. Η απόφαση του Δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του Επόπτη.»

3. Η ισχύς της παραγράφου 10 του άρθρου 4α του ν. 1806/1988, όπως προστέθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3283/2004 με τον οποίο είχε προστεθεί η παράγραφος 9 στο ίδιο άρθρο.

4. Μετά το άρθρο 4α του ν. 1806/1988, προστίθεται νέο άρθρο 4β ως εξής:
«Άρθρο 4β
1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή - πελάτη υπό εκκαθάριση εταιρίας κατά τις διατάξεις του άρθρου 4α ανακοινώνεται από τον επόπτη εκκαθάρισης στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή-πελάτη υπό εκκαθάριση εταιρίας ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρείας.
2. Οι επενδυτές - πελάτες ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτιδα εταιρία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία ή στην ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.
3. Αν ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία ή ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:
α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή
β) υφίσταται απαίτηση της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζονται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.
4. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε επενδυτές - πελάτες της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία δεν περιλαμβάνονται μόνον τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους επενδυτές - πελάτες της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, αλλά και χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ανώνυμη χρηματιστηριακή εταιρεία ή η ανώνυμη εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών για λογαριασμό επενδυτών - πελατών, τα οποία συνδέονται με την παροχή από την εν λόγω εταιρία στους επενδυτές - πελάτες επενδυτικών υπηρεσιών και επί των οποίων η απαίτηση των επενδυτών - πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.
5. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, τα οποία ανήκουν σε πελάτες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.»

1. Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 5 του ν. 2471/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Σε περίπτωση που η εκκρεμότητα αφορά στη μη καταβολή του τιμήματος χρηματιστηριακής συναλλαγής από το υπερήμερο μέλος, το μέλος του Χρηματιστηρίου Αξιών που θα λαμβάνει τη σχετική εντολή του Χρηματιστηρίου Αθηνών θα εκπληρώνει την υποχρέωση του υπερήμερου μέλους και θα παραλαμβάνει για λογαριασμό του Χρηματιστηρίου Αθηνών τις αντίστοιχες κινητές αξίες. Οι κινητές αξίες που αποκτώνται με αυτόν τον τρόπο περιέρχονται στο Κεφάλαιο και εκποιούνται από αυτό εντός του αντικειμενικώς απαιτούμενου χρόνου λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της αγοράς.»

2. Οι παράγραφοι 4 έως 6 του άρθρου 5 του ν. 2471/1997 αντικαθίστανται ως εξής:
«4. Εφόσον από την ενεργοποίηση του Κεφαλαίου κατά τις προηγούμενες διατάξεις, μετά και τη ρευστοποίηση των κινητών αξιών που περιέρχονται στο Κεφάλαιο κατά την παράγραφο 3, έχει υποστεί ζημία το Κεφάλαιο, ικανοποιείται τούτο, πρώτα από την ασφάλεια που τυχόν έχει παρασχεθεί υπέρ του Κεφαλαίου από το υπερήμερο μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 11 του άρθρου 6 του νόμου αυτού και στη συνέχεια από τη μερίδα του υπερήμερου μέλους στο Κεφάλαιο. Ως μερίδα νοείται το σύνολο των κάθε είδους εισφορών του μέλους στο Κεφάλαιο, πλέον των προσόδων που αναλογούν σε αυτές. Η ζημία του Κεφαλαίου υπολογίζεται ως η διαφορά κάθε ποσού το οποίο εκταμίευσε το Κεφάλαιο για τη διενέργεια συναλλαγών σε υποκατάσταση του υπερήμερου μέλους, μείον το ποσό που περιήλθε στο Κεφάλαιο από τη ρευστοποίηση των κινητών αξιών τις οποίες απέκτησε το Κεφάλαιο έχοντας υποκαταστήσει το υπερήμερο μέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 3. Επί του ποσού οφειλής υπερήμερου μέλους προς το Κεφάλαιο λογίζονται τόκοι υπερημερίας από την ημέρα εκταμίευσης.
5. Επιφυλασσομένων των διατάξεων της χρηματιστηριακής νομοθεσίας για την επιβολή άλλων κυρώσεων, το υπερήμερο μέλος δεν δικαιούται να διενεργήσει συναλλαγές στο χρηματιστήριο πριν αναπληρώσει πλήρως τη μερίδα του στο Κεφάλαιο και εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος άρθρου. Η διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 7 ισχύει και ως προς τα καταβαλλόμενα από το μέλος χρηματικά ποσά προς συμπλήρωση της μερίδας του στο Κεφάλαιο και προς εκπλήρωση κάθε υποχρεώσεως του προς αυτό.
6. Εάν η μερίδα του υπερήμερου μέλους στο Κεφάλαιο δεν επαρκεί για την κάλυψη της ζημίας του Κεφαλαίου, το Κεφάλαιο έχει σχετική αξίωση αποζημίωσης κατά του υπερήμερου μέλους. Η ζημία αυτή, έως ότου καλυφθεί κατά κεφάλαιο, μειώνει αναλόγως τις μερίδες των λοιπών μελών του Επικουρικού Κεφαλαίου. Η αξίωση της παρούσας παραγράφου εξακολουθεί να υφίσταται και σε περίπτωση απώλειας της ιδιότητας του μέλους.»

3. Η παράγραφος 2 του άρθρου 6 του ν. 2471/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ύστερα από γνώμη του Χρηματιστηρίου Αθηνών και του διαχειριστή του Κεφαλαίου δύνανται να καθορίζονται:
α) τα κριτήρια για τον προσδιορισμό και υπολογισμό του ύψους της αρχικής εισφοράς νέων μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών,
β) τα κριτήρια για τον προσδιορισμό και υπολογισμό του ύψους του Κεφαλαίου και της μερίδας σε αυτό των μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών, καθώς και την αναπροσαρμογή τους,
γ) οι προϋποθέσεις επιβολής στα μέλη του Χρηματιστηρίου Αθηνών συμπληρωματικών, εφάπαξ ή περιοδικών, εισφορών προς αναπλήρωση ή επαύξηση της μερίδας τους ή επιστροφής σε αυτά χρηματικών ποσών από τη μερίδα τους, ιδίως λόγω μεταβολής του ύψους της,
δ) σε περίπτωση μεταβολής του ύψους της μερίδας των μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Κεφάλαιο (αα) η διαδικασία, η προθεσμία και οι όροι καταβολής των συμπληρωματικών εισφορών από τα μέλη του Χρηματιστηρίου προς το Κεφάλαιο, προς αναπλήρωση ή επαύξηση της μερίδας τους, καθώς και οι συνέπειες της μη εμπρόθεσμης καταβολής και (ββ) η διαδικασία, η προθεσμία και οι προϋποθέσεις επιστροφής στα μέλη του Χρηματιστηρίου Αθηνών χρηματικών ποσών από τη μερίδα τους στο Κεφάλαιο,
ε) οι προϋποθέσεις επιστροφής σε μέλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών της μερίδας του στο Κεφάλαιο λόγω απώλειας της ιδιότητας του μέλους στο Χρηματιστήριο Αθηνών, καθώς και
στ) κάθε άλλο σχετικό ειδικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.
Το ακριβές ποσό που οφείλουν να καταβάλουν (α) τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Κεφάλαιο σε περίπτωση αρχικής εισφοράς και συμπληρωματικών εισφορών και (β) το Κεφάλαιο στα μέλη του Χρηματιστηρίου Αθηνών σε περίπτωση επιστροφής χρηματικών ποσών από τη μερίδα τους στο Κεφάλαιο ορίζεται από τον διαχειριστή του Κεφαλαίου. Ο διαχειριστής του Κεφαλαίου γνωστοποιεί τις παραπάνω αποφάσεις του στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χωρίς υπαίτια βραδύτητα.»

4. Στο τέλος του άρθρου 6 του ν. 2471/1997, προστίθενται παράγραφοι 10, 11, 12, 13 και 14, που έχουν ως εξής:
«10. Οι πρόσοδοι από τη διαχείριση των διαθεσίμων του Κεφαλαίου προσαυξάνουν αναλόγως τις μερίδες των μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Κεφάλαιο. Σε περίπτωση συμπληρωματικών εισφορών μέλους του Χρηματιστηρίου Αθηνών στο Κεφάλαιο αυξάνεται αναλόγως η μερίδα του και σε περίπτωση απόδοσης χρηματικών ποσών σε μέλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών από τη μερίδα του στο Κεφάλαιο, μειώνεται αναλόγως η μερίδα του σε αυτό.
11. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Χρηματιστηρίου Αθηνών, μπορεί να επιβάλλεται στα μέλη των αγορών κινητών αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών η υποχρέωση παροχής ασφάλειας υπέρ του Κεφαλαίου για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που αυτά αναλαμβάνουν με τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών στην εν λόγω αγορά, εάν οι συναλλαγές που διενεργούν υπερβαίνουν το ημερήσιο όριο συναλλαγών που καθορίζεται με την απόφαση αυτή.
12. Με την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της παραγράφου 11 καθορίζεται (α) η μορφή, το ύψος και η μέθοδος υπολογισμού της παρεχόμενης ασφάλειας σε σχέση με το όριο συναλλαγών και (β) η μέθοδος υπολογισμού του ορίου συναλλαγών, ιδίως σε συνάρτηση με το ύψος της μερίδας του κάθε μέλους στο Κεφάλαιο. Η παραπάνω απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για τον υπολογισμό των εκκρεμών υποχρεώσεων των μελών δύναται να λαμβάνει υπόψη και τον κίνδυνο που αναλαμβάνει κάθε μέλος από τις συναλλαγές που αυτό καταρτίζει χωρίς αυτές να έχουν ακόμη εκκαθαρισθεί. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να εξαιρεί από τους υπολογισμούς των προηγούμενων εδαφίων συναλλαγές οι οποίες δεν θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο το σύστημα εκκαθάρισης συναλλαγών των αγορών αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών και να θεσπίζει ειδικούς κανόνες για τον υπολογισμό τους, σε σχέση με το όριο συναλλαγών ή και σε συνάρτηση με τις εντολές που εισάγονται στο Σύστημα Συναλλαγών, καθώς και με άλλα κριτήρια που αυτή θα καθορίζει.
13. Η παροχή της ασφάλειας που ορίζεται με την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 11 αποτελεί προϋπόθεση για τη συμμετοχή των μελών του Χρηματιστηρίου Αθηνών στη συνεδρίαση της Αγοράς Αξιών του Χρηματιστηρίου Αθηνών προς διενέργεια συναλλαγών και θα καλύπτει την προξενηθείσα ζημία του Κεφαλαίου, σε περίπτωση ενεργοποίησης του κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Εφόσον η ασφάλεια έχει παρασχεθεί υπό μορφή τραπεζικής εγγυητικής επιστολής, αυτή καταπίπτει, μερικώς ή ολικώς, υπέρ του Κεφαλαίου εκπροσωπουμένου από τον διαχειριστή του από την επόμενη εργάσιμη ημέρα της διαπίστωσης της προξενηθείσας ζημίας του Κεφαλαίου, εφαρμοζομένων κατά τα λοιπά των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 5. Εφόσον η ασφάλεια συνίσταται σε ενεχυρίαση χρηματοπιστωτικών μέσων, το Κεφάλαιο, ως ασφαλειολήπτης, μέσω του διαχειριστή του, μετά τη διαπίστωση της προξενηθείσας ζημίας του Κεφαλαίου κατά τα ανωτέρω, προχωρεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα σε εκποίηση των ενεχυριασμένων χρηματοπιστωτικών μέσων, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ 263 Α΄) είτε χρηματιστηριακώς μέσω μέλους του Χρηματιστηρίου Αθηνών που ο ίδιος ορίζει είτε εξωχρηματιστηριακώς ή εφόσον οι τίτλοι είναι ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, εισπράττοντας για ίδιο λογαριασμό τις εξ αυτών απαιτήσεις. Ο διαχειριστής του Κεφαλαίου επιλέγει, κατά την κρίση του, από τα ενεχυρασμένα χρηματοπιστωτικά μέσα εκείνα που θα εκποιήσει ή θα εισπράξει προς ικανοποίηση των ασφαλισμένων απαιτήσεων. Από το προϊόν της εκποίησης ή ρευστοποίησης ικανοποιούνται, κατά προτεραιότητα έναντι παντός άλλου πιστωτή, οι ασφαλιζόμενες απαιτήσεις και συγκεκριμένα ικανοποιούνται κατά σειρά οι δαπάνες, οι τόκοι και το κεφάλαιο. Ο διαχειριστής του Κεφαλαίου παρακρατεί το ποσό που απαιτείται προς ικανοποίηση των ασφαλισμένων απαιτήσεων του Κεφαλαίου και φέρει το τυχόν υπόλοιπο σε πίστωση του οφειλέτη. Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της παραγράφου 11 μπορεί να καθορίζει οποιοδήποτε θέμα ως προς τη διαδικασία και τους κανόνες παροχής της ασφάλειας, την αποδεκτή μορφή ασφαλειών και ως προς οποιοδήποτε άλλο ειδικό θέμα σχετικά με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.
14. Με απόφαση του διαχειριστή του Κεφαλαίου, η οποία γνωστοποιείται χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, δύνανται να καθορίζονται ειδικότερα θέματα που προκύπτουν από την ενεργοποίηση του Κεφαλαίου, την εκποίηση τίτλων που αποκτώνται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 5, καθώς και κάθε άλλο ειδικότερο θέμα λειτουργίας του Κεφαλαίου.»

Μετά το άρθρο 6 του ν. 2471/1997 προστίθεται νέο άρθρο 6α ως εξής:
«Άρθρο 6α
Απόδοση της μερίδας του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση λύσης Α.Χ.Ε.
1. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1 του άρθρου 6β του παρόντος νόμου, εάν λυθεί το νομικό πρόσωπο που είναι μέλος του Χρηματιστηρίου Αθηνών, η μερίδα του εν λόγω μέλους στο Επικουρικό Κεφάλαιο αποδίδεται σε αυτό έναν μήνα μετά την καταχώριση στο οικείο Μητρώο του Υπουργείου Ανάπτυξης της απόφασης του Υπουργού Ανάπτυξης που εγκρίνει την απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της εταιρίας για λύση και εκκαθάριση της, ή άλλης αντίστοιχης απόφασης που άγει στη λύση του νομικού προσώπου χωρίς εκκαθάριση, ή προκειμένου περί αλλοδαπών νομικών προσώπων από της κατά το οικείο δίκαιο λύσης του νομικού προσώπου, και όχι πριν παρέλθουν τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες από την κοινοποίηση της απόφασης αυτής στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
2. Αξιώσεις του Επικουρικού Κεφαλαίου κατά μέλους του συμψηφίζονται με την απαίτηση του μέλους για την απόδοση της μερίδας του, κατά το μέρος που αυτές καλύπτονται.
3. Ο διαχειριστής του Επικουρικού Κεφαλαίου υπολογίζει την αξία της μερίδας της υπό εκκαθάριση εταιρίας σε αυτό και το καταβλητέο σε αυτήν ποσό. Η απόφαση του διαχειριστή για την καταβολή γνωστοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μετά την καταβολή χωρίς υπαίτια βραδύτητα.»

Μετά το άρθρο 6α του ν. 2471/1997, όπως προστέθηκε με το προηγούμενο άρθρο του νόμου αυτού, προστίθεται νέο άρθρο 6β ως εξής:
«Άρθρο 6β
Απόδοση της μερίδας του Επικουρικού Κεφαλαίου σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας Α.Χ.Ε.
1. Εάν Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρεία ή εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών έχει τεθεί στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου 4α του ν. 1806/1988, η μερίδα της εν λόγω εταιρίας στο Επικουρικό Κεφάλαιο αποδίδεται σε αυτήν έναν μήνα μετά την κοινοποίηση στο διαχειριστή του Κεφαλαίου της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για το διορισμό Επόπτη.
2. Με το χρηματικό ποσό που αποδίδεται στην Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρία από τη μερίδα της στο Επικουρικό Κεφάλαιο βάσει της παραγράφου 1 ικανοποιούνται κατ’ απόλυτη προτεραιότητα οι απαιτήσεις των επενδυτων - πελατών της Ανώνυμης Χρηματιστηριακής Εταιρίας από παροχή σε αυτούς επενδυτικών υπηρεσιών.
3. Οι απαιτήσεις των επενδυτών-πελατών της Ανώνυμης Χρηματιστηριακής Εταιρίας της παραγράφου 1 ικανοποιούνται προνομιακώς από το χρηματικό ποσό που αποδίδεται στην Ανώνυμη Χρηματιστηριακή Εταιρία κατά την παράγραφο 1 κατατασσόμενες ως προνομιούχες πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ..»

1. Η παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Το πενήντα ένα τοις εκατό (51 %) τουλάχιστον του μετοχικού κεφαλαίου της Α.Ε.Δ.Α.Κ. πρέπει να ανήκει:
α) σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς συνεταιρισμούς του ν. 1667/1986 (ΦΕΚ196 Α΄), εφόσον έχουν ο καθένας από αυτούς ελάχιστο ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο προς το εκάστοτε οριζόμενο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος, ή σε μία, ή περισσότερες Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ασφαλιστικές εταιρείες, εφόσον η καθεμία από αυτές τις Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή ασφαλιστικές εταιρείες έχει ελάχιστο ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο προς το ήμισυ του εκάστοτε οριζόμενου ελάχιστου μετοχικού κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος, ή
β) σε μία ή περισσότερες εταιρείες συμμετοχών, που έχουν ελάχιστο ολοσχερώς καταβεβλημένο μετοχικό κεφάλαιο τουλάχιστον ίσο προς το εκάστοτε οριζόμενο ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο πιστωτικού ιδρύματος και των οποίων η κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση ποσοστού τουλάχιστον πενήντα ένα τοις εκατό των ιδίων κεφαλαίων τους σε πιστωτικά ιδρύματα, ή ασφαλιστικές εταιρείες ή Α.Ε.Π.Ε.Υ. ή Α.Ε.Δ.Α.Κ., ή
γ) σε ένα ή περισσότερα ασφαλιστικά ταμεία που έχουν ελάχιστο ύψος αποθεματικού τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να αναπροσαρμόζεται το ελάχιστο ύψος αποθεματικού των ασφαλιστικών ταμείων.
Α.Ε.Δ.Α.Κ. οι οποίες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις της παρούσας παραγράφου οφείλουν να προσαρμοστούν εντός ενός (1) έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

2. Στο άρθρο 14 του ν. 3283/2004 προστίθεται μετά την παράγραφο 7 νέα παράγραφος 8 που έχει ως εξής:
«8. Επιτρέπεται η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων που αναπαράγουν χρηματιστηριακούς δείκτες. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίζονται οι ελάχιστοι όροι για την εισαγωγή μεριδίων σε οργανωμένη αγορά, οι όροι και προϋποθέσεις για την καταχώριση, τη διαπραγμάτευση και την εκκαθάριση τους, οι υποχρεώσεις που βαρύνουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σχετικά με τα μερίδια αυτά, περιλαμβανομένης της υποχρέωσης διορισμού ειδικού διαπραγματευτή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια. Στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 3152/2003 μπορεί να ρυθμίζονται θέματα σχετικά με την εισαγωγή των παραπάνω μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, τους όρους διαπραγμάτευσης τους και τις υποχρεώσεις που βαρύνουν τους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και τις εταιρείες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων σχετικά με τα μερίδια αυτά.»

3. Η παράγραφος 3 του άρθρου 20 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. αποτιμά τα στοιχεία του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:
α) Η αξία των εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά κινητών αξιών και μέσων χρηματαγοράς αποτιμάται με βάση την τιμή κλεισίματος των χρηματιστηριακών συναλλαγών τοις μετρητοίς της ίδιας ημέρας. Σε οργανωμένες αγορές που λειτουργούν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η αποτίμηση με βάση την τιμή του προηγούμενου εδαφίου δεν είναι εφικτή για λόγους διαφοράς ώρας, η αξία αποτιμάται με βάση την τιμή κλεισίματος της προηγούμενης εργάσιμης ημέρας των ανωτέρω αγορών.
β) Η αξία των εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων αποτιμάται με βάση την τιμή κλεισίματος, ή σε περίπτωση που αυτή δεν ορίζεται, με βάση την τιμή της τελευταίας πράξης, που δημοσιεύει το χρηματιστήριο για τις συναλλαγές της ίδιας ημέρας. Σε οργανωμένες αγορές που λειτουργούν εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν η αποτίμηση με βάση την τιμή του προηγούμενου εδαφίου δεν είναι εφικτή για λόγους διαφοράς ώρας, η αξία αποτιμάται με βάση την τιμή που έχουν δημοσιεύσει τα χρηματιστήρια των ανωτέρω αγορών για την προηγούμενη εργάσιμη ημέρα.
γ) Εάν δεν έχει καταρτισθεί χρηματιστηριακή συναλλαγή την ημέρα της αποτίμησης, λαμβάνεται υπόψη η τιμή της προηγούμενης ημέρας συνεδρίασης της οργανωμένης αγοράς και εάν δεν έχει ούτε και εκείνη την ημέρα καταρτισθεί χρηματιστηριακή συναλλαγή λαμβάνεται υπόψη η τελευταία τιμή προσφοράς ή ζήτησης.
δ) Εάν σε οργανωμένη αγορά, στην οποία είναι εισηγμένες οι κινητές αξίες και τα μέσα χρηματαγοράς, ισχύει το σύστημα της ενιαίας τιμής, για τον προσδιορισμό της αξίας τους λαμβάνεται υπόψη η ενιαία τιμή.
ε) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με αποφάσεις της να καθορίζει κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους γίνεται η αποτίμηση της αξίας στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, τα οποία δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή δεν είναι εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά.»

4. Η παρ. 2 του άρθρου 22 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23, οι επενδύσεις του αμοιβαίου κεφαλαίου της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 21 δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το δέκα τοις εκατό (10%) του καθαρού ενεργητικού του. Για τον υπολογισμό των επενδυτικών ορίων του παρόντος άρθρου δεν λαμβάνονται υπόψη οι επενδύσεις που έχει πραγματοποιήσει το αμοιβαίο κεφάλαιο σύμφωνα με την παράγραφο αυτή.»

5. Η παρ. 5 του άρθρου 25 του ν. 3283/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Η Α.Ε.Δ.Α.Κ. διασφαλίζει ότι ο συνολικός κίνδυνος σε παράγωγα χρηματοοικονομικά μέσα στον οποίο εκτίθεται το χαρτοφυλάκιο του αμοιβαίου κεφαλαίου δεν υπερβαίνει το καθαρό ενεργητικό του. Η έκθεση κινδύνου υπολογίζεται με βάση την τρέχουσα αξία των υποκείμενων στοιχείων του ενεργητικού του αμοιβαίου κεφαλαίου, τον κίνδυνο αντισυμβαλλομένου, τις μελλοντικές κινήσεις της αγοράς και το διαθέσιμο χρόνο για τη ρευστοποίηση των θέσεων.»

6. Η παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 3282/2004 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Επιτρέπεται υπέρβαση των ορίων που τίθενται στις διατάξεις των άρθρων 22, 23, 24 και 26 όταν το αμοιβαίο κεφάλαιο ασκεί δικαιώματα που συνδέονται με κινητές αξίες ή μέσα χρηματαγοράς που κατέχει ή η υπέρβαση των ορίων είναι αποτέλεσμα συγχώνευσης εταιρειών. Το αμοιβαίο κεφάλαιο υποχρεούται να εκποιήσει ό,τι απέκτησε καθ’ υπέρβαση των ορίων που τίθενται στα άρθρα 22,23,24 και 26 εντός τριών (3) μηνών από την απόκτηση του με γνώμονα το συμφερόντων μεριδιούχων.»

1. Στο άρθρο 1 του ν. 3152/2003 αντικαθίστανται οι παράγραφοι 7 έως 9 και προστίθεται νέα παράγραφος 10 ως εξής:
«7. α) Το Χρηματιστήριο Αθηνών εξαιρείται από τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού.
β) Ειδικά ως προς το Χρηματιστήριο Αθηνών, ο έλεγχος καταλληλότητας της διοίκησης, των ανώτατων διευθυντικών στελεχών και των μετόχων διενεργείται κατά την πρώτη μεταβολή στη διοίκηση ή κατά την πρώτη μεταβίβαση μετοχών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού.
8. Με την εξαίρεση της αγοράς που αναφέρεται στο άρθρο 26 παρ. 1 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α΄), τα χρηματιστήρια και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων που λειτουργούν στην Ελλάδα εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η εποπτεία περιλαμβάνει την τήρηση της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά, τη λειτουργική επάρκεια και αξιοπιστία των αγορών, την τήρηση των διατάξεων του Κανονισμού του χρηματιστηρίου και εν γένει την εύρυθμη λειτουργία του χρηματιστηρίου, εφαρμοζόμενης σε κάθε περίπτωση της παρ. 10 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991.
9. Αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων του χρηματιστηρίου με τις οποίες τροποποιούνται διατάξεις του καταστατικού που αφορούν στην επωνυμία, την έδρα και το σκοπό της εταιρείας, καθώς και αποφάσεις που αφορούν στη συγχώνευση, διάσπαση, μετατροπή ή λύση της ή την εκκαθάριση της περιουσίας της, εγκρίνονται κατά τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 4 του κ.ν. 2190/1920, εφόσον προηγουμένως τις έχει εγκρίνει, ως προς τη σκοπιμότητα τους, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η έγκριση αυτή απαιτείται και για τις αντίστοιχες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης των μετόχων εταιρίας που συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο του χρηματιστηρίου με ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατό (10%).
10. Η εισαγωγή σε χρηματιστήριο κινητών αξιών εταιρίας που συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο του ίδιου του χρηματιστηρίου με ποσοστό ανώτερο του δέκα τοις εκατό (10%), καθώς και κινητών αξιών εταιριών που περιλαμβάνονται στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της εταιρίας αυτής, γίνεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

2. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3152/2003 αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να καθορίζει τους όρους και τη διαδικασία για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας οργανωμένης αγοράς που προβλέπεται από την παράγραφο 6 του άρθρου 1. Η απόφαση αυτή ορίζει τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνεται η δυνατότητα υποστήριξης της αγοράς από το χρηματιστήριο και η επάρκεια των τεχνικών του μέσων, τα μέτρα προστασίας των συμφερόντων του επενδυτικού κοινού και μείωσης του κινδύνου, καθώς και τη διαδικασία ενημέρωσης των εποπτικών αρχών ως προς τη λειτουργία της αγοράς για την οποία χορηγείται άδεια. Με την ίδια απόφαση ορίζονται οι κανόνες λειτουργίας των οργανωμένων αγορών, που πρέπει τουλάχιστον να περιλαμβάνονται στον Κανονισμό που εκδίδει το χρηματιστήριο σύμφωνα με το άρθρο 3. Με την απόφαση αυτή προβλέπονται επίσης και οι όροι υπό τους οποίους ορίζονται στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου αυστηρότερες ή πρόσθετες προϋποθέσεις εισαγωγής χρηματοπιστωτικών μέσων και η διαδικασία εισαγωγής τους σε οργανωμένη αγορά. Ιδίως, μπορεί να προβλέπονται τα χαρακτηριστικά στοιχεία κάθε οργανωμένης αγοράς, όπως η κατηγορία ή το είδος των κινητών αξιών ή των άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στην αγορά αυτή, η φύση και οι ιδιαιτερότητες της δραστηριότητας των επιχειρήσεων που εκδίδουν τις κινητές αξίες ή ο κύκλος εργασιών τους, η υποχρέωση τήρησης των ελάχιστων προϋποθέσεων εισαγωγής κινητών αξιών προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά, οι γενικές προϋποθέσεις με βάση τις οποίες μπορεί να τίθενται στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου οι όροι μετάταξης ή μεταφοράς των κινητών αξιών από μία οργανωμένη αγορά σε άλλη, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.»

3. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3152/2003 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Με τον κανονισμό ρυθμίζονται ιδίως θέματα σχετικά με:
α) τη διοικητική οργάνωση και λειτουργία των οργανωμένων αγορών του χρηματιστηρίου,
β) τη διαδικασία εισαγωγής κινητών αξιών για διαπραγμάτευση στις αγορές του χρηματιστηρίου,
γ) την αναγκαία διασπορά των κινητών αξιών τους στο ευρύ κοινό, καθώς και τη διαδικασία επίτευξης διασποράς μέσω του χρηματιστηρίου κινητών αξιών κατά την πρώτη εισαγωγή τους, στην οποία δεν ισχύουν το ανώτατο και κατώτατο όριο του ύψους τιμών όπως προσδιορίζονται στις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 4 του π.δ. 348/1985,
δ) τις υποχρεώσεις των εισηγμένων εταιρειών,
ε) τη θέσπιση ειδικών κατηγοριών διαπραγμάτευσης των κινητών αξιών και τις περιπτώσεις μετάταξης τους σε άλλη κατηγορία,
στ) τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των ήδη εισηγμένων εταιρειών,
ζ) την παρακολούθηση των συναλλαγών επί των κινητών αξιών και της μεταβολής των ποσοστών των βασικών μετόχων των εταιρειών,
η) την προσωρινή διακοπή διαπραγμάτευσης των κινητών αξιών κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης,
θ) τα διαδικαστικά θέματα που αφορούν στην αναστολή διαπραγμάτευσης κινητών αξιών και τις προϋποθέσεις επαναδιαπραγμάτευσης των κινητών αξιών που ήταν σε αναστολή,
ι) τους λόγους για τους οποίους μπορεί να ζητήσει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη διαγραφή κινητών αξιών,
ια) τα κριτήρια και τις γενικές κατευθύνσεις για τον καθορισμό των δικαιωμάτων εγγραφής, των πάσης φύσεως δικαιωμάτων και της περιοδικής συνδρομής των εταιριών, οι κινητές αξίες των οποίων εισάγονται προς διαπραγμάτευση,
ιβ) την οργάνωση των χρηματιστηριακών συναλλαγών,
ιγ) τη διάρκεια της συνεδρίασης του χρηματιστηρίου,
ιδ) τα τεχνικής φύσεως θέματα για την κατάρτιση των χρηματιστηριακών συμβάσεων και τον τρόπο υπολογισμού της τιμής κλεισίματος στις αγορές του χρηματιστηρίου,
ιε) τη διαπραγμάτευση των κινητών αξιών,
ιστ) τις διαδικασίες απόκτησης και απώλειας της ιδιότητας του μέλους του χρηματιστηρίου,
ιζ) τα κριτήρια και τις γενικές κατευθύνσεις για τον καθορισμό των δικαιωμάτων εγγραφής των εισφορών και της συνδρομής που καταβάλλουν, εφάπαξ ή περιοδικώς, τα μέλη του χρηματιστηρίου,
ιη) τις σχέσεις του χρηματιστηρίου με τα μέλη του και κάθε άλλο θέμα από αυτά που ρυθμίζουν οι καταργούμενες διατάξεις που αναφέρονται στις περιπτώσεις α έως και ια της επόμενης παραγράφου, καθώς και οι συνέπειες της παραβίασης των ρυθμίσεων του Κανονισμού. Ειδικά για το Χρηματιστήριο Αθηνών οι διατάξεις του Κανονισμού που αφορούν στις σχέσεις του Χρηματιστηρίου Αθηνών με τα μέλη του, που αναφέρονται στην υπό ιστ περίπτωση, δεν θα πρέπει να θίγουν τη συνέχεια λειτουργίας των υφιστάμενων κατά τη θέση σε ισχύ του παρόντος νόμου μελών του.»

4. Στο άρθρο 5 του ν. 3152/2003 προστίθεται μετά την παράγραφο 5 νέα παράγραφος 6 που έχει ως εξής:
«6. Το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών (Κ.Α.Α.) και η Εταιρία Εκκαθάρισης Συναλλαγών επί Παραγώγων (ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π.) εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η εποπτεία περιλαμβάνει την τήρηση της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά, τη λειτουργική επάρκεια και αξιοπιστία των κεντρικών μητρώων και των συστημάτων διακανονισμού και εκκαθάρισης συναλλαγών, την τήρηση των διατάξεων των κανονισμών του παρόντος άρθρου και εν γένει την εύρυθμη λειτουργία του Κ.Α.Α. και της ΕΤ.Ε.Σ.Ε.Π, εφαρμοζόμενης σε κάθε περίπτωση της παρ. 10 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991.»

5. Στο άρθρο 2 του ν. 3152/2003 προστίθεται μετά την παράγραφο 4 νέα παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Όπου προβλέπεται στη χρηματιστηριακή νομοθεσία ότι απαιτείται γνώμη ή εισήγηση ή πρόταση του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών για την έκδοση απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η απόφαση αυτή εκδίδεται χωρίς τη γνώμη, εισήγηση ή πρόταση του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών. Εξαιρείται από τη ρύθμιση του προηγούμενου εδαφίου η γνώμη που προβλέπεται στο άρθρο 6 του ν. 2471/1997.»

6. Μετά το άρθρο 5 του ν. 3152/2003 προστίθεται νέο άρθρο 5α ως εξής:
«Άρθρο 5α
Οι κανονισμοί που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 3 και των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 5 του νόμου αυτού, καθώς και οι διενεργούμενες, σύμφωνα με την προβλεπόμενη στο νόμο αυτόν και τους ίδιους τους Κανονισμούς διαδικασία, τροποποιήσεις δεσμεύουν, από τη δημοσίευση της σχετικής εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, τα μέλη του χρηματιστηρίου, τους εκδότες κινητών αξιών που είναι εισηγμένες ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους σε οργανωμένη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορούν οι κανονισμοί.»

1. Το άρθρο 4 του ν. 2836/2000 (ΦΕΚ 168 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 4
1. Υπάλληλοι και στελέχη Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), Ανώνυμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), Ανώνυμων Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.) που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση:
(α) για τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών,
(β) την εκτέλεση εντολών,
(γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών,
(δ) τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και
(ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων, το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η χορήγηση του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας δύναται να ανατίθεται και σε άλλους φορείς με τις αποφάσεις των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου.
2. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, η εξεταστέα ύλη, η διοργάνωση σχετικών σεμιναρίων επιμόρφωσης, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας, τα τέλη που πρέπει να καταβάλουν οι υποψήφιοι και οι εταιρίες στις οποίες απασχολούνται ή πρόκειται να απασχοληθούν και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών επαγγελματικής επάρκειας που έχουν χορηγηθεί με διαδικασία πιστοποίησης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχης με αυτή του παρόντος άρθρου, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων σε άλλους φορείς, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμμετοχή σε εξετάσεις.
3. Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 2 αναφορικά με υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν και ως Ε.Π.Ε.Υ..»

2. Σε υπαλλήλους και στελέχη Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.), περιλαμβανομένων των πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν και ως Ε.Π.Ε.Υ., Εταιριών Λήψης και Διαβίβασης Εντολών (Ε.Λ.Δ.Ε.), Ανώνυμων Εταιριών Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (Α.Ε.Ε.Δ.), Ανώνυμων Εταιριών Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Α.Ε.Δ.Α.Κ.) και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (Α.Ε.Ε.Χ.) χορηγείται πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας χωρίς συμμετοχή στις εξετάσεις εφόσον, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, έχουν αποδεδειγμένη τριετή τουλάχιστον εμπειρία κατά την τελευταία πενταετία στον αντίστοιχο τομέα για τον οποίο ζητείται το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας και εφόσον πληρούνται κατά τα λοιπά οι προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικές αποφάσεις. Με τις αποφάσεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 4 του ν. 2836/2000, όπως τροποποιείται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, καθορίζεται η διαδικασία και ειδικότερα θέματα σχετικά με τη χορήγηση πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας χωρίς συμμετοχή στις εξετάσεις. Μέχρι την έκδοση των αποφάσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 4 του ν. 2836/2000, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, εξακολουθούν να ισχύουν οι υφιστάμενες υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 4 του ν. 2836/2000, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το παρόν άρθρο.

3. Η παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 2836/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας, εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρίας λήψης και διαβίβασης εντολών, ανώνυμης εταιρίας επενδυτικής διαμεσολάβησης όταν διαπιστώνει παράβαση της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να εφαρμόζεται σε ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους.»

4. Στο άρθρο 7 του ν. 2836/2000 προστίθενται μετά την παράγραφο 3 νέες παράγραφοι 4 έως 8, που έχουν ως εξής:
«4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 δύναται να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχος της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της εταιρίας και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την εταιρία, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της εταιρίας που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαρεία αμέλεια.
5. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντα του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 4α του ν. 1806/1988. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ ένα μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.
6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δύναται να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.
7. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την εταιρία της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
8. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρίσταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν προσωποκρατείται ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή της ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.»

1. Στο τέλος της παρ. 19 του άρθρου 1 του ν. 2533/1997 προστίθενται τα εξής:
«19. Ως «παράγωγα» νοούνται συμβάσεις επί χρηματοοικονομικών μέσων, ιδίως συμβάσεις προαίρεσης, υπό προθεσμία και ανταλλαγής δικαιωμάτων επί κινητών αξιών, χρηματιστηριακών δεικτών, μέσων της χρηματαγοράς, συναλλάγματος και επιτοκίων ως και συμβάσεις επί δεικτών εμπορευμάτων, ιδίως ενεργειακών προϊόντων, βασικών ή πολύτιμων μετάλλων ή γεωργικών προϊόντων, και άλλων περιουσιακών στοιχείων, κλιματικών μεταβλητών, ναύλων, αδειών εκπομπής ρύπων, ποσοστών πληθωρισμού ή άλλων επίσημων οικονομικών στατιστικών.»

2. Η παρ. 24 του άρθρου 1 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«24. Ως «υποκείμενες αξίες» νοούνται οι κινητές αξίες, οι δείκτες κινητών αξιών, οι αξίες της χρηματαγοράς και οι άλλες αξίες, επί των οποίων παρέχεται δικαίωμα αγοράς ή πώλησης από παράγωγο ή βάσει των οποίων υπολογίζεται η χρηματιστηριακή αξία των παραγώγων ως και οι δείκτες σε εμπορεύματα, ιδίως σε ενεργειακά προϊόντα, βασικά ή πολύτιμα μέταλλα ή γεωργικά προϊόντα και σε άλλα περιουσιακά στοιχεία, κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, άδειες εκπομπής ρύπων, ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές.»

3. Προστίθεται νέο στοιχείο (V) στην περίπτωση δ΄ της παρ. 2 του άρθρου 31 του ν. 2533/1997, που έχει ως εξής:
«(V) η μορφή, έντυπη ή ηλεκτρονική, στην οποία μπορεί να υποβάλλονται ή να τηρούνται τα βιβλία και στοιχεία.»

4. Η παρ. 8 του άρθρου 71 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Οι εισφορές των Ε.Π.Ε.Υ. καταβάλλονται κατά το ένα δεύτερο τουλάχιστον του συνόλου σε άμεσα διαθέσιμα μετρητά εντός εύλογης προθεσμίας που θα καθορίσει το Συνεγγυητικό και κατά τμήμα που δεν θα υπερβαίνει το ένα δεύτερο του συνόλου με εγγυητική επιστολή πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα. Η διαδικασία καταβολής, το περιεχόμενο της εγγυητικής επιστολής και κάθε σχετικό θέμα και ειδική λεπτομέρεια θα καθορίζονται από το Συνεγγυητικό.»

5. Η παρ. 3 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Το συνολικό ποσό μερίσματος θα καθορίζεται με την ίδια απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, δεν θα υπερβαίνει το ποσό των κερδών από την επένδυση των διαθεσίμων του Συνεγγυητικού και δεν θα μειώνει την αξία του εναπομένοντος κεφαλαίου πέραν του ορίου που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 71 του παρόντος. Το ποσό μερίσματος που αναλογεί σε κάθε συμμετέχον μέλος ισούται με το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του συνολικού προς διανομή ποσού επί κλάσμα το οποίο έχει ως αριθμητή το σύνολο των εισφορών που έχει καταβάλει το μέλος στο Συνεγγυητικό και ως παρονομαστή το ύψος του κεφαλαίου του Συνεγγυητικού.»

1. Στο άρθρο 4 του ν. 1806/1988 προστίθεται παράγραφος 9 ως εξής:
«9. Αν ελλείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη νόμιμη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρίας ή ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, την κατά το άρθρο 69 Α. Κ. αίτηση για διορισμό προσωρινής διοίκησης δύναται να υποβάλει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.»

2. Το άρθρο 22Α του ν. 1806/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Μέλος χρηματιστηρίου μπορεί να ενεργεί ως ειδικός διαπραγματευτής για συναλλαγές εντός κύκλου επί κινητών αξιών που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε αυτό με σκοπό την ενίσχυση της ρευστότητας τους. Για το σκοπό αυτόν, σε κάθε συνεδρίαση του χρηματιστηρίου και για κάθε κινητή αξία για την οποία το μέλος του χρηματιστηρίου ενεργεί ως ειδικός διαπραγματευτής εντός κύκλου διαβιβάζει για ίδιο λογαριασμό εντολές αγοράς και πώλησης για συγκεκριμένες ελάχιστες ποσότητες κινητών αξιών υπό όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται από το χρηματιστήριο στον Κανονισμό του.
2. Μέλος χρηματιστηρίου δεν επιτρέπεται να ενεργεί ως ειδικός διαπραγματευτής κινητών αξιών που έχει εκδότη το ίδιο ή εταιρία που συνδέεται μαζί του κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920. Το μέλος μπορεί να ενεργεί ως ειδικός διαπραγματευτής επί περισσοτέρων της μιας κινητής αξίας. Επιτρέπεται η δραστηριοποίηση περισσότερων του ενός ειδικών διαπραγματευτών για την ίδια κινητή αξία.
3. Μέλος χρηματιστηρίου οφείλει να λάβει προηγούμενη άδεια από το χρηματιστήριο προκειμένου να ενεργεί ως ειδικός διαπραγματευτής επί κινητής αξίας. Η διάρκεια της ειδικής διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να είναι μικρότερη του ενός έτους ανά κινητή αξία.
4. Στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου καθορίζονται οι προϋποθέσεις και οι όροι χορήγησης, ανανέωσης και ανάκλησης της άδειας, καθώς επίσης και τα κριτήρια και κάθε ειδικότερο θέμα σχετικά με τις αξιολογήσεις των ειδικών διαπραγματευτών και τη δημοσίευση αυτών των αξιολογήσεων.
5. Το χρηματιστήριο γνωστοποιεί στο κοινό, μέσω του ημερήσιου δελτίου τιμών του, την έναρξη, ανανέωση ή διακοπή ειδικής διαπραγμάτευσης επί συγκεκριμένης κινητής αξίας. Οι συναλλαγές των ειδικών διαπραγματευτών επί συγκεκριμένης κινητής αξίας παρακολουθούνται από το χρηματιστήριο κατά το χρόνο που καταρτίζονται. Το τελευταίο οφείλει να γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τη μη εκπλήρωση υποχρεώσεων μέλους ως προς την ειδική διαπραγμάτευση.
6. Μεταξύ εκδότριας εταιρείας και μέλους του χρηματιστηρίου που έχει αναλάβει την ειδική διαπραγμάτευση των κινητών αξιών της μπορεί να συνάπτεται σχετική σύμβαση η οποία γνωστοποιείται στο χρηματιστήριο με επιμέλεια του μέλους. Οι εκδότες μπορούν να συμβάλλονται ταυτόχρονα με περισσότερους του ενός ειδικούς διαπραγματευτές.»

3. Η απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που έχει εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του υφιστάμενου άρθρου 22Ατου ν. 1806/1988, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του με το νόμο αυτόν, εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την τροποποίηση του Κανονισμού του χρηματιστηρίου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4 του άρθρου 22Α του ν. 1806/1988, όπως αντικαταστάθηκε με το νόμο αυτόν. Υφιστάμενες συμβάσεις ειδικής διαπραγμάτευσης κατά το χρόνο θέσης σε ισχύ της τροποποίησης του προηγούμενου εδαφίου παραμένουν σε ισχύ μέχρι το χρόνο συμβατικής τους λήξης.

4. Η παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1806/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι εντολές προς κάθε Ε.Π.Ε.Υ. που διενεργεί συναλλαγές στο Χ.Α.Α., καθώς και όλες οι χρηματιστηριακές συμβάσεις στις οποίες περιλαμβάνονται οι χρηματιστηριακές συμβάσεις τις οποίες Ε.Π.Ε.Υ. που συμμετέχει στο Χ.Α.Α. συνάπτει για δικό της λογαριασμό καταγράφονται με πλήρη στοιχεία ώστε τα αρμόδια για την εποπτεία όργανα να ελέγχουν την τήρηση των σχετικών διατάξεων. Για το σκοπό αυτόν, με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του Χ.Α.Α., μπορούν να τροποποιούνται οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας για τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν τα μέλη του Χ.Α.Α. και να καθορίζονται ιδίως:
α) τα βιβλία που πρέπει να τηρούν και τα στοιχεία που πρέπει να εκδίδουν οι συμμετέχουσες στο Χ.Α.Α. Ε.Π.Ε.Υ.,
β) το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και το περιεχόμενο των στοιχείων που εκδίδονται,
γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδουν προς τις υπηρεσίες του Χ.Α.Α. ή τα αρμόδια εποπτικά όργανα οι συμμετέχουσες Ε.Π.Ε.Υ., καθώς και η διαδικασία και ο ακριβής χρόνος παράδοσης τους,
δ) η μορφή, έντυπη ή ηλεκτρονική, στην οποία μπορεί να υποβάλλονται ή να τηρούνται τα βιβλία και στοιχεία και
ε) κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.»

5. Το άρθρο 28 του ν. 1806/1988 αντικαθίσταται ως εξής:
«Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται το περιεχόμενο, η περιοδικότητα, τα μέσα διάθεσης στο κοινό, καθώς και ο τρόπος σύνταξης και δημοσίευσης του δελτίου τιμών των χρηματιστηρίων και ρυθμίζεται κάθε άλλο σχετικό θέμα. Στο δελτίο τιμών αναγράφονται υποχρεωτικά:
α) η μέση σταθμισμένη τιμή, η ανώτερη και χαμηλότερη τιμή της ημέρας, η τιμή ανοίγματος και κλεισίματος, καθώς και οι ποσότητες των αξιών που αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγής και
β) σε χωριστό πίνακα οι τιμές και οι ποσότητες των αξιών για τις οποίες εκδηλώθηκε προσφορά και ζήτηση, χωρίς να πραγματοποιηθεί συναλλαγή. Με την ίδια απόφαση μπορεί να επιτρέπεται η δημοσίευση του δελτίου τιμών αποκλειστικώς σε ηλεκτρονική μορφή.»

1. Οι παράγραφοι 1 και 4 του άρθρου 13 του α.ν. 2341/1940 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Κάθε τακτικό μέλος του χρηματιστηρίου δικαιούται να απασχολεί αντικρυστές, οι οποίοι βοηθούν τον χρηματιστηριακό εκπρόσωπο ή τον χρηματιστή στη διεξαγωγή των χρηματιστηριακών συναλλαγών και δικαιούνται να προβαίνουν στη διαβίβαση δηλώσεων βουλήσεως για κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών, σύμφωνα με τις οδηγίες του χρηματιστηριακού εκπροσώπου ή του χρηματιστή. Σύμβαση εργασίας μεταξύ τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου και αντικρυστή είναι πάντοτε αορίστου χρόνου. Με απόφαση του χρηματιστηρίου μπορεί να καθορίζεται:
α) ο ανώτατος αριθμός των αντικρυστών κάθε τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου, οι οποίοι επιτρέπεται να παρίστανται στις δημόσιες συνεδριάσεις του χρηματιστηρίου,
β) ο ανώτατος αριθμός αντικρυστών που μπορεί να απασχολεί κάθε τακτικό μέλος του χρηματιστηρίου.»
«4. Ο αντικρυστής διορίζεται με απόφαση του χρηματιστηρίου, ύστερα από αίτηση του τακτικού μέλους του χρηματιστηρίου.»

2. Στο άρθρο 2 του π.δ. 360/1985 (ΦΕΚ 129 Α΄) προστίθεται νέα παράγραφος 5 ως εξής:
«5. Οι καταστάσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας.»

3. Η περίπτωση δ΄ της παρ. 1 του άρθρου 78 του ν. 1969/1991 τροποποιείται ως εξής:
«δ. Διενεργεί ελέγχους σε εταιρείες, των οποίων οι μετοχές είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, σε Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρείες, σε συμβούλους χρηματιστηριακών επενδύσεων, σε Εταιρείες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου και Διαχειρίσεως Αμοιβαίων Κεφαλαίων στην Α.Ε. Αποθετηρίων Τίτλων, σχετικά με την εφαρμογή των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, ιδία, ελέγχει την τήρηση των κανόνων δεοντολογίας από τα στελέχη αυτών των εταιριών και προβαίνει σε ανακοινώσεις επί των αποτελεσμάτων των ελέγχων. Οι ανωτέρω έλεγχοι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σε εταιρίες με κινητές αξίες εισηγμένες σε χρηματιστήριο δύναται να έχουν ως αντικείμενο και την τήρηση των διατάξεων της νομοθεσίας ως προς θέματα νομιμότητας των πράξεων που συνδέονται με την προστασία των συμφερόντων τους και την κατοχύρωση της αξιοπιστίας της χρηματιστηριακής αγοράς. Οι κατά το προηγούμενο εδάφιο έλεγχοι μπορεί να επεκτείνονται και σε εταιρείες συνδεδεμένες κατά την έννοια του άρθρου 42ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920 με εταιρίες, των οποίων κινητές αξίες είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο. Οι έλεγχοι της παρούσας περίπτωσης δ΄ είναι δειγματοληπτικοί.»

4. Το άρθρο 17 του ν. 2324/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 17
Στον Κανονισμό του χρηματιστηρίου καθορίζονται οι μηχανισμοί που εφαρμόζονται για τον περιορισμό της διακύμανσης ενδοσυνεδριακά των τιμών των εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών και άλλων κινητών αξιών, το εύρος των περιορισμών, ο τρόπος και ο χρόνος εφαρμογής τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, στην απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3152/2003, μπορεί να προσδιορίζει τις γενικές αρχές λειτουργίας των παραπάνω μηχανισμών και το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινούνται οι περιορισμοί της διακύμανσης των τιμών των μετοχών και άλλων κινητών αξιών στις οργανωμένες αγορές.»

5. Η παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 2396/1996 τροποποιείται ως εξής:
«3. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 27 και 28 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄) για τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, που εξακολουθούν να ισχύουν, με αποφάσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται σε σχέση μετά πιστωτικά ιδρύματα και τις Ε.Π.Ε.Υ., αντιστοίχως:
α) τα βιβλία και στοιχεία που πρέπει να τηρούν και να εκδίδουν οι Ε.Π.Ε.Υ. σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν,
β) το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και το περιεχόμενο των στοιχείων που εκδίδουν,
γ) τα στοιχεία που πρέπει να παραδίδουν τα πιστωτικά ιδρύματα και τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών προς τις υπηρεσίες του χρηματιστηρίου, όσον αφορά στις συναλλαγές του άρθρου 15 παρ. 7 του ν. 3632/1928, καθώς και η διαδικασία και ο ακριβής χρόνος παράδοσης τους,
δ) η μορφή, έντυπη ή ηλεκτρονική, στην οποία μπορεί να υποβάλλονται ή να τηρούνται τα βιβλία και στοιχεία και
ε) κάθε άλλο ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.»

6. Η παρ. 4 του άρθρου 59 του ν. 2396/1996 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Με τη σύμβαση ελληνικού πιστοποιητικού ο εκδότης του πιστοποιητικού, ο οποίος γίνεται κύριος μετοχών αλλοδαπής εταιρείας το αργότερο κατά το χρόνο εισαγωγής των πιστοποιητικών προς διαπραγμάτευση, υποχρεούται να διαχειρίζεται τις μετοχές στο όνομα του αλλά για λογαριασμό του δικαιούχου και ο δικαιούχος να πληρώνει το αντάλλαγμα που έχει συμφωνηθεί.»

7. Όπου στην παρ. 19 του άρθρου 59 του ν. 2396/1996 αναφέρεται το άρθρο 5του π.δ. 350/1985 νοούνται τα άρθρα 11 και 16 του παρόντος νόμου.

8. Η παρ. 2 του άρθρου 15 του ν. 2651/1998 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Τα στοιχεία και παραστατικά, που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 27 του ν. 1806/1988 σε ηλεκτρονική μορφή, έχουν την ίδια αποδεικτική δύναμη με αυτά που εκδίδονται σε έντυπη μορφή. Τα στοιχεία και παραστατικά που έχουν έντυπη μορφή φυλάσσονται από το χρηματιστήριο για πέντε έτη μετά την πάροδο των οποίων αντιγράφονται και αποθηκεύονται σε ηλεκτρονική μορφή και τα πρωτότυπα καταστρέφονται.»

9. Στην περίπτωση β΄ της παρ. 3 του άρθρου 13 του ν. 2937/2001 οι λέξεις «ως ανεξάρτητη χρηματιστηριακή αγορά» διαγράφονται.

10. Το άρθρο 1 του ν. 3016/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1
Πεδίο εφαρμογής
Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στις ανώνυμες εταιρίες που εισάγουν ή έχουν εισαγάγει μετοχές ή άλλες κινητές αξίες τους σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά. Οι διατάξεις του κ.ν. 2190/1920, όπως κάθε φορά ισχύει, εφαρμόζονται, εφόσον δεν είναι αντίθετες με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Με απόφαση της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ορίσει οργανωμένες αγορές στις οποίες οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 8 δεν εφαρμόζονται, εν όλω ή εν μέρει.»

1. Μετά το άρθρο 44 του ν. 2396/1996 προστίθεται νέο άρθρο 44α που έχει ως εξής:
«Άρθρο 44α
1. Κατά την αποϋλοποίηση εισηγμένων ονομαστικών μετοχών η εκδότρια εταιρία δύναται, μη εφαρμοζομένου του άρθρου 12α του κ.ν. 2190/1920, να νομιμοποιήσει τον μέτοχο της και χωρίς την προσκόμιση του τίτλου, εφόσον αυτός είναι εγγεγραμμένος στο μετοχολόγιό της. Εάν ο μέτοχος ήταν κάτοχος ονομαστικού αποθετηρίου εγγράφου, η εκδότρια εταιρία μπορεί να ζητήσει επιπλέον βεβαίωση από το Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών, με την οποία θα βεβαιώνεται ότι το αναφερόμενο στο μετοχολόγιό της αποθετήριο έχει εκδοθεί στο όνομα του μετόχου και δεν έχει μεταβιβασθεί.
2. Εάν μετά από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου εκδότριας προκύπτουν κλασματικά υπόλοιπα μετοχών, παρέχεται στους κυρίους αυτών εξάμηνη προθεσμία, από την εισαγωγή των μετοχών προκειμένου είτε να τα διαθέσουν είτε να αποκτήσουν τα υπολειπόμενα κλασματικά υπόλοιπα για το σχηματισμό ακέραιων μονάδων μετοχών. Εάν παρέλθει άπρακτη η παραπάνω προθεσμία, τα κλασματικά υπόλοιπα εκποιούνται με επιμέλεια της εκδότριας μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών και το προϊόν της εκποιήσεως αποδίδεται στους δικαιούχους μετόχους. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 44 του νόμου αυτού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να ρυθμίζει κάθε ειδικότερο θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σχετικά με την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.»

2. Οι ενσώματες ονομαστικές μετοχές που δεν έχουν κατατεθεί στην εκδότρια προς αποϋλοποίηση εκποιούνται μέσω του Χρηματιστηρίου Αθηνών μετά την παρέλευση δώδεκα μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Για την εκποίηση των μετοχών αυτών εφαρμόζονται αναλογικά οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 44 του ν. 2396/1996. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση της να καθορίζει κάθε σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

3. Προσυμφωνημένες χρηματιστηριακές συναλλαγές που εκτελούνται στο Χρηματιστήριο Αθηνών με τη μέθοδο του Πακέτου Αποκατάστασης σύμφωνα με τον Κανονισμό του Χρηματιστηρίου Αθηνών και του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών ("failed trades") δεν υπόκεινται στο φόρο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 και της παρ. 2 του άρθρου 27 του ν. 2703/1999, όπως ισχύουν μετά την τροποποίηση τους με την παρ. 5 του άρθρου 37 του ν. 2874/2000 και το άρθρο 12 του ν. 3296/ 2004.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 54 καταργήθηκαν από 1.11.2007 σύμφωνα με την περίπτωση ιστ' της παραγράφου 1 του άρθρου 85 του ν.3606/2007]

Στο άρθρο 6 του ν. 2396/1996 μετά την παράγραφο 4 προστίθενται παράγραφοι 5 έως 8 που έχουν ως εξής:
«5. Δανειστές ανώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας ή ανώνυμης εταιρίας παροχής επενδυτικών υπηρεσιών απαγορεύεται να κατάσχουν ή δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της, στους οποίους αυτή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρίας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρία κατά τους κανόνες του άρθρου 6 του νόμου αυτού βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου ισχύει προκειμένου περί χρηματοπιστωτικών μέσων και ως προς τα πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν νομίμως επενδυτικές υπηρεσίες.
6. Στα ως άνω μη δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης χρηματοπιστωτικά μέσα δεν περιλαμβάνονται μόνον τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους επενδυτές-πελάτες της επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, αλλά και εκείνα που κατέχει άμεσα ή έμμεσα, η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν κατά τους κανόνες του άρθρου 6 του νόμου αυτού βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, στον οποίο η επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, ανεξάρτητα από το αν το όνομα του δικαιούχου - πελάτη είναι καταχωρημένο στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρισης τίτλων.
7. Εφόσον κατασχεθούν εις χείρας επιχείρησης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, που είναι χειριστής λογαριασμού στο Σύστημα Αϋλων Τίτλων του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, ως τρίτης, άϋλοι τίτλοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο της κατάσχεσης, είχαν πωληθεί χωρίς να έχει γίνει ακόμη η εκκαθάριση της σχετικής χρηματιστηριακής συναλλαγής, αντικείμενο της κατάσχεσης αποτελεί το προϊόν της πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων, που περιέρχεται στην επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ως χειριστή του λογαριασμού για τους πωληθέντες αυλούς τίτλους, αφού συμψηφισθούν τυχόν υφιστάμενες κατά το χρόνο της κατάσχεσης αντίθετες χρηματικές απαιτήσεις του χειριστή κατά του δικαιούχου του προϊόντος της πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων.
8. Εάν επιβληθεί κατάσχεση στους τραπεζικούς λογαριασμούς της παρ. 9 του άρθρου 20 του ν. 3632/1928, η κατάσχεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως απολύτως άκυρη:
(α) έναντι της εταιρείας «Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών», η οποία δικαιούται να αναλαμβάνει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εκπλήρωση των εκάστοτε χρηματικών υποχρεώσεων των συμμετεχόντων στο διακανονισμό και
(β) έναντι μέλους του Χρηματιστηρίου Αθηνών και θεματοφύλακα που εκκαθαρίζει χρηματιστηριακές συναλλαγές, ως προς χρηματικά ποσά που ανήκουν σε επενδυτές - πελάτες τους.»

Μετά το άρθρο 6 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄) προστίθεται νέο άρθρο 6α ως εξής:
«Άρθρο 6α
Δεν υπόκεινται σε τέλη χαρτοσήμου οι συμβάσεις που συνάπτουν τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αθηνών με πελάτες τους για την παροχή πίστωσης προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς μετοχών στο χρηματιστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 6 του νόμου αυτού, καθώς και οι συμβατικοί τόκοι που απορρέουν από τις παραπάνω συμβάσεις.»

1. Οι κλάδοι σύνταξης των ασφαλιστικών ταμείων κύριας ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) εντάσσονται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων - Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.) σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α΄) μέχρι 31.03.2006, εφόσον μέχρι την ανωτέρω ημερομηνία τα αντίστοιχα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν ενταχθεί στην ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (Ε.Τ.Α.Τ.) σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 62.

2. Τα ποσοστά εισφορών εργοδότη και εργαζομένων μειώνονται στα αντίστοιχα ισχύοντα στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., για τους εργαζομένους άμεσα από 1.1.2006, για τους εργοδότες σταδιακά και ισόποσα μέσα σε χρονικό διάστημα πέντε ετών, αρχής γενομένης από 1.1.2006.

1. Στην ασφάλιση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) υπάγονται υποχρεωτικά και αυτοδίκαια και διέπονται από τη νομοθεσία του:
α) οι προσλαμβανόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) από 1.1.2005,
β) οι ασφαλισμένοι και συνταξιούχοι των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων μετά τη διάλυση τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 62.

2. Ως προς την εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη για επικουρική σύνταξη ισχύουν οι διατάξεις της νομοθεσίας για το Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

3. Ο χρόνος ασφάλισης που πραγματοποιήθηκε ή αναγνωρίστηκε και εξαγοράστηκε ως συντάξιμος στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

4. Οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης και ο τρόπος υπολογισμού της επικουρικής σύνταξης διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για το Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

5. Οι συντάξεις που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου ακολουθούν τις αυξήσεις των συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

6. Από την ημερομηνία διάλυσης των επικουρικών ταμείων οι συνταξιούχοι των ταμείων αυτών καθίστανται συνταξιούχοι του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., το οποίο στο εξής βαρύνεται με την καταβολή της σύνταξης τους.

7. Οι καταβαλλόμενες συντάξεις ακολουθούν τις αυξήσεις των συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Καμία σύνταξη δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα εκάστοτε καταβαλλόμενα κατώτατα όρια των συντάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

Η οικονομική επιβάρυνση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου καλύπτεται:
α) Με την εισφορά εργαζόμενου και εργοδότη, κατά τις διατάξεις της νομοθεσίας του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..
β) Με την καταβολή στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. της προβλεπόμενης από τις καταστατικές διατάξεις των ταμείων επικουρικής ασφάλισης εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη των μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένων, κατά το μέρος που αυτή υπερέβαινε το ποσοστό εισφοράς εργαζόμενου και εργοδότη που προβλέπει η νομοθεσία του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Εφόσον το ποσοστό της εισφοράς που προκύπτει βάσει των ανωτέρω περιπτώσεων είναι μεγαλύτερο του 4,5%, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας προσαρμόζεται στο 4,5%, σταδιακά, εντός τριετίας από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
γ) Με εισφορά εργοδότη για την κάλυψη της δαπάνης που προκαλείται από την ένταξη των συνταξιούχων και ασφαλισμένων των ταμείων επικουρικής ασφάλισης του παρόντος κεφαλαίου στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Το ποσό αυτό καθορίζεται με νόμο, μετά από την εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης και καταβάλλεται μέσα σε δέκα έτη. Η εξόφληση του ποσού αυτού μπορεί να πραγματοποιείται με καταβολή εργοδοτικής εισφοράς που υπολογίζεται σε πολλαπλάσιο του ποσοστού που προβλέπεται από τη νομοθεσία του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., όπως αυτό προκύπτει από ειδική οικονομική μελέτη.

Ιδρύεται νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΡΑΠΕΖΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ», αποκαλούμενο εφεξής χάριν συντομίας «Ε.Τ.Α.Τ.». Το Ε.Τ.Α.Τ. τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και έχει έδρα την Αθήνα. Η έναρξη λειτουργίας του Ε.Τ.Α.Τ. ορίζεται την πρώτη του μεθεπόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

Σκοπός του Ε.Τ.Α.Τ. είναι:
α) Η καταβολή της διαφοράς των ποσών συντάξεων που προκύπτουν από τον υπολογισμό της σύνταξης βάσει των καταστατικών διατάξεων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και των καταστατικών διατάξεων των οικείων επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή λογαριασμών ή ενώσεων προσώπων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992.
β) Οι όροι και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης από τα οικεία ταμεία ή κλάδους ή ειδικούς λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992 δεν θίγονται.
Η καταβολή των ποσών που αντιστοιχούν σε συστήματα προσυνταξιοδότησης που χορηγούνται στους μέχρι 31.12.1992 ασφαλισμένους σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις των οικείων καταστατικών και κανονισμών παροχών από τα ταμεία ή κλάδους ή λογαριασμούς ή ενώσεις προσώπων επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και έως της συμπληρώσεως των αντίστοιχων προϋποθέσεων του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ..
γ) Η καταβολή πρόσθετης συνταξιοδοτικής παροχής για τους ασφαλισμένους από 1.1.1993 στα ταμεία επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την υπαγωγή στο Ε.Τ.Α.Τ. για το οποίο έχουν καταβάλει επιπλέον πρόσθετες ασφαλιστικές εισφορές από τις κατά νόμο προβλεπόμενες του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Οι προϋποθέσεις χορήγησης, ο τρόπος υπολογισμού της παροχής αυτής, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία ρύθμιση για την εφαρμογή του παρόντος καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης.
δ) Η είσπραξη των εισφορών εργαζόμενου και εργοδότη.
ε) Η απονομή των συντάξεων που δικαιούται το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων από το Ε.Τ.Α.Τ..
στ) Η λειτουργία ως φορέα σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, του Ε.Τ.Α.Τ., του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..
ζ) Η παροχή ποσών συντάξεων που προκύπτουν από καταστατικές διατάξεις δευτερεύοντος επικουρικού ταμείου ή κλάδου, σωματειακής μορφής ή ειδικού λογαριασμού ή ένωσης προσώπων. Στην περίπτωση αυτή, το προσωπικό του πιστωτικού ιδρύματος υπάγεται στο Ε.Τ.Α.Τ. για την ανωτέρω δευτερεύουσα επικουρική ασφάλισή του, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 62, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά και εξαιρείται από την ασφάλιση του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

1. Στην ασφάλιση του Ε.Τ.Α.Τ. υπάγονται υποχρεωτικά τα πρόσωπα που εργάζονται στα πιστωτικά ιδρύματα του ν. 2076/1992 (ΦΕΚ 130 Α΄) και ασφαλίζονται για επικουρική ασφάλιση στα οικεία ταμεία ασφάλισης του προσωπικού τους μετά τη διάλυση τους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από την επόμενη παράγραφο.

2. Η υπαγωγή στο Ε.Τ.Α.Τ. πραγματοποιείται μετά από αίτημα των αρμόδιων οργάνων των ενδιαφερόμενων μερών, εργοδότη ή εργαζομένων, που υποβάλλεται στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ε.Τ.Α.Τ. μετά τη διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ταμείων, που λειτουργούν ως Ν.Π.Ι.Δ. σωματειακής μορφής ή ειδικό λογαριασμό ή ένωση προσώπων, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις ή τα καταστατικά των οικείων ταμείων. Σε περίπτωση που στην ασφάλιση των επικουρικών ταμείων ή κλάδων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών υπάγεται το προσωπικό περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων είναι δυνατή η αποχώρηση ενός ή περισσότερων πιστωτικών ιδρυμάτων από το ταμείο προκειμένου να ενταχθούν στο Ε.Τ.Α.Τ.. Το ποσό της επιβάρυνσης του πιστωτικού ιδρύματος και του ταμείου προσδιορίζεται μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης.

3. Το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας των εντασσόμενων ταμείων ή των κλάδων επικουρικής ασφάλισης αυτών περιέρχεται στο Ε.Τ.Α.Τ., χωρίς την καταβολή φόρου, τέλους ή δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή άλλων προσώπων.

4. Για τη μεταβίβαση στο Ε.Τ.Α.Τ. των ακινήτων των ειδικών φορέων επικουρικής ασφάλισης εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία μεταγράφεται ατελώς στα οικεία βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου ή στα κτηματικά βιβλία.

5. Εκκρεμείς δίκες με διάδικους τα ταμεία επικουρικής ασφάλισης συνεχίζονται, χωρίς διακοπή, από τους φορείς υποδοχής.

6. Εάν δεν αποφασισθεί η διάλυση των επικουρικών ταμείων ή των κλάδων σύνταξης των ανωτέρω ταμείων ή ενώσεων προσώπων ή ειδικών λογαριασμών με τις προβλεπόμενες διαδικασίες και προκύψουν δικαστικές αντιδικίες μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει, το Ε.Τ.Α.Τ., με αίτημα του αρμόδιου οργάνου του εργοδότη ή των εργαζομένων ή του ταμείου, που υποβάλλεται στο Διοικητικό του Συμβούλιο μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη των δικαστικών διενέξεων, αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση και διαχείριση των κάθε φύσεως υποθέσεων των ασφαλισμένων και συνταξιούχων των οικείων επικουρικών ταμείων που αφορούν ασφαλιστικά ή συνταξιοδοτικά τους ζητήματα, όπως είσπραξη εισφορών ή απονομή και καταβολή συντάξεων. Σε καμία περίπτωση στο Ε.Τ.Α.Τ. δεν ανατίθενται θέματα σχετικά με δικαστικές αντιδικίες, που προκύπτουν μεταξύ εργοδότη και εργαζομένων στο πλαίσιο των ιδιωτικών συμφωνιών που έχουν καταρτίσει. Στην περίπτωση αυτή το ταμείο δεν διαλύεται ούτε θίγεται η περιουσία του. Ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει προς το Ε.Τ.Α.Τ. το ποσό δαπάνης που του αναλογεί. Το ποσό της δαπάνης προσδιορίζεται μετά από ειδική οικονομική μελέτη, η οποία ανατίθεται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και εκπονείται μέσα σε έναν μήνα από την ανάθεση της. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά γνώμη του Συμβουλίου Κοινωνικής Ασφάλισης (Σ.Κ.Α.), καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις διαχείρισης και διεκπεραίωσης των θεμάτων, ο τρόπος κατανομής χρονικά του ποσού της δαπάνης που θα καταβάλλει ο εργοδότης και κάθε θέμα αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής. Έως την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος η διαχείριση και η διεκπεραίωση των υποθέσεων ασφαλισμένων και συνταξιούχων, καθώς και η είσπραξη των εισφορών πραγματοποιούνται από το οικείο ταμείο ή ένωση προσώπων ή ειδικό λογαριασμό.

7. Εάν το αρμόδιο όργανο ενός από τα μέρη του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 έχει υποβάλει ή υποβάλει μονομερώς αίτημα για υπαγωγή του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος στο Ε.Τ.Α.Τ., το Ταμείο ζητά εγγράφως τη γνώμη του αρμόδιου οργάνου και του ετέρου μέρους. Σε περίπτωση υποβολής αρνητικής γνώμης ή γνώμης υπό επιφύλαξη, καθώς και μη υποβολής αυτής εντός μηνός από την κοινοποίηση του ανωτέρω εγγράφου, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6. Στην περίπτωση αυτή ή της υποβολής σύμφωνης γνώμης και εφόσον το αίτημα υποβληθεί έως την 30.4.2006, πληρούται η προϋπόθεση της παραγράφου 1 του άρθρου 57, της άνω καταληκτικής ημερομηνίας λαμβανομένης υπόψη μόνο για την υποβολή του αιτήματος στο Ι.Κ.Α. και στο Ε.Τ.Α.Τ..

8. Εφεξής για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οι ειδικές οικονομικές μελέτες των παραγράφων 2 και 6 καταρτίζονται πριν από την εξέταση του κατά περίπτωση αιτήματος υπαγωγής στο Ε.Τ.Α.Τ..

9. Πιστωτικό ίδρυμα, του οποίου οι μετοχές είναι εισηγμένες σε χρηματιστήριο, μπορεί κατά παρέκκλιση των οικείων διατάξεων να αποτυπώσει στις τριμηνιαίες ή εξαμηνιαίες ή ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του έτους 2005 το εκτιμώμενο οικονομικό αποτέλεσμα της υπαγωγής του προσωπικού στις ρυθμίσεις του κεφαλαίου αυτού. Η προθεσμία δημοσίευσης των οικονομικών καταστάσεων του πρώτου τριμήνου της οικονομικής χρήσης 2005 παρατείνεται μέχρι την 15.7.2005 για τα πιστωτικά ιδρύματα του προηγούμενου εδαφίου.

Πόροι του Ε.Τ.Α.Τ. είναι:
α) Ποσό εισφοράς κάθε πιστωτικού ιδρύματος, το προσωπικό του οποίου έχει ειδικά δικαιώματα πρόσθετης επικουρικής σύνταξης από το Ε.Τ.Α.Τ. κατά το άρθρο 61. Το ποσό της εισφοράς αυτής καθορίζεται με νόμο μετά εκπόνηση ειδικής οικονομικής μελέτης και καταβάλλεται μέσα σε δέκα έτη.
β) Η περιουσία των ταμείων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Α.Τ..
γ) Οι πρόσοδοι περιουσίας των ως άνω ταμείων επικουρικής ασφάλισης.
δ) Κάθε άλλος πόρος που ήθελε ορισθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ως αντάλλαγμα των πιστωτικών ιδρυμάτων για τις υπηρεσίες διαχείρισης που παρέχει το Ε.Τ.Α.Τ..

Το Ε.Τ.Α.Τ. ως φορέας σύνδεσης και διαμεσολάβησης μεταξύ αφ’ ενός του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων και αφ’ ετέρου του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και του Ε.Τ.Ε.A.M. έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Την ενημέρωση και εξυπηρέτηση του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και τη διεκπεραίωση των κοινωνικοασφαλιστικών υποθέσεων τους από την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης μέχρι την έκδοση της τελικής πράξης συνταξιοδότησης σε συνεργασία με τους αρμόδιους φορείς.
β) Την επεξεργασία των συνταξιοδοτικών φακέλων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων, το οποίο βρίσκεται στα πρόθυρα συνταξιοδότησης, ως εξής:
βα) πέντε έτη πριν τη συμπλήρωση των προϋποθέσεων για πλήρη σύνταξη που προβλέπονται από τους φορείς που είναι αρμόδιοι για την οριστική απονομή κύριας και επικουρικής σύνταξης, δημιουργεί ατομικό συνταξιοδοτικό φάκελο του εργαζομένου, τον οποίο μηχανογραφεί και ενημερώνει τακτικά,
ββ) μια φορά το χρόνο το Ε.Τ.Α.Τ. επικοινωνεί με τον εργαζόμενο σχετικά με το ύψος της σύνταξης που δικαιούται, πόσο αυτό αυξήθηκε εξαιτίας των εισφορών που πλήρωσε τον τελευταίο χρόνο και πόσο θα αυξηθεί αν παραμείνει στην υπηρεσία του έναν επιπλέον χρόνο.
γ) Τις παροχές που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

1. Για την ενημέρωση και εξυπηρέτηση του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης και τη διεκπεραίωση των κοινωνικοασφαλιστικών υποθέσεων το Ε.Τ.Α.Τ. έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) Ενημερώνει το προσωπικό των πιστωτικών ιδρυμάτων για το χρόνο ασφάλισης του, τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του και το ποσό της σύνταξης του, καθώς και για τις ενέργειες που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των κοινωνικοασφαλιστικών τους υποθέσεων.
β) Παραλαμβάνει αιτήσεις του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων για τη διεκπεραίωση των κοινωνικοασφαλιστικών τους υποθέσεων από το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Διαθέτει για διευκόλυνση τους έντυπα αιτήσεων κατά το άρθρο 3 παράγραφος 3 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999).
γ) Ελέγχει την πληρότητα των αιτήσεων και σε περίπτωση που για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης απαιτούνται δικαιολογητικά, που δεν υποβάλλονται μαζί με την αίτηση, το Ε.Τ.Α.Τ. τα αναζητά και τα παραλαμβάνει με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο από τις αρμόδιες υπηρεσίες, μετά από σχετική εξουσιοδότηση του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
δ) Διαβιβάζει πλήρεις τους φακέλους των κοινωνικοασφαλιστικών υποθέσεων του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων στην αρμόδια για τη διεκπεραίωση τους υπηρεσία, με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο.

2. Οι αιτήσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο, το οποίο κατ’ εφαρμογή της νομοθεσίας του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και του Ε.Τ.Ε.Α.Μ. πρέπει να υποβληθεί εντός καθορισμένης προθεσμίας προς το I.K.A. - E.T.A.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ., γίνονται δεκτά αν υποβληθούν εντός της ίδιας προθεσμίας προς το Ε.Τ.Α.Τ.. Στην περίπτωση αυτή το Ε.Τ.Α.Τ. διαβιβάζει τις αιτήσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο προς την αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. ή του Ε.Τ.Ε.Α.Μ.. Η ημερομηνία κατά την οποία οι αιτήσεις, δηλώσεις και κάθε άλλο έγγραφο υποβλήθηκαν προς το Ε.Τ.Α.Τ. θεωρείται ως η ημερομηνία υποβολής τους προς την αρμόδια υπηρεσία του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. ή του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

3. To I.K.A. - E.T.A.M., το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. και το Ε.Τ.Α.Τ. αλληλοβοηθούνται διοικητικά. Ειδικότερα, το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. παρέχουν στο Ε.Τ.Α.Τ. κάθε πληροφορία και κάθε δυνατή διευκόλυνση που αφορά στην κοινωνική ασφάλιση του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1. Προς εκπλήρωση των σκοπών του το Ε.Τ.Α.Τ.:
α) Πέντε τουλάχιστον μήνες πριν την υποχρεωτική αποχώρηση του προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων απευθύνεται στο Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και στο Ε.Τ.Ε.Α.Μ. προκειμένου οι φορείς αυτοί να βεβαιώσουν στο Ε.Τ.Α.Τ. το χρόνο ασφάλισης και το ποσό της σύνταξης του προς συνταξιοδότηση προσωπικού των πιστωτικών ιδρυμάτων. Τo I.K.A. - E.T.A.M. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. υποχρεούνται να στείλουν στο Ε.Τ.Α.Τ. τα στοιχεία που αυτό τους ζητά μέσα σε ένα μήνα από την ημερομηνία που περιήλθε σε αυτούς το σχετικό έγγραφο.
β) Εφόσον το Ε.Τ.Α.Τ. διαπιστώνει βάσει των στοιχείων που λαμβάνει από τους αρμόδιους φορείς ότι ο ασφαλισμένος συγκεντρώνει τις ελάχιστες βασικές προϋποθέσεις για συνταξιοδότηση από το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ., εκδίδει απόφαση για προσωρινή απονομή κύριας και επικουρικής σύνταξης από τον πρώτο μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από το πιστωτικό ίδρυμα.

2. Η προσωρινή σύνταξη χορηγείται από το Ε.Τ.Α.Τ. για όλο το χρονικό διάστημα από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι την έκδοση της οριστικής απόφασης από το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και το Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

3. Αν το ποσό της οριστικής σύνταξης είναι μικρότερο από το ποσό της προσωρινής σύνταξης, οι διαφορές που έχουν καταβληθεί επιπλέον συμψηφίζονται κατά την εκτέλεση της οριστικής απόφασης συνταξιοδότησης.

4. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ρυθμίζεται ο διακανονισμός των οφειλών μεταξύ του Ε.Τ.Α.Τ. και του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. και Ε.Τ.Ε.Α.Μ..

1. Το Ε.Τ.Α.Τ. διοικείται από εννεαμελές (9) Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από:
α) τον Πρόεδρο,
β) έναν (1) εκπρόσωπο των ασφαλισμένων που προτείνεται από την Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (Ο.Τ.Ο.Ε.),
γ) έναν (1) εκπρόσωπο των εργοδοτών που προτείνεται από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών (Ε.Ε.Τ.),
δ) έναν (1) εκπρόσωπο των συνταξιούχων,
ε) δύο (2) υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α΄ του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας,
στ) έναν (1) υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, Προϊστάμενο Διεύθυνσης ή Τμήματος ή υπάλληλο ΠΕ ή ΤΕ κατηγορίας με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών,
ζ) ένα (1) μέλος ειδικό σε θέματα κοινωνικοασφαλιστικά και οικονομικά,
η) ένα (1) μέλος ειδικό σε θέματα διοίκησης και οργάνωσης.
Ο Πρόεδρος και τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, με ισάριθμους αναπληρωτές, διορίζονται με τριετή θητεία με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου μετέχει χωρίς ψήφο ως Κυβερνητικός Επίτροπος, υπάλληλος κατηγορίας Π Ε με βαθμό Ατού Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ο οποίος ορίζεται, με τον αναπληρωτή του, με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Χρέη γραμματέα εκτελεί υπάλληλος του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, ο οποίος ορίζεται από τον Υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας ή υπάλληλος των πιστωτικών ιδρυμάτων αποσπασμένος στο Ταμείο οριζόμενος από τον Πρόεδρο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που εκδίδεται μέσα σε έναν μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και αναλαμβάνει εντός δεκαπέντε ημερών.
Το Διοικητικό Συμβούλιο συγκαλείται και συνεδριάζει στους χώρους του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας μέχρι τη στέγαση των υπηρεσιών του Ταμείου.
Με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας και μετά γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζονται οι αρμοδιότητες και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του Διοικητικού Συμβουλίου.

2. Η υπηρεσία του Ε.Τ.Α.Τ. διεξάγεται, χωρίς επιβάρυνση του, από υπαλλήλους των πιστωτικών ιδρυμάτων που εντάσσονται στο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης, οι οποίοι αποσπώνται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του πιστωτικού ιδρύματος και σύμφωνη γνώμη των αποσπώμενων. Οι υπάλληλοι που αποσπώνται στο Ε.Τ.Α.Τ. κατά το χρόνο της υπηρεσίας τους στο Ε.Τ.Α.Τ. και κατά την εκτέλεση αυτής υπέχουν τις ευθύνες δημοσίου υπαλλήλου.
Ο Διευθυντής του Ταμείου ορίζεται από τους αποσπώμενους στο Ε.Τ.Α.Τ. υπαλλήλους με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου.

1. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μέσα σε ένα έτος από την έναρξη λειτουργίας του Ε.Τ.Α.Τ με προ- τάση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου, καταρτίζεται ο Οργανισμός του Ταμείου και συστήνονται θέσεις προσωπικού.

2. Με αποφάσεις του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας καθορίζεται ο τρόπος οικονομικής οργάνωσης και λογιστικής λειτουργίας του Ε.Τ.Α.Τ. και ρυθμίζεται κάθε θέμα τεχνικού ή λεπτομερειακού χαρακτήρα αναγκαίο για την υλοποίηση των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση αρμοδιότητας και του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών συνυπογράφει και ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.

3. Οι ειδικές οικονομικές μελέτες που αναφέρονται στο κεφάλαιο αυτό προκηρύσσονται και ανατίθενται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών. Το ποσό της δαπάνης που βαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα μπορεί να εξοφληθεί είτε σύμφωνα με τις προβλεπόμενες επί μέρους ρυθμίσεις είτε εφάπαξ.

1. Σε περίπτωση προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου τα πιστωτικά ιδρύματα βαρύνονται εξ ολοκλήρου με το κόστος της δαπάνης αυτής.

2. Στις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπάγεται και το προσωπικό της πρώην Ε.Τ.Β.Α..

1. Στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών δύναται να συσταθεί Επιτροπή Προώθησης Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Έργο της Επιτροπής είναι ιδίως η υποβολή προς τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών προτάσεων ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και άρσης των υφιστάμενων αντικινήτρων στις επενδύσεις και στην ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.

2. Ο αριθμός των μελών της Επιτροπής, η συγκρότηση αυτής και η γραμματειακή της υποστήριξη καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών.
Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος της αποζημίωσης του Προέδρου, των μελών και του γραμματέα της Επιτροπής, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων.

1. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 14 του ν. 2801/2000 (ΦΕΚ46 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι τίτλοι προεσόδων αποφέρουν πρόσοδο μέχρι τη λήξη τους και εξοφλούνται κατά κεφάλαιο και προσόδους από μελλοντικά έσοδα του Δημοσίου οποιασδήποτε φύσεως.»

2. Η παρ. 8 του άρθρου 14 του ν. 2801/2000 αντικαθίσταται ως εξής:
«8. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αποφασίζεται η έκδοση τίτλων προεσόδων για το μέρος συγκεκριμένης κατηγορίας δημόσιων εσόδων ορισμένης χρονικής περιόδου και καθορίζονται το συνολικό ποσό της έκδοσης, ο τύπος και το είδος των τίτλων προεσόδων (ονομαστικοί ή ανώνυμοι), η ονομαστική αξία, η τιμή διάθεσης τους και ο τρόπος υπολογισμού της, το νόμισμα στο οποίο θα εκδίδονται, η διάρκεια αυτών, η τιμή εξόφλησης τους, η ποσοστιαία πρόσοδος και ο χρόνος κατά τον οποίο καθίστανται απαιτητές οι πρόσοδοι, ο τόπος και ο τρόπος διάθεσης των τίτλων στους επενδυτές, το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο θα κατατίθενται τα έσοδα που δεσμεύονται για την εξόφληση των τίτλων προεσόδων, ο τρόπος και ο χρόνος της κατάθεσης των εσόδων αυτών, καθώς και ο τρόπος εξόφλησης των τίτλων κατά κεφάλαιο και προσόδους.»

3. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 12 του άρθρου 14 του ν.2801/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 36 παρ. 3 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄), αντικαθίσταται ως εξής:
«Η κατά την παράγραφο αυτή μεταβίβαση μελλοντικών εσόδων διενεργείται με εκχώρηση των αντίστοιχων απαιτήσεων, ως προς την οποία εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις των άρθρων 11 και 14 παράγραφοι 1 και 2 του ν. 2844/2000 (ΦΕΚ 220 Α΄), όπως ισχύουν, εφόσον δεν αντίκεινται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.»

4. Στο άρθρο 14 του ν. 2801/2000, όπως ισχύει, προστίθενται παράγραφοι 13 και 14 που έχουν ως εξής:
«13. Η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων Ν.Π.Δ.Δ..
14. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα λογιστικής τακτοποίησης και εμφάνισης των ποσών στη δημόσια ληψοδοσία, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος άρθρου.»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 2867/2000 (ΦΕΚ 273 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Ε.Ε.Τ.Τ. συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, έκτων οποίων ένας είναι Πρόεδρος και δύο Αντιπρόεδροι. Εκ των δύο Αντιπροέδρων, ο ένας είναι αρμόδιος για τον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ο άλλος για τον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ., κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, απολαύουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι επιλέγονται και διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής. Τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. διορίζονται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών. Ο διορισμός όλων των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ως μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαμβάνουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα.»

2. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 2867/2000 (ΦΕΚ 273 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. είναι τετραετής. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. για περισσότερο από δύο συνεχείς θητείες.»

3. Στο άρθρο 2 του ν.δ. 638/1970 προστίθεται περίπτωση ιε, η οποία έχει ως ακολούθως:
«ιε) Την προμήθεια οργάνων, υλικών, εξοπλισμού, όπως επίπλων γραφείου, ηλεκτρονικών υπολογιστών και περιφερειακών αυτών, λογισμικού, τηλεπικοινωνιακών συσκευών, μηχανών γραφείου, συστημάτων ασφαλείας και λοιπής εν γένει υλικοτεχνικής υποδομής, αναγκαίων ή χρήσιμων προς εγκατάσταση και λειτουργία διεθνών ή κοινοτικών οργανισμών, όπως ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ΕΝ ISA), που εδρεύουν στην Ελλάδα, και για λογαριασμό αυτών.»

1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 19 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄) αντικαθίσταται από τότε που ίσχυσε ως εξής:
«Οι συντάξεις των ασφαλισμένων του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (Ε.Τ.Ε.Α.Μ.) που προέρχονται από το τ. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Τ.Ε.Α.Π.Α.Ε.) υπολογίζονται με βάση την ασφαλιστική κλάση επί της οποίας έχει υπολογιστεί η σύνταξη στο Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ.. Σε περιπτώσεις ασφαλισμένων σε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης εκτός του Ι.ΚΑ- Ε.Τ.Α.Μ., η σύνταξη υπολογίζεται με βάση την ασφαλιστική κλάση στην οποία κατατάσσονται σύμφωνα με τις αποδοχές τους, ως εάν ήταν ασφαλισμένοι του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ..
Τα ανωτέρω έχουν εφαρμογή και επί των εκκρεμών αιτήσεων συνταξιοδότησης που έχουν υποβληθεί στο τ. Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Προσωπικού Αεροπορικών Επιχειρήσεων (Τ.Ε.Α.Π.Α.Ε.) από 1.1.2003. Κατά τα λοιπά οι εν λόγω αιτήσεις κρίνονται σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ε.Τ.Ε.Α.Μ..»

2. Οι συντάξεις των συνταξιούχων του Ε.Τ.Ε.Α.Μ., που προέρχονται από το τ. Τ.Ε.Α.Π.Α.Ε., αυξάνονται σύμφωνα με τις εκάστοτε χορηγούμενες αυξήσεις των συντάξεων του Ταμείου, μη εφαρμοζόμενης της περίπτωσης γ της παρ. 1του άρθρου 19 του ν. 2434/1996 (ΦΕΚ 188 Α΄), όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει με την παρ. 3 του άρθρου 22 του ν. 3232/2004 (ΦΕΚ 48 Α΄).

1. Στο μόνιμο προσωπικό του Ο.Τ.Ε. που σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος Γενικού Κανονισμού Προσωπικού του Ο.Τ.Ε. απολύεται αυτοδίκαια και υποχρεωτικά μέχρι 31.12.2012 και συνταξιοδοτείται μέχρι την ίδια ημερομηνία από το Τ.Α.Π.-Ο.Τ.Ε., το οποίο επιθυμεί να υπαχθεί στις διατάξεις του παρόντος άρθρου, αναγνωρίζεται τόσος πλασματικός χρόνος ασφάλισης όσος απαιτείται για το σκοπό θεμελίωσης δικαιώματος άμεσης λήψης σύνταξης. Για τον υπολογισμό του αναγνωριζόμενου χρόνου το προσωπικό θεωρείται ως υπηρετούν μέχρι τη συμπλήρωση του προς απόλυση ορίου ηλικίας ή του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας που προβλέπονται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού Ο.Τ.Ε. ή των προϋποθέσεων άμεσης λήψης σύνταξης κατά τις ισχύουσες διατάξεις. Ο αναγνωριζόμενος χρόνος εξικνείται μέχρι την επέλευση της πρώτης χρονικά εκ των ανωτέρω περιπτώσεων.

2. Το μόνιμο προσωπικό του Ο.Τ.Ε., που εμπίπτει στις διατάξεις του παρόντος άρθρου και επιθυμεί να υπαχθεί σε αυτές πρέπει να υποβάλει έγγραφη αίτηση απόλυσης εντός προθεσμίας τριών μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου. Η ανωτέρω αίτηση δεν ανακαλείται, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.
Η απόλυση συντελείται εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από τη λήξη της προαναφερόμενης προθεσμίας.

3. Η απόφαση αναγνώρισης και υπολογισμού του αναγνωριζόμενου χρόνου μέχρι τη συμπλήρωση του προς απόλυση ορίου ηλικίας ή του πραγματικού χρόνου υπηρεσίας, που προβλέπονται από το Γενικό Κανονισμό Προσωπικού ή των προϋποθέσεων άμεσης συνταξιοδότησης κατά τις ισχύουσες διατάξεις, εκδίδεται από το Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε..
Ανάλογη απόφαση αναγνώρισης πλασματικού χρόνου ασφάλισης εκδίδεται από το Ταμείο Αρωγής Προσωπικού Ο.Τ.Ε. για τους Κλάδους Επικουρικής Ασφάλισης και Αρωγής.
Κάθε απόφαση αναγνώρισης πρέπει να μνημονεύει το κόστος που αφορά στις εισφορές εργοδότη και εργαζόμενου και την εκτίμηση του κόστους που αφορά στις συντάξεις για τους αντίστοιχους κλάδους, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος.
Ο κατά τα ανωτέρω αναγνωριζόμενος χρόνος ασφάλισης λογίζεται ως πραγματικός χρόνος κύριας και επικουρικής ασφάλισης (Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης και Κλάδος Αρωγής) και συνυπολογίζεται για τη θεμελίωση δικαιώματος άμεσης λήψης σύνταξης, καθώς και για τον υπολογισμό του ποσού της κύριας σύνταξης, της επικουρικής σύνταξης και της εφάπαξ χορηγίας. Οι αντιστοιχούσες εισφορές υπολογίζονται κατά περίπτωση με βάση τις τακτικές αποδοχές, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά τον τελευταίο μήνα εξόδου του εργαζόμενου.
Στις ανωτέρω περιπτώσεις, μετά την αναγνώριση του απαιτούμενου χρόνου ασφάλισης, η θεμελίωση του δικαιώματος άμεσης λήψης σύνταξης κατά πλάσμα δικαίου λογίζεται συντελούμενη την επομένη της απόλυσης, οι δε παροχές λόγω συνταξιοδότησης αρχίζουν έκτοτε να καταβάλλονται.

4.α) Η δαπάνη που θα προκύψει για κάθε αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης για το σύνολο των εισφορών εργαζομένων και εργοδότη, καθώς και το αντίστοιχο ποσό που θα προκύπτει από τις συντάξεις που θα χορηγήσει το Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε. βαρύνουν τον Ο.Τ.Ε. και το Ελληνικό Δημόσιο. Η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου συνίσταται στην υποχρέωση εξωχρηματιστηριακής μεταβίβασης άνευ ανταλλάγματος στο Τ.Α.Π. - Ο.Τ.Ε. μετοχών αντιστοιχουσών σε ποσοστό τέσσερα τοις εκατό (4%) του μετοχικού κεφαλαίου του Ο.Τ.Ε.. Ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών εξουσιοδοτείται να υπογράψει τις σχετικές συμβάσεις με τις οποίες θα συντελείται η άνω μεταβίβαση και θα καθορίζονται τα δικαιώματα του Ελληνικού Δημοσίου σε σχέση με τις μετοχές αυτές, περιλαμβανομένου του δικαιώματος προαίρεσης αγοράς και πώλησης αυτών στην τιμή κλεισίματος της μετοχής την ημέρα της εξωχρηματιστηριακής μεταβίβασης, του δικαιώματος ψήφου και του δικαιώματος προτίμησης σε περίπτωση αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου του Ο.Τ.Ε.. Η υπόλοιπη δαπάνη που προκύπτει από την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης βαρύνει τον Ο.Τ.Ε..
β) Το σύνολο των εισφορών εργαζομένων και εργοδότη για κάθε αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης, καθώς και το ποσό που προκύπτει από τις συντάξεις που θα χορηγήσει ο Κλάδος Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Αρωγής για τον προαναφερόμενο χρόνο βαρύνει τον Ο.Τ.Ε..
γ) Το σύνολο των εισφορών των εργαζομένων για κάθε αναγνώριση πλασματικού χρόνου ασφάλισης στον Κλάδο Αρωγής του Ταμείου Αρωγής βαρύνει τον Ο.Τ.Ε.. Η δαπάνη που θα προκύψει για την άμεση καταβολή των χορηγιών του Κλάδου Αρωγής του Ταμείου Αρωγής θα καλυφθεί με τη χορήγηση μακρόχρονου δανείου από τον Ο.Τ.Ε. στο εν λόγω Ταμείο.
Σε ρητή εφαρμογή των οριζομένων στις ανωτέρω περιπτώσεις καθορίζεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Μεταφορών και Επικοινωνιών και Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά ειδική οικονομική μελέτη του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ο τρόπος απόδοσης της επιβάρυνσης αυτής στους οικείους ασφαλιστικούς φορείς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την ολοκλήρωση της εθελουσίας εξόδου.

5. Σε περίπτωση που παρά την προσθήκη του αναγνωριζόμενου πλασματικού χρόνου ο απολυθείς δεν θεμελιώνει δικαίωμα άμεσης λήψης σύνταξης, η γενόμενη απόλυση ανακαλείται και ο απολυθείς επανέρχεται στην υπηρεσία από την οποία αποχώρησε λόγω απολύσεως εντός μηνός από της κοινοποιήσεως σε αυτόν του σχετικού εγγράφου. Ο χρόνος που ο κατά τα ανωτέρω απολυθείς παραμείνει εκτός υπηρεσίας δεν είναι χρόνος πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας.

1. Από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, με την οποία χορηγείται η προβλεπόμενη στην παρ. 1 του άρθρου 21 άδεια ίδρυσης και λειτουργίας των οργανωμένων αγορών του Χρηματιστηρίου Αθηνών και έγκρισης της τροποποίησης του Κανονισμού του και σε κάθε περίπτωση δώδεκα μήνες μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καταργούνται:
α) Τα άρθρα 1 έως 3 και 4 έως 17 του π.δ. 350/1985 και οι κατ’ εξουσιοδότηση του εκδοθείσες αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
β) Τα άρθρα 32 και 32α του ν. 1806/1988 και οι κατ’ εξουσιοδότηση τους εκδοθείσες αποφάσεις.
γ) Η παρ. 21 του άρθρου 59 του ν. 2396/1996.
δ) Τα άρθρα 34 έως 51, 53 έως 57 και 60 του ν. 2533/ 1997.
ε) Τα άρθρα 1 έως και 11 του ν. 2733/1999.
στ) Το άρθρο 1 παρ. 1 περίπτωση β΄ του ν. 2836/ 2000.
ζ) Τα άρθρα 10, 16 και 17του ν. 2843/2000.
η) Το άρθρο 10 του ν. 3152/2003 πλην της παραγράφου 6, η οποία καταργείται από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

2. Η ισχύς των άρθρων 1 έως 16, 18 έως 21 του νόμου αυτού αρχίζει από την ημερομηνία κατάργησης των διατάξεων που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.

3. Ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που προβλέπεται στην παρ. 11 του άρθρου 6 του ν. 2471/ 1997, όπως η διάταξη αυτή προστίθεται με την παρ. 4 του άρθρου 44 του νόμου αυτού, καταργούνται οι διατάξεις των παραγράφων 6 έως 8 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου «Πρόσθετες ρυθμίσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών (Χ.Α.Α.) και άλλες διατάξεις» της 18ης Νοεμβρίου 1996, που κυρώθηκε με το άρθρο 1 του ν. 2471/1997.

4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου καταργούνται οι παρακάτω διατάξεις:
α) η παρ. 8 του άρθρου 13 του α.ν. 2341/1940,
β) η παρ. 1 του άρθρου 14, τα άρθρα 23,29,33 και οι παράγραφοι 15 και 16 του άρθρου 33α του ν. 1806/1988,
γ) ο τίτλος του Κεφαλαίου Α΄ και τα άρθρα 1 έως και 16Α του ν. 1969/1991,
δ) η περίπτωση α΄ της παρ. 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991,

ε) Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις της περίπτωσης ε' της παραγράφου 4 καταργήθηκαν σύμφωνα με την περίπτωση ζ' του άρθρου 28 του ν.3401/2005]

στ) το άρθρο 51 του ν. 2778/1999,
ζ) η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 2836/2000,
η) η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 2992/2002,
θ) το άρθρο 43 του ν. 2992/2002,
ι) η περίπτωση β΄ της παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3152/ 2003,
ια) η παρ. 2 του άρθρου 16 του ν. 2533/1997 και
ιβ) κάθε άλλη διάταξη νόμου ή κανονιστικής πράξης που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος νόμου.

Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στις επί μέρους διατάξεις του.

 


 

Αθήνα 12 Ιουλίου 2005

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Π.ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Α.ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ

ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ
ΜΙΧ. Γ. ΛΙΑΠΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 14 Ιουλίου 2005

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021