Άρθρο 2. Ορισμοί
Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, νοούνται ως:
1. «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΕΠΕΥ): κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου το σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως ΕΠΕΥ νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος - μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.
2. «Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΑΕΠΕΥ): ΕΠΕΥ η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.
3. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η επιχείρηση κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1α του άρθρου 4 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ (L 177 /30.6.2006).
4. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής»: ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα που συναλλάσσεται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός οργανωμένης αγοράς ή Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ).
5. «Ειδικός διαπραγματευτής»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.
6. «Πελάτης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα.
7. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης ο οποίος διαθέτει την πείρα, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται και ο οποίος πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 6.
8. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας.
9. «Διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται τις δραστηριότητες μιας οργανωμένης αγοράς.
10. «Οργανωμένη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο:
(α) τελεί υπό τη διεύθυνση ή τη διαχείριση διαχειριστή αγοράς,
(β) επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση, βάσει των κανόνων και των συστημάτων του, και
(γ) έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.
11.«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)»: πολυμερές σύστημα το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή διαχειριστή αγοράς και εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των Κεφαλαίων Β΄ έως Δ΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.
12. «Εντολή με όριο»: εντολή αγοράς ή πώλησης ορισμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκριμένη ή σε καλύτερη τιμή.
13. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που είναι δεκτικές διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής και ιδίως:
(α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιριών, προσωπικών εταιριών και άλλων οντοτήτων, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,
(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,
(γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων μεταβιβάσιμων κινητών αξιών ή που είναι δεκτική διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα και που προσδιορίζεται με αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.
14. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης (Certificates of Deposit) και τα εμπορικά γραμμάτια (Commercial Paper) εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.
15. «Κράτος - μέλος»: κάθε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.).
16 «Κράτος μέλος καταγωγής»:
(α) της ΕΠΕΥ:
(αα) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
(ββ) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,
(γγ) εάν η ΕΠΕΥ δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
(β) της οργανωμένης αγοράς: το κράτος - μέλος στο οποίο είναι καταχωρημένη η οργανωμένη αγορά ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους - μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της οργανωμένης αγοράς.
17. «Κράτος - μέλος υποδοχής»: το κράτος - μέλος, διάφορο του κράτους - μέλους καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες, ή το κράτος - μέλος στο οποίο οργανωμένη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση μελών εξ αποστάσεως ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος - μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.
18. «Εταιρία διαχείρισης»: η εταιρία διαχείρισης κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία διαχείρισης με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1α της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L 375/31.12.1975), συμπεριλαμβανομένης και της Ανώνυμης Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004, καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
19. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα της ΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες ενδεχομένως δε και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος - μέλος από ΕΠΕΥ με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.
20. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ (L 390/31.12.2004), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 12 της Οδηγίας αυτής ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της ΕΠΕΥ στην οποία υπάρχει η εν λόγω συμμετοχή. Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής δεν προσμετρώνται τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, υπό την προϋπόθεση αφ’ ενός ότι τα δικαιώματα αυτά δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και αφ’ ετέρου ότι θα μεταβιβαστούν μέσα σε ένα (1) έτος από την απόκτησή τους.
21. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).
22. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται θυγατρικές επιχειρήσεις της μητρικής επιχείρησης.
23. «Έλεγχος»: μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920 ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.
24. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
(α) «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
(β) «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.
Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων.