Άρθρο 7γ. Προσωπικό και λειτουργία των Μονάδων της Αρχής
1. Οι αποσπάσεις του προσωπικού των Μονάδων της Αρχής, όπως και οι ανανεώσεις της θητείας του, γίνονται μετά από πρόταση του Προέδρου της Αρχής, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων:
α) Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του αρμόδιου κατά περίπτωση Υπουργού, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από Υπουργείο ή από τις Γραμματείες των Δικαστηρίων και των Εισαγγελιών.
β) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, του Προέδρου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή του Προέδρου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων, αν ο αποσπώμενος προέρχεται από τους φορείς αυτούς.
2. Τα ανωτέρω Υπουργεία και φορείς μεριμνούν για την επαρκή στελέχωση της Αρχής και εξασφαλίζουν ότι οι υπάλληλοί τους που αποσπώνται σε αυτή ως προσωπικό έχουν την απαιτούμενη επιστημονική κατάρτιση, γλωσσική επάρκεια, υπηρεσιακή εμπειρία και ικανότητα για την ανάληψη συγκεκριμένων θέσεων στις επί μέρους Μονάδες, καθώς και άριστο υπηρεσιακό Μητρώο.
3. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης, η αποζημίωση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, καθώς και οι πρόσθετες αμοιβές του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτήν με απόσπαση. Οι υπηρετούντες με απόσπαση λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών και επιδομάτων της οργανικής τους θέσης που δεν συνδέονται άμεσα με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων τους, καθώς και τις προαναφερόμενες πρόσθετες αμοιβές και τις πραγματοποιούμενες υπερωρίες. Οι πρόσθετες αμοιβές δεν υπόκεινται σε κρατήσεις υπέρ τρίτων.
4. Η πρόσληψη προσωπικού εκτός του δημόσιου τομέα στην Α΄ Μονάδα γίνεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων 2190/1994 (ΦΕΚ 28Α΄) και 3812/2009 (ΦΕΚ 234Α΄), όπως ισχύουν. Οι προσλαμβανόμενοι αποχωρούν αυτοδικαίως μετά τη λήξη της σύμβασής τους, η δε παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται, κατά παρέκκλιση από κάθε άλλη διάταξη, τα θέματα που αφορούν στις αποδοχές και τη λύση της σύμβασης του εν λόγω προσωπικού.
5. Ο Πρόεδρος της Αρχής αποφασίζει για την κατανομή των υποθέσεων, καθώς και σε ποιες περιπτώσεις είναι αναγκαία η εμπλοκή δύο ή και όλων των Μονάδων στην έρευνα της ίδιας υπόθεσης. Στο τέλος κάθε έτους συντάσσει έκθεση αναφορικά με την απόδοση και τη συμπεριφορά κάθε αποσπασμένου υπαλλήλου της Αρχής, την οποία αποστέλλει στον φορέα από τον οποίο προέρχεται ο υπάλληλος. Δύναται ακόμη να ζητεί την αντικατάσταση υπαλλήλου, εφόσον κρίνει την απόδοση ή τη συμπεριφορά του μη ικανοποιητική. Στην περίπτωση αυτή διακόπτεται η απόσπαση του υπαλλήλου και ο φορέας από τον οποίο προέρχεται προβαίνει υποχρεωτικά σε αντικατάστασή του με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παράγραφο 1.
6. Ο Πρόεδρος και τα Μέλη της κάθε Μονάδας μεριμνούν για τη βελτίωση της εκπαίδευσης και τη συνεχή κατάρτιση του προσωπικού της, συντονίζουν, εποπτεύουν και αξιολογούν το έργο του και λαμβάνουν μέτρα για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της Μονάδας.
7. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών, Εξωτερικών και Προστασίας του Πολίτη, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Προέδρου και των Μελών της Αρχής, ρυθμίζονται ειδικότερα θέματα που αφορούν στη λειτουργία των επί μέρους Μονάδων της Αρχής, το οργανόγραμμά τους, ο κανονισμός λειτουργίας τους, οι ειδικότερες αρμοδιότητες του Προέδρου, των Μελών και του προσωπικού τους, ο τρόπος διαχείρισης των υποθέσεων και η συνεργασία τους με τις εθνικές και τις αλλοδαπές αρχές.
8. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής που παραβαίνουν εκ δόλου τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του παρόντος νόμου υπέχουν, ανεξάρτητα από την ποινική, και πειθαρχική ευθύνη. Η πειθαρχική δίωξη κατά του Προέδρου ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα όργανα που προβλέπονται στο Σύνταγμα και τον Κώδικα Δικαστικών Λειτουργών. Η πειθαρχική δίωξη κατά των Μελών ασκείται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου του άρθρου 18 παρ. 3 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50Α΄). Τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα αποφασίζουν σε πρώτο και τελευταίο βαθμό την απαλλαγή ή την παύση του εγκαλουμένου. Η πειθαρχική δίωξη κατά των υπαλλήλων ασκείται και η υπόθεση εκδικάζεται από τα αρμόδια πειθαρχικά όργανα των φορέων από τους οποίους προέρχονται, μετά από σχετική αναφορά του Προέδρου της Αρχής.
9. Ο Πρόεδρος, τα Μέλη και οι υπάλληλοι της Αρχής υποβάλλουν κατ’ έτος στην Επιτροπή του άρθρου 21 του ν. 3023/2002 (ΦΕΚ 146Α΄) την προβλεπόμενη από το ν. 3213/2003 δήλωση περιουσιακής κατάστασης.