Άρθρο 34. Χρόνος ασφάλισης
1. Από την 1η.1.2020 χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. για τους ασφαλισμένους του Κεφαλαίου αυτού είναι:
α. Ο χρόνος πραγματικής ασφάλισης, ήτοι ο χρόνος ασφαλιστέας απασχόλησης ή ιδιότητας στον Ε.Φ.Κ.Α. ή στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς για τον οποίο έχουν καταβληθεί εισφορές. Για τους μισθωτούς ως χρόνος ασφάλισης αναγνωρίζεται και ο χρόνος για τον οποίο οφείλονται εισφορές, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις.
β. Ο λογιζόμενος χρόνος συντάξιμης υπηρεσίας των πολιτικών και στρατιωτικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνταξιοδοτικής νομοθεσίας του Δημοσίου, όπως αυτές ίσχυαν μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
γ. Οι πλασματικοί χρόνοι ασφάλισης του άρθρου 40 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), της παραγράφου 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170), του άρθρου 6 παράγραφος 12 και του άρθρου 17 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120), καθώς και ο χρόνος άσκησης δικηγορίας σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1090/1980 (Α΄ 263).
Όπου για την αναγνώριση των πλασματικών αυτών χρόνων ασφάλισης προβλέπεται καταβολή εισφοράς, η αναγνώριση γίνεται με την καταβολή από τον ασφαλισμένο για κάθε μήνα αναγνωριζόμενου πλασματικού χρόνου ασφάλισης της εισφοράς ασφαλισμένου και εργοδότη, στο ποσοστό που ισχύει κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης εξαγοράς.
Η ως άνω εισφορά υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου κατά τον τελευταίο μήνα πλήρους απασχόλησης πριν από την υποβολή της αίτησης εξαγοράς, σύμφωνα με τις ειδικότερες προβλέψεις του άρθρου 38 και εφόσον έχει διακοπεί η απασχόληση, επί των αποδοχών του τελευταίου μήνα απασχόλησης προσαυξανόμενων κατά τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 8.
Σε περίπτωση ελεύθερου επαγγελματία, αυτοτελώς απασχολούμενου ή ενός από τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του πρώην ΟΓΑ, για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα ασφάλισης καταβάλλεται η προβλεπόμενη από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 39 και της παραγράφου 1 του άρθρου 40 ασφαλιστική εισφορά, την οποία έχει επιλέξει ο ασφαλισμένος κατά το έτος υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.
Το συνολικό ποσό της κατά τα ανωτέρω εξαγοράς καταβάλλεται σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όσοι είναι και οι μήνες που αναγνωρίζονται. Το ποσό αυτό μπορεί να καταβληθεί εφάπαξ, οπότε παρέχεται έκπτωση 2% για κάθε έτος εξαγοράς.
Η πρώτη δόση καταβάλλεται μέχρι το τέλος του επόμενου μήνα της κοινοποίησης της απόφασης. Καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται επιβάρυνσή της με τον εκάστοτε προβλεπόμενο τόκο καθυστέρησης.
Σε περίπτωση θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ή προσαύξησης του ποσού της σύνταξης πριν από τον χρόνο εξόφλησης της εισφοράς εξαγοράς, παρακρατείται κάθε μήνα από τη σύνταξη και μέχρι την εξόφληση ποσό ίσο με το ένα τέταρτο του ποσού της σύνταξης.
Από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι ασφαλισμένοι που συνταξιοδοτούνται, σύμφωνα με την παράγραφο 10 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), έχουν δικαίωμα να αναγνωρίζουν τους πλασματικούς χρόνους ασφάλισης των άρθρων 39, 40 και 41 του ν. 3996/2011 (Α΄ 170).
δ. Ο χρόνος ασφάλισης που έχει αναγνωριστεί και εξαγοραστεί ή συνεχίζεται η εξαγορά του στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς, καθώς και ο χρόνος που έχει προσμετρηθεί από προϋπηρεσία ή άλλη αιτία. Αναγνωρίσεις χρόνων, οι οποίες δεν έχουν ολοκληρωθεί με την πλήρη εξόφληση του ποσού της εξαγοράς, συνεχίζονται στον Ε.Φ.Κ.Α. μέχρι την ολοκλήρωσή τους, βάσει των διατάξεων που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
Η αναγνώριση του χρόνου της παραγράφου 5 του άρθρου 53 του ν. 3518/2006 (Α΄ 272) εξακολουθεί να είναι σε ισχύ. Οι ασφαλισμένοι καταβάλλουν για κάθε αναγνωριζόμενο χρόνο την προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 40 ασφαλιστική εισφορά, την οποία έχει επιλέξει ο ασφαλισμένος κατά το έτος υποβολής της αίτησης αναγνώρισης.
Με απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων καθορίζονται η διαδικασία καταβολής της ανωτέρω εισφοράς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της ρύθμισης.
ε. Ο χρόνος προαιρετικής ασφάλισης κατά την παράγραφο 2.
2. Κάθε ασφαλισμένος του Ε.Φ.Κ.Α., εφόσον παύει να έχει την ασφαλιστέα στον Ε.Φ.Κ.Α. απασχόληση ή ιδιότητα, δικαιούται να συνεχίσει την ασφάλισή του στον Ε.Φ.Κ.Α. προαιρετικά κατ’ εφαρμογή των άρθρων 18 και 37. Πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσόμενων φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών συνεχίζουν αυτήν στον Ε.Φ.Κ.Α..
Οι ασφαλισμένοι που έχουν διαδοχικό χρόνο ασφάλισης στους εντασσόμενους στον Ε.Φ.Κ.Α. φορείς, τομείς, κλάδους και λογαριασμούς δικαιούνται να συνεχίσουν την ασφάλισή τους στον Ε.Φ.Κ.Α. προαιρετικά στον κλάδο του τελευταίου εντασσόμενου φορέα υποχρεωτικής ασφάλισής τους. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που έχουν ήδη υπαχθεί στην προαιρετική ασφάλιση των εντασσομένων φορέων, τομέων και κλάδων και συνεχίζουν αυτή στον Ε.Φ.Κ.Α.
3.α) αα) Ο χρόνος ασφάλισης μέχρι τις 31.12.2016 προσώπων που έχουν υπαχθεί καλόπιστα στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών, λόγω απασχόλησης ή ιδιότητας, ενώ δεν συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις, και συνεχίζουν από την 1η.1.2017 να υπάγονται στην ασφάλιση του Ε.Φ.Κ.Α. λόγω της ίδιας απασχόλησης ή ιδιότητας, λογίζεται ως χρόνος ασφάλισης στον Ε.Φ.Κ.Α. και οι σχετικές ασφαλιστικές εισφορές δεν επιστρέφονται, εφόσον δεν έχει εκδοθεί απόφαση διαγραφής.
αβ) Από την ημερομηνία διαπίστωσης από τα αρμόδια όργανα της μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων υπαγωγής και συνέχισης της ασφάλισης, τα ανωτέρω πρόσωπα υπάγονται υποχρεωτικά στην ασφάλιση των εντασσόμενων στον Ε.Φ.Κ.Α. φορέων, τομέων, κλάδων και λογαριασμών βάσει της ασκούμενης δραστηριότητας ή της ιδιότητας.
αγ) Κατ’ εξαίρεση, σε περίπτωση που η διαπίστωση της μη συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων υπαγωγής έχει γίνει μέχρι τις 31.12.2019, τα προβλεπόμενα στο ανωτέρω εδάφιο εφαρμόζονται από την 1η.1.2020.
β) Τα αναφερόμενα στην περίπτωση α΄ δεν εφαρμόζονται στις περιπτώσεις ασφαλισμένων για τους οποίους έχει χωρήσει λανθασμένη υπαγωγή στην ασφάλιση από την 1η.1.2017 και εφεξής.
4. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος καταργούνται το άρθρο 3 του ν. 1358/1983 (Α΄ 64), το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 40 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 18 του άρθρου 10 του ν. 3863/2010 (Α΄ 115), καθώς και κάθε αντίθετη διάταξη.