Άρθρο 153. Γενικές ρυθμίσεις για θέματα αποδοχών
1. Η αξίωση του λειτουργού ή υπαλλήλου για αποδοχές αρχίζει από την ανάληψη υπηρεσίας και παύει με τη λύση της υπαλληλικής του σχέσης. Δεν καταβάλλονται αποδοχές όταν ο λειτουργός ή ο υπάλληλος από υπαιτιότητά του δεν παρέσχε υπηρεσία καθόλου ή εν μέρει.
2. Για τον υπολογισμό των αποδοχών ο μήνας λογίζεται για τριάντα (30) ημέρες. Στις περιπτώσεις απεργίας ή αποχής του λειτουργού ή υπαλλήλου από τα καθήκοντά του, ο μήνας λογίζεται για είκοσι πέντε (25) ημέρες. Στην περίπτωση απεργίας ή αποχής, στην έννοια της οποίας υπάγονται και οι στάσεις εργασίας, γίνεται περικοπή των μεικτών μηνιαίων τακτικών αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων και των κρατήσεων, εργοδότη και εργαζόμενου, για κύρια και επικουρική σύνταξη, στην περίπτωση που η ημέρα απεργίας αναγνωρίζεται ως συντάξιμη.
3. Ο λειτουργός ή ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια θέσης σε διαθεσιμότητα δικαιούται τα τρία τέταρτα (3/4) των αποδοχών του, πλην αυτών που συνδέονται με την πραγματική άσκηση των καθηκόντων του, τα οποία περικόπτονται εντελώς. Ο χρόνος διαθεσιμότητας δεν λαμβάνεται υπόψη για μισθολογική εξέλιξη.
4. Ο λειτουργός ή ο υπάλληλος που τελεί σε κατάσταση αργίας δικαιούται το ήμισυ των αποδοχών του, πλην αυτών που συνδέονται με την πραγματική άσκηση των καθηκόντων του, τα οποία περικόπτονται εντελώς. Ο χρόνος αργίας δεν λαμβάνεται υπόψη για μισθολογική εξέλιξη. Σε περίπτωση που επιβληθεί η ποινή της απόλυσης ή της οριστικής παύσης, οι αποδοχές που καταβλήθηκαν σε αυτόν κατά το διάστημα της αργίας αναζητούνται ως αχρεωστήτως καταβληθείσες.
5. Λειτουργός ή υπάλληλος, ο οποίος επανέρχεται από την κατάσταση της διαθεσιμότητας ή της αργίας ή λόγω πλάνης σχετικά με το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα στα καθήκοντά του, δικαιούται πλήρεις αποδοχές από την ημερομηνία της εκ νέου ανάληψης των καθηκόντων του. Αν από οικείες διατάξεις προβλέπεται επιστροφή αποδοχών για την περίοδο που ο λειτουργός ή ο υπάλληλος είχε τεθεί σε αργία, δεν μπορεί να επιστρέφονται αποδοχές που συνδέονται με την ενεργό άσκηση των καθηκόντων του. Αν ο λειτουργός ή ο υπάλληλος επιστρέφει στα καθήκοντά του μετά από τη θέση του σε διαθεσιμότητα με υπαιτιότητα της Υπηρεσίας, για το διάστημα αυτό καταβάλλεται το σύνολο των αποδοχών του.
6. Σε περίπτωση πειθαρχικής ποινής επιβολής προστίμου, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, αυτό υπολογίζεται επί των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του λειτουργού ή υπαλλήλου, αφαιρουμένων των προβλεπόμενων κρατήσεων.
7. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 13 του άρθρου 130 του παρόντος, λειτουργοί και υπάλληλοι μερικής απασχόλησης ή εργαζόμενοι ως ωρομίσθιοι λαμβάνουν αναλογία των αποδοχών αντίστοιχου προσωπικού πλήρους απασχόλησης.
8. Για υπηρεσίες που παρέχονται με μειωμένο ωράριο εργασίας, αναγνωρίζεται για μισθολογική εξέλιξη τόσος χρόνος, όσος προκύπτει από το πηλίκο διαίρεσης του συνόλου των ωρών εργασίας δια του αριθμού των ωρών εβδομαδιαίας απασχόλησης που ισχύει για τον αντίστοιχο κλάδο λειτουργών, υπαλλήλων και στελεχών.
9. Λειτουργοί και υπάλληλοι που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, οι οποίοι κατέχουν νόμιμα και δεύτερη έμμισθη θέση στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 4354/2015, λαμβάνουν το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης και το τριάντα τοις εκατό (30%) των αποδοχών της δεύτερης θέσης στην οποία απασχολούνται, με την επιφύλαξη της παραγράφου 13 του άρθρου 130 του παρόντος νόμου. Ως δεύτερη θέση ή απασχόληση λογίζεται η προσδιοριζόμενη με τη διάταξη της παρ.12 του άρθρου 25 του ν. 4354/2015.
10. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου οι τακτικές μηνιαίες αποδοχές αποτελούνται από το βασικό μισθό, τα επιδόματα και τις παροχές που καθορίζονται από τις διατάξεις του νόμου αυτού καθώς και την προσωπική διαφορά του άρθρου 155.
Δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των μηνιαίων τακτικών αποδοχών τα εξής επιδόματα και παροχές:
α) Της περίπτωσης α΄ της παραγράφου Δ΄ του άρθρου 127,
β) Της περίπτωσης β΄ της παραγράφου Δ΄ του άρθρου 127,
γ) Της παραγράφου 2 του άρθρου 135,
δ) Της περίπτωσης Δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 144.
Δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές οι εφημερίες του άρθρου 140, αποζημιώσεις που καταβάλλονται για υπερωριακή απασχόληση και τα επιμίσθια για εκτέλεση χρηματοδοτούμενων ερευνητικών προγραμμάτων της παραγράφου 3 του άρθρου 135 του παρόντος νόμου.
Επίσης, δεν αποτελούν τακτικές αποδοχές τα έξοδα κίνησης της παρ. 4 του άρθρου 60 του ν. 1943/1991 (Α΄ 50), καθώς και το μηνιαίο επιμίσθιο της παραγράφου 5 του ίδιου άρθρου και νόμου.
11. Οι ρυθμίσεις των παραγράφων 3 και 4 του παρόντος άρθρου ισχύουν με την επιφύλαξη ειδικότερων διατάξεων.