Άρθρο 4. Ορισμοί (Άρθρο 4 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ)

Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι εξής ορισμοί:
1.α) «Επιχείρηση επενδύσεων»: κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μίας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή και η άσκηση μίας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως επιχείρηση επενδύσεων νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ.
β) «Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.)»: η επιχείρηση επενδύσεων που έχει συσταθεί ως ανώνυμη εταιρεία του κ.ν. 2190/1920 (Α΄ 144) και έχει λάβει σχετική άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. «Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες»: οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες του Τμήματος Α΄ του Παραρτήματος Ι οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που απαριθμούνται στο Τμήμα Γ΄ του Παραρτήματος Ι.

3. «Παρεπόμενη υπηρεσία»: οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο Τμήμα Β΄ του Παραρτήματος I.

4. «Επενδυτική συμβουλή»: η παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αίτησής του είτε με πρωτοβουλία της επιχείρησης επενδύσεων σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.

5. «Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών»: η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοπιστωτικών μέσων που εκδίδονται από επιχείρηση επενδύσεων ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους.

6. «Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό»: η διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

7. «Ειδικός διαπραγματευτής (market maker)»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.

8. «Διαχείριση χαρτοφυλακίου»: η διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα.

9. «Πελάτης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες.

10. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης που πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο Παράρτημα ΙΙ.

11. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης.

12. «Αγορά ανάπτυξης μικρομεσαίων επιχειρήσεων»: ένας ΠΜΔ που έχει καταχωριστεί ως αγορά για την ανάπτυξη ΜμΕ, σύμφωνα με το άρθρο 33 του παρόντος νόμου και το άρθρο 33 της Οδηγίας 2014/65/EE.

13. «Μικρομεσαία επιχείρηση (ΜμΕ)»: για τους σκοπούς του παρόντος νόμου, μια εταιρεία που έχει μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από 200.000.000 ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη.

14. «Οριακή εντολή (limit order)»: εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοπιστωτικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα.

15. «Χρηματοπιστωτικό μέσο»: τα μέσα που προσδιορίζονται στο Τμήμα Γ΄ του Παραρτήματος Ι.

16. «Συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων Γ.6»: συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης (options), συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (futures), συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου που προβλέπεται στο Τμήμα Γ.6 του Παραρτήματος Ι, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση.

17. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.

18. «Διαχειριστής αγοράς»: η ανώνυμη εταιρεία που διευθύνει ή διαχειρίζεται ρυθμιζόμενη αγορά, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Ως διαχειριστής αγοράς νοείται και κάθε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα που μπορεί να είναι και η ίδια η ρυθμιζόμενη αγορά το οποίο έχει λάβει σχετική άδεια από άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις διατάξεις της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

19. «Πολυμερές σύστημα»: οποιοδήποτε σύστημα ή μηχανισμός στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο σύστημα.

20. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής (systematic internaliser)»: επιχείρηση επενδύσεων η οποία διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά, συστηματικά και σε σημαντικό βαθμό, όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα. O συχνός και συστηματικός χαρακτήρας μετριέται με τον αριθμό των συναλλαγών στο χρηματοπιστωτικό μέσο που συνάπτονται από την επιχείρηση επενδύσεων εκτός τόπου διαπραγμάτευσης για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών. O σημαντικός βαθμός μετριέται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της επιχείρησης επενδύσεων σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο. Ο χαρακτηρισμός ως συστηματικού εσωτερικοποιητή ισχύει μόνο όταν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις, τόσο ο συχνός και συστηματικός χαρακτήρας, όσο και ο σημαντικός βαθμός ή όταν μια επιχείρηση επενδύσεων επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής.

21. «Ρυθμιζόμενη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων – εντός του συστήματος και, σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή των συστημάτων του, και το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά, σύμφωνα με τον τίτλο III του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

22.«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ»: πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται επιχείρηση επενδύσεων ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων –εντός του συστήματος και, σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια – κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

23. «Μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ»: το πολυμερές σύστημα, που δεν είναι ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα συμφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων μπορεί να αλληλεπιδρούν στο εσωτερικό του κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης, σύμφωνα με τον τίτλο II του παρόντος νόμου ή της Οδηγίας 2014/65/EE.

24. «Τόπος διαπραγμάτευσης»: ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

25. «Ρευστή αγορά»: αγορά χρηματοπιστωτικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοπιστωτικών μέσων:
α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοπιστωτικών μέσων,
β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένου του λόγου των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοπιστωτικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,
γ) μέσο άνοιγμα τιμών όπου είναι διαθέσιμο.

26. «Αρμόδια αρχή»: η αρχή που ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 67 του παρόντος νόμου ή η αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/EK κατά περίπτωση.

27. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του σημείου 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 (EE L 176/27.6.2013).

28. «Εταιρεία διαχείρισης Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ)»: η εταιρεία διαχείρισης κατά την έννοια των περιπτώσεων β΄ και γ΄ του άρθρου 3 του ν. 4099/2012 (Α΄250) και της περίπτωσης β΄ της παρ. 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ (EE L 302/17.11.2009).

29. «Συνδεδεμένος αντιπρόσωπος»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μίας και μόνον επιχείρησης επενδύσεων για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, τοποθετεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή υπηρεσίες.

30. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας που αποτελεί τμήμα επιχείρησης επενδύσεων, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή και δραστηριότητες, ενδεχομένως δε και παρεπόμενες δραστηριότητες για τις οποίες η επιχείρηση επενδύσεων έχει αδειοδοτηθεί. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στην Ελλάδα από επιχείρηση επενδύσεων με την έδρα της σε άλλο κράτος μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.

31. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε επιχείρηση επενδύσεων που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 9 και 10 του ν. 3556/2007 (Α΄91), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 του άρθρου 13 του ως άνω νόμου, ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης επενδύσεων στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή.

32. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της μητρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 (Α΄ 251).

33. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια θυγατρικής επιχείρησης του άρθρου 32 του ν. 4308/2014 περιλαμβανομένης κάθε θυγατρικής μίας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

34. «Όμιλος»: ο όμιλος κατά την έννοια του ομίλου του Παραρτήματος του ν. 4308/2014.

35. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
α) σχέση συμμετοχής: δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
β) «σχέση ελέγχου»: δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 4308/2014, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μίας επιχείρησης. Κάθε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,
γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.

36. «Όργανο διοίκησης»: το διοικητικό συμβούλιο ή άλλο όργανο ή όργανα μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που έχουν οριστεί, σύμφωνα με την κατά περίπτωση εθνική νομοθεσία και που έχουν εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της συνολικής κατεύθυνσης της οντότητας κατά περίπτωση και επιβλέπουν και παρακολουθούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκησή της, περιλαμβανομένων των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά τις δραστηριότητες της οντότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

37. «Διευθυντικά στελέχη»: τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας επιχείρησης επενδύσεων, ενός διαχειριστή αγοράς ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο όργανο διοίκησης για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την επιχείρηση και το προσωπικό της.

38. «Αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό»: συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερα τα μέρη της συναλλαγής να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν της προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή που γνωστοποιείται προηγουμένως.

39. «Αλγοριθμικές συναλλαγές»: οι συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως π.χ. την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση και δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών που δεν καθορίζουν παραμέτρους για την εκτέλεσή τους, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν.

40. «Τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα»: τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από:
α) τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων συστημάτων πληροφορικής, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας
β) τον καθορισμό από το σύστημα της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και
γ) υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις.

41. «Άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση»: μηχανισμός στο πλαίσιο του οποίου ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοπιστωτικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης και περιλαμβάνει ρυθμίσεις όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά, direct market access) και ρυθμίσεις όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο κατευθείαν (κατευθείαν πρόσβαση στην αγορά, sponsored access).

42. «Πρακτική διασταυρούμενων πωλήσεων (crossselling practices)»: η προσφορά μιας επενδυτικής υπηρεσίας μαζί με μια άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως προϋπόθεση για την ίδια συμφωνία ή πακέτο.

43. «Δομημένη κατάθεση»: κατάθεση, όπως ορίζεται στην περίπτωση 20 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4370/ 2016 (Α΄ 37), πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τόκοι ή άλλες αποδόσεις (premium) καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο, σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως:
α) ένα δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με ένα δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor,
β) ένα χρηματοπιστωτικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοπιστωτικών μέσων,
γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων, υλικών ή μη υλικών, μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων ή
δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών.

44. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως:
α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, προσωπικών εταιρειών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για μετοχές,
β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και αποθετήρια έγγραφα για τέτοιες κινητές αξίες,
γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων κινητών αξιών ή επιδεχόμενη διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα προσδιοριζόμενο κατ’ αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.

45. «Αποθετήρια έγγραφα»: οι κινητές αξίες οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και οι οποίες αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορεί να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη.

46. «Διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια»: κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή
μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, κατά περίπτωση, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους.

47. «Πιστοποιητικά»: τα πιστοποιητικά κατά την έννοια του σημείου 27 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

48. «Δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα»: τα δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα κατά την έννοια του σημείου 28 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

49. «Παράγωγα»: τα παράγωγα κατά την έννοια του σημείου 29 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

50. «Παράγωγα επί εμπορευμάτων»: τα παράγωγα επί εμπορευμάτων κατά την έννοια του σημείου 30 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

51. «Κεντρικός αντισυμβαλλόμενος (CCP)»: κεντρικός αντισυμβαλλόμενος, όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (EE L 201/ 27.7.2012).

52. «Eγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης αναφορών συναλλαγών για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014.

53. «Πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που απαριθμούνται στα άρθρα 6, 7, 10, 12, 13, 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) 600/2014 από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων απευθείας
μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοπιστωτικό μέσο.

54. «Εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.»: πρόσωπο το οποίο έχει λάβει, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ) για λογαριασμό επιχείρησης επενδύσεων.

55. «Κράτος μέλος καταγωγής»:
α) στην περίπτωση επιχείρησης επενδύσεων:
αα) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
ββ) αν η επιχείρηση επενδύσεων είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,
γγ) αν η επιχείρηση επενδύσεων δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος -μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
β) στην περίπτωση ρυθμιζόμενης αγοράς, το κράτος- μέλος στο οποίο είναι καταχωρισμένη η ρυθμιζόμενη αγορά ή, αν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους- μέλους αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,
γ) στην περίπτωση Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.:
αα) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
ββ) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,
γγ) αν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία.

56. «Κράτος μέλος υποδοχής»: το κράτος μέλος, διάφορο του κράτους μέλους καταγωγής, στο οποίο μια επιχείρηση επενδύσεων έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ αποστάσεως πρόσβαση μελών ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων σε αυτό το ίδιο κράτος μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.

57. «Επιχείρηση τρίτης χώρας»: μια επιχείρηση που θα ήταν πιστωτικό ίδρυμα που θα παρείχε επενδυτικές υπηρεσίες ή θα ασκούσε επενδυτικές δραστηριότητες, ή επιχείρηση επενδύσεων αν τα κεντρικά γραφεία της ή η καταστατική έδρα της βρίσκονταν εντός της Ένωσης.

58. «Ενεργειακό προϊόν χονδρικής»: τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής όπως ορίζονται στο σημείο 4 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 1227/2011 (EE L 326/ 8.12.2011).

59. «Παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων»: οι συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο άρθρο 1 και στο Παράρτημα I Μέρος I έως ΧΧ και XXIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) 1308/2013 (EE L 347/20.12.2013).

60. «Εκδότης κρατικών/δημόσιων τίτλων»: οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους φορείς εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:
α) η Ένωση,
β) ένα κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,
γ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,
δ) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,
ε) ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης, ή
στ) η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.

61. «Κρατικός/δημόσιος χρεωστικός τίτλος»: χρεωστικός τίτλος που έχει εκδοθεί από εκδότη κρατικών/δημόσιων τίτλων.

62. «Σταθερό μέσο»: κάθε μέσο το οποίο:
α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά, για το απαιτούμενο από τους σκοπούς των πληροφοριών χρονικό διάστημα, και
β) επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών.

63. «Πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων»: Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ..

64. Κεντρικό αποθετήριο τίτλων ή «ΚΑΤ» : κεντρικό αποθετήριο τίτλων όπως ορίζεται στο σημείο 1 της παρ. 1 του άρθρου 2 του Κανονισμού (ΕΕ) 909/2014.