Άρθρο 26. Υποχρεώσεις υπηρεσιών και υπαλλήλων
1. Οι δημόσιες υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οργανισμοί και επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης υποχρεούνται να μην παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε πολίτες τρίτης χώρας, οι οποίοι δεν έχουν διαβατήριο ή άλλο ταξιδιωτικό έγγραφο που αναγνωρίζεται από διεθνείς συμβάσεις και θεώρηση εισόδου ή άδεια διαμονής και γενικά δεν αποδεικνύουν ότι έχουν εισέλθει και διαμένουν νόμιμα στην Ελλάδα.
Σε πολίτες τρίτων χωρών που είναι αντικειμενικά στερούμενοι διαβατηρίου αναγνωρίζεται δικαίωμα συναλλαγής με τις αναφερόμενες στο προηγούμενο εδάφιο υπηρεσίες με μόνη την επίδειξη της άδειας διαμονής τους.
2. Από τις ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου εξαιρούνται:
α) τα νοσοκομεία, θεραπευτήρια και κλινικές όταν πρόκειται για πολίτες τρίτων χωρών που εισάγονται εκτάκτως για νοσηλεία, τοκετό και για ανήλικα παιδιά, καθώς και οι δομές κοινωνικής μέριμνας που λειτουργούν στο πλαίσιο των Ο.Τ.Α.,
β) η θεώρηση του γνήσιου της υπογραφής κρατούμενων αλλοδαπών για εξουσιοδότηση σε δικηγόρους, προκειμένου να εκπροσωπηθούν ενώπιον δικαστικών αρχών και υπό την προϋπόθεση ότι αποδεικνύονται, εξ οιουδήποτε δημόσιου εγγράφου, τα στοιχεία της ταυτότητας τους,
γ) καταγγελίες ή προσφυγή σε αρμόδια δικαστήρια ή διοικητικές αρχές, παράνομα απασχολούμενων πολιτών τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 83 και 86 του ν. 4052/2012. Οι διατάξεις των άρθρων 83 και 86 του Ν. 4052/2012, (Α' 41), όπως ισχύει, εφαρμόζονται αναλογικά και στην περίπτωση των εποχικά εργαζόμενων.
δ) η συναλλαγή των πολιτών τρίτων χωρών που τελούν υπό καθεστώς οικειοθελούς αναχώρησης μόνο για τη διευθέτηση εκκρεμών υποχρεώσεων που σχετίζονται με την αναχώρησή τους από τη χώρα,
ε) η συναλλαγή των πολιτών τρίτων χωρών που τελούν υπό καθεστώς παράτασης της οικειοθελούς αναχώρησής τους από τη χώρα,
στ) η υποβολή αιτήσεων για χορήγηση αδειών διαμονής στις αρμόδιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 19 και 19Α,
ζ) η χορήγηση αντιγράφου απόρριψης ή ανάκλησης άδειας διαμονής σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 10,
η) η άσκηση αίτησης θεραπείας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 25.
θ) η ονοματοδοσία του άρθρου 15 του ν. 1438/1984 (Α' 60) όταν οι γονείς, πολίτες τρίτων χωρών, στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων.
3. Οι διευθυντές φυλακών και κρατητηρίων υποχρεούνται να παραλαμβάνουν και να φυλάσσουν διαβατήρια ή άλλα έγγραφα που αποδεικνύουν τη νομιμότητα της διαμονής, καθώς και την ταυτότητα των κρατούμενων πολιτών τρίτων χωρών. Τα έγγραφα αυτά επιστρέφονται κατά την απόλυση του πολίτη τρίτης χώρας. Αν ο πολίτης τρίτης χώρας δεν έχει τα ανωτέρω έγγραφα, οι ως άνω υπάλληλοι οφείλουν να το γνωστοποιήσουν αμέσως στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή ή στην πλησιέστερη υπηρεσία της Αποκεντρωμένης Διοίκησης.
4. Οι υπάλληλοι των παραπάνω υπηρεσιών και φορέων που παραβαίνουν τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού διώκονται πειθαρχικά και τιμωρούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, για παράβαση καθήκοντος.
5. Το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, αρμόδια υπηρεσία για την επιθεώρηση εργασίας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του Ν. 3996/2011 (Α' 170) και του Ν. 4052/2012, όπως ισχύει, τηρεί τις αρμοδιότητες ελέγχου, επιθεώρησης και τήρησης στοιχείων, όπως αυτές του αποδίδονται με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3996/2011, όπως αυτός ισχύει.
6. Η Διεύθυνση Μεταναστευτικής Πολιτικής του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης κάθε έτος ανακοινώνει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) 862/2007, στατιστικά στοιχεία για τον αριθμό των πολιτών τρίτων χωρών, στους οποίους χορηγήθηκε θεώρηση εισόδου για το σκοπό της εποχικής εργασίας για πρώτη φορά, καθώς και για τον αριθμό αυτών, των οποίων η θεώρηση έλαβε παράταση ή ανακλήθηκε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Οι στατιστικές αυτές κατανέμονται ανά ιθαγένεια και εφόσον είναι δυνατόν ανά διάρκεια ισχύος της θεώρησης και ανά τομέα εποχικής δραστηριότητας.
7. Οι στατιστικές της προηγούμενης παραγράφου έχουν περίοδο αναφοράς ένα ημερολογιακό έτος και ανακοινώνονται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή εντός έξι μηνών από το τέλος του έτους αναφοράς. Το πρώτο έτος αναφοράς είναι το 2017.