Άρθρο 25. Φορολογία κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών

Α. Οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το ν. 2961/2001 (ΦΕΚ 266 Α'), αντικαθίστανται, τροποποιούνται και συμπληρώνο­νται ως εξής:

1.α) Η περίπτωση ι' του άρθρου 7 και η περίπτωση ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 40 καταργούνται.
β) Μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, οι φορολογούμενοι υποχρεούνται να υποβάλουν δηλώσεις φόρου κληρονομιών, δωρεών και γονικών παροχών στις οποίες, κατά την ημερομηνία αυτή, είχαν εφαρμογή οι καταργούμενες διατάξεις. Για τον υπολογισμό του φό­ρου στις υποθέσεις αυτές ως χρόνος φορολογίας λαμ­βάνεται η ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
γ) Η περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών καταργείται.

2. Στο άρθρο 12 προστίθεται παράγραφος 5 που έχει ως εξής:
«5. Για την επιβολή του αναλογούντος φόρου επί με­τοχών, μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής ή λοι­πών τίτλων εταιρειών ή λοιπών νομικών προσώπων ή νο­μικών οντοτήτων που έχουν υποχρέωση καταβολής του ειδικού φόρου επί των ακινήτων, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 15 του ν. 3091/2002 (ΦΕΚ330 Α'), όπως ισχύ­ει, εφόσον η δήλωση φόρου κληρονομιάς, δωρεάς ή γο­νικής παροχής δεν υποβληθεί εμπρόθεσμα, ως φορολο­γητέα αξία λαμβάνεται η αξία των ακινήτων επί των ο­ποίων έχουν εμπράγματο δικαίωμα πλήρους ή ψιλής κυριότητας ή επικαρπίας.»

3. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 15 αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε μεταβίβαση για αόριστο χρόνο με χαριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος ενάσκησης της επικαρ­πίας σε άλλο πρόσωπο εκτός του ψιλού κυρίου, η αξία αυτής προσδιορίζεται σε ποσοστό της αξίας της πλή­ρους κυριότητας κατά το χρόνο γένεσης της φορολογι­κής υποχρέωσης με βάση την ηλικία του μεγαλύτερου μεταξύ του επικαρπωτή και του προσώπου που αποκτά το δικαίωμα ενάσκησης.»

4. Οι περιπτώσεις δ' και ε' της παραγράφου 5 του άρ­θρου 16 αντικαθίστανται ως εξής:
«δ) Όταν ο ψιλός κύριος αποκτήσει την ενάσκηση του δικαιώματος της επικαρπίας.
ε) Όταν ο ψιλός κύριος, με δήλωση που θα υποβάλει στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας οποτεδήποτε, ζητήσει την άμεση φορολόγη­ση της ψιλής κυριότητας. Στην περίπτωση αυτή χρόνος φορολόγησης είναι ο χρόνος υποβολής της δήλωσης. Αν το αίτημα για την άμεση φορολόγηση της ψιλής κυριότη­τας υποβάλλεται με την εμπρόθεσμη δήλωση, χρόνος φορολογίας είναι ο οριζόμενος στα άρθρα 6, 7 και 8.»

5. Στο άρθρο 16 προστίθεται παράγραφος 7 που έχει ως εξής:
«7. Σε περίπτωση παρακράτησης ή μεταβίβασης με χα­ριστική αιτία ή αιτία θανάτου του δικαιώματος οίκησης, ο κύριος του ακινήτου εξομοιούται με ψιλό κύριο.»

6. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 17, το οποίο είχε τροποποιηθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου 1 του ν. 3634/2008 (ΦΕΚ 9 Α'), επαναφέρεται σε ισχύ ως είχε πριν την τροποποίησή του.

7. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 24 καταργείται.

8.α) Καταργούνται οι περιπτώσεις β', γ', ε', στ' και ζ' της παραγράφου 1 και οι περιπτώσεις β', δ' και ε' της παραγράφου 2 του άρθρου 25.
β) Η περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 25 αντικαθίσταται ως εξής:
«α) το Δημόσιο, οι λογαριασμοί που δημιουργούνται υ­πέρ του Δημοσίου και».

9. Στο άρθρο 25 του Κώδικα προστίθεται παράγραφος 3 που έχει ως εξής:
«3. Υπόκεινται σε αυτοτελή φορολόγηση, κατά τις δια­τάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 29, οι κτήσεις, ε­φόσον δικαιούχοι είναι:
α) τα Ν.Π.Δ.Δ., οι νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις, οι δή­μοι, οι κοινότητες, οι ιεροί ναοί, οι ιερές μονές, το Ιερό Κοινό του Πανάγιου Τάφου, η Ιερά Μονή του Όρους Σινά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, το Πατριαρχείο Αλεξανδρεί­ας, η Εκκλησία της Κύπρου, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας και
β) τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα νομικά πρόσωπα, τα οποία υπάρχουν ή συνιστώνται νόμιμα στην Ελλάδα, καθώς και τα αντίστοιχα αλλοδαπά με τον όρο της αμοι­βαιότητας και οι περιουσίες του άρθρου 96 του α.ν. 2039/ 1939 (ΦΕΚ 455 Α'), εφόσον επιδιώκουν αποδεδειγμένα σκοπούς εθνωφελείς ή θρησκευτικούς ή σε ευρύτερο κύ­κλο φιλανθρωπικούς ή εκπαιδευτικούς ή καλλιτεχνικούς ή κοινωφελείς κατά την έννοια του άρθρου 1 του α.ν. 2039/1939.»

10. Οι παράγραφοι 1 και 2 της ενότητας Α του άρθρου 26 αντικαθίστανται ως εξής:
«1. Κατοικία ή οικόπεδο, που αποκτάται αιτία θανάτου από σύζυγο ή τέκνο του κληρονομουμένου κατά πλήρη κυριότητα, εξ ολοκλήρου ή κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, απαλλάσσεται από το φόρο, εφόσον ο κληρονόμος ή κληροδόχος ή ο σύζυγος αυτού ή οποιοδήποτε από τα α­νήλικα τέκνα αυτού δεν έχουν δικαίωμα πλήρους κυριό­τητας ή επικαρπίας ή οίκησης σε κατοικία ή ιδανικό μερί­διο κατοικίας που πληροί τις στεγαστικές ανάγκες της οικογένειάς του ή δικαίωμα πλήρους κυριότητας σε οικό­πεδο οικοδομήσιμο ή σε ιδανικό μερίδιο οικοπέδου, στα οποία αντιστοιχεί εμβαδόν κτίσματος που πληροί τις στεγαστικές τους ανάγκες και βρίσκονται σε δημοτικό ή κοινοτικό διαμέρισμα με πληθυσμό άνω των τριών χιλιά­δων (3.000) κατοίκων. Οι στεγαστικές ανάγκες θεωρείται ότι καλύπτονται, αν το συνολικό εμβαδόν των ανωτέρω ακινήτων και των λοιπών αντίστοιχων κληρονομιαίων α­κινήτων είναι εβδομήντα (70) τ.μ., προσαυξανόμενα κα­τά είκοσι (20) τ.μ. για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και κατά είκοσι πέντε (25) τ.μ. για το τρίτο και καθένα α­πό τα επόμενα τέκνα, των οποίων την επιμέλεια έχει ο δικαιούχος. Δικαιούχοι της απαλλαγής είναι οι Έλληνες και οι πολίτες κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι δικαιούχοι πρέπει να είναι μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας.
Η απαλλαγή παρέχεται για ποσό αξίας:
α) Κατοικίας μέχρι διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται μία μόνο κατοικία εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Στο ποσό της απαλλαγής περιλαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης αυτοκινήτου και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκάστου έως είκο­σι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στο ίδιο ακίνητο και απο­κτώνται ταυτόχρονα.
β) Οικοπέδου μέχρι πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ για κάθε ανήλικο ή άγαμο κληρονόμο ή κληροδόχο και μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ για κάθε έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την ε­πιμέλεια των τέκνων τους. Το ποσό αυτό προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους, εφόσον στον δικαιούχο κληρονόμο ή κληροδόχο περιέρχεται ένα μόνο οικόπεδο εξ ολοκλήρου και κατά πλήρη κυριότητα και όχι ποσοστό εξ αδιαιρέτου.
Η απαλλαγή χορηγείται με τις ίδιες προϋποθέσεις και στην περίπτωση που ο κληρονόμος ή ο κληροδόχος είναι κύριος ποσοστού εξ αδιαιρέτου κατοικίας ή οικοπέδου και κληρονομεί και το υπόλοιπο ποσοστό, ώστε να γίνε­ται κύριος ολόκληρου του ακινήτου, καθώς και στην πε­ρίπτωση συνένωσης ψιλής κυριότητας και επικαρπίας.
Την απαλλαγή του άγαμου δικαιούται και ο σύζυγος που βρίσκεται σε διάσταση και έχει καταθέσει αίτηση ή αγωγή διαζυγίου τουλάχιστον έξι (6) μήνες πριν από το χρόνο της αιτία θανάτου κτήσης. Αν έχει την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της οικογένειας, δικαιούται την απαλλαγή του εγγάμου. Αν δεν λυθεί ο γάμος με διαζύγιο μέσα σε πέντε (5) έτη από την αιτία θανάτου κτήση, αί­ρεται η χορηγηθείσα απαλλαγή και καταβάλλεται ο οικείος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού.
Κατά τη χορήγηση της απαλλαγής, τα πρόσωπα τα ο­ποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης κατά τις διατά­ξεις του ν. 3719/2008 (ΦΕΚ 241 Α'), αντιμετωπίζονται ως σύζυγοι, εφόσον το σύμφωνο συμβίωσης είχε καταρ­τισθεί τουλάχιστον δύο έτη πριν από την αιτία θανάτου κτήση.
2. Το αιτία θανάτου αποκτώμενο οικόπεδο ή το οικόπε­δο, στο οποίο έχει ανεγερθεί η αιτία θανάτου αποκτώμε­νη κατοικία, πρέπει απαραίτητα να είναι οικοδομήσιμο και να βεβαιώνεται τούτο από τις αρμόδιες δημόσιες υ­πηρεσίες ή από αντίστοιχη δήλωση μηχανικού, κατά τις διατάξεις του ν. 651/1977 και του ν. 1337/1983, πάνω στο τοπογραφικό διάγραμμα του μεταβιβαζόμενου ακινήτου. Για την έννοια του οικοπέδου έχουν εφαρμογή οι σχετι­κές πολεοδομικές διατάξεις.»

11. Στο τέλος της παραγράφου 3 της ενότητας Α του άρθρου 26 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως ε­ξής:
«Με τις ίδιες προϋποθέσεις παρέχεται απαλλαγή και στην περίπτωση που ο σύζυγος ή οποιοδήποτε από τα α­νήλικα τέκνα του κληρονόμου ή κληροδόχου έχουν ήδη τύχει της απαλλαγής σε άλλο ακίνητο.»

12. Πριν από το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 της ενότητας Α του άρθρου 26 προστίθεται εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Δεν υφίσταται η ανωτέρω υποχρέωση κατά τη μετα­βίβαση, από τον κληρονόμο ή κληροδόχο σε εργολάβο, των συμφωνηθέντων σε εκτέλεση των όρων εργολαβι­κού προσυμφώνου χιλιοστών οικοπέδου.»

13. Οι ενότητες Β, Γ, Δ και Ε του άρθρου 26 καταργού­νται.

14. Το άρθρο 29 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 29
Κατάταξη φορολογουμένων - Φορολογικές κλίμακες
1. Οι δικαιούχοι της κτήσης, ανάλογα με τη συγγενική τους σχέση προς τον κληρονομούμενο, κατατάσσονται σε τρεις κατηγορίες Α', Β' και Γ'. Στην Α' κατηγορία υ­πάγονται: α) ο σύζυγος του κληρονομουμένου, β) το πρόσωπο το οποίο είχε συνάψει σύμφωνο συμβίωσης με τον κληρονομούμενο κατά τις διατάξεις του ν. 3719/ 2008 και το οποίο λύθηκε με το θάνατο αυτού, εφόσον η συμβίωση είχε διάρκεια τουλάχιστον δύο ετών, γ) οι κα­τιόντες πρώτου βαθμού (τέκνα από νόμιμο γάμο, τέκνα χωρίς γάμο έναντι της μητέρας, αναγνωρισθέντα εκού­σια ή δικαστικά έναντι του πατέρα, νομιμοποιηθέντα με επιγενόμενο γάμο ή δικαστικά έναντι και των δύο γονέ­ων), δ) οι κατιόντες εξ αίματος δεύτερου βαθμού και ε) οι ανιόντες εξ αίματος πρώτου βαθμού. Στη Β' κατηγο­ρία υπάγονται: α) οι κατιόντες εξ αίματος τρίτου και επό­μενων βαθμών, β) οι ανιόντες εξ αίματος δεύτερου και ε­πόμενων βαθμών, γ) τα εκούσια ή δικαστικά αναγνωρι­σθέντα τέκνα έναντι των ανιόντων του πατέρα που τα αναγνώρισε, δ) οι κατιόντες του αναγνωρισθέντος έναντι του αναγνωρίσαντος και των ανιόντων αυτού, ε) οι αδελ­φοί (αμφιθαλείς ή ετεροθαλείς), στ) οι συγγενείς εξ αί­ματος τρίτου βαθμού εκ πλαγίου, ζ) οι πατριοί και οι μη­τριές, η) τα τέκνα από προηγούμενο γάμο του συζύγου, θ) τα τέκνα εξ αγχιστείας (γαμπροί - νύφες) και ι) οι α­νιόντες εξ αγχιστείας (πεθεροί - πεθερές).
Στη Γ' κατη­γορία υπάγεται οποιοσδήποτε άλλος εξ αίματος ή εξ αγχιστείας συγγενής του κληρονομουμένου ή εξωτικός.
Σε περίπτωση υιοθεσίας, η κατάταξη στην οικεία κατη­γορία του υιοθετηθέντος ή των συγγενών αυτού έναντι του υιοθετήσαντος ή των συγγενών αυτού γίνεται με βά­ση τη συγγενική σχέση που προκύπτει κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Κατ' εξαίρεση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας μπορεί, για τον υπολο­γισμό του φόρου, να μην λάβει υπόψη το βαθμό συγγέ­νειας που προκύπτει από την υιοθεσία, αν διαπιστώσει ό­τι αυτή έγινε για να καταστρατηγηθούν οι διατάξεις του παρόντος.
Σε περιπτώσεις σχολάζουσας κληρονομίας, ο φόρος υπολογίζεται στο σύνολο της αξίας της, με βάση τους συντελεστές της Γ' κατηγορίας του άρθρου αυτού, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 101 για νέα εκκαθάριση του φόρου.
2. Η αιτία θανάτου κτήση των κάθε φύσεως περιουσια­κών στοιχείων υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με βάση τις εξής ανά κατηγορία φορολογικές κλίμακες:

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ A'

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

150.000

150.000

150.000

1

1.500

300.000

1.500

300.000

5

15.000

600.000

16.500

Υπερβάλλον

10

 

 

 

 
 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Β΄

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

30.000

30.000

70.000

5

3.500

100.000

3.500

200.000

10

20.000

300.000

23.500

Υπερβάλλον

20

 

 

 

 

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Γ'

Κλιμάκια

(σε ευρώ)

Συντελεστής

κλιμακίου

(%)

Φόρος

κλιμακίου

(σε ευρώ)

Φορολογητέα

περιουσία

(σε ευρώ)

Φόρος

που αναλογεί

(σε ευρώ)

6.000

6.000

66.000

20

13.200

72.000

13.200

195.000

30

58.500

267.000

71.700

Υπερβάλλον

40

 

 

 

 

3. Όταν ο κληρονόμος ή κληροδόχος έχει αναπηρία κατά ποσοστό 67% και άνω, ο φόρος που αναλογεί σύμ­φωνα με τις προηγούμενες παραγράφους μειώνεται κα­τά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%).
4. Αν στο ίδιο πρόσωπο συντρέχουν οι προϋποθέσεις μείωσης του φόρου, έκπτωσης και απαλλαγής, που προ­βλέπονται από τις διατάξεις της προηγούμενης παρα­γράφου και της ενότητας Α του άρθρου 26, οφείλεται ο μικρότερος φόρος που προκύπτει από την εφαρμογή των διατάξεων αυτών.
5. Η αιτία θανάτου κτήση χρηματικών ποσών από τα πρόσωπα που ορίζονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 25 υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκατό (0,5%). Η αιτία θανάτου κτήση των λοιπών περιουσιακών στοιχείων από τα πρόσωπα αυτά υπόκειται σε φόρο ο οποίος υπολογί­ζεται αυτοτελώς με συντελεστή πέντε δέκατα τοις εκα­τό (0,5%).
6. Για την απόκτηση δικαιωμάτων μεταλλειοκτησίας και δικαιωμάτων που απορρέουν από άδεια μεταλλευτι­κών ερευνών, ο φόρος υπολογίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ή κλάσμα αυτού επί της εκτάσεως του μεταλλείου ή του χώρου της άδειας μεταλλευτικών ερευνών.
7. Για τα περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία ο φόρος υπολογίζεται αυτοτελώς, δεν έχουν εφαρμογή οι διατά­ξεις των άρθρων 4 και 36 του παρόντος.
8. Στο ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις προηγούμενες παραγράφους περιλαμβάνονται και: α) ποσοστό 3% υπέρ των δήμων και κοινοτήτων, που προ­βλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 50 του β.δ. 24/9­20.10.1958 (ΦΕΚ 171 Α') και β) ποσοστό 7% που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 3155/ 1955 (ΦΕΚ 63 Α'). Η απόδοση των ποσοστών αυτών γί­νεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 81 του παρόντος.»

15. Η ενότητα Α του άρθρου 43 αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Α. Απαλλαγή πρώτης κατοικίας
1. Σε περίπτωση απόκτησης με γονική παροχή εξ ολο­κλήρου και κατά πλήρη κυριότητα, με τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς της ενότητας Α του άρθρου 26:
α) κατοικίας, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι διακό­σιες χιλιάδες (200.000) ευρώ για κάθε ενήλικο άγαμο δι­καιούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή άγαμο γονέα, που έχουν την επι­μέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους,
β) οικοπέδου, δεν υπόκειται σε φόρο ποσό μέχρι πενή­ντα χιλιάδες (50.000) ευρώ για κάθε άγαμο δικαιούχο. Το ποσό αυτό ανέρχεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, προκειμένου για έγγαμο και διαζευγμένο ή χήρο ή ά­γαμο γονέα, που έχουν την επιμέλεια των τέκνων τους, και προσαυξάνεται κατά δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα αυτών και κατά δεκαπέ­ντε χιλιάδες (15.000) ευρώ για το τρίτο και καθένα από τα επόμενα τέκνα τους. Στο ποσό της απαλλαγής περι­λαμβάνεται και η αξία μιας θέσης στάθμευσης αυτοκινή­του και ενός αποθηκευτικού χώρου, για επιφάνεια εκά­στου έως είκοσι (20) τ.μ., εφόσον βρίσκονται στην ίδια οικοδομή και αποκτώνται ταυτόχρονα.
Αν η κατοικία ή το οικόπεδο ανήκει από κοινού στους δύο γονείς, παρέχεται απαλλαγή, εφόσον η απόκτηση γίνεται ταυτόχρονα και με το ίδιο συμβολαιογραφικό έγ­γραφο.
2. Εάν ο δικαιούχος της απαλλαγής ή ο σύζυγος ή τα ανήλικα τέκνα αυτού είναι κύριοι κατοικίας ή οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτών και μεταβιβάσουν με επαχθή ή χαριστική αιτία την επικαρπία ή το δικαίωμα της οίκη­σης ή ιδανικό μερίδιο επί της κατοικίας ή του οικοπέδου, το εμβαδόν των οποίων πληρούσε κατά το χρόνο της με­ταβίβασης τις στεγαστικές τους ανάγκες, δεν παρέχεται απαλλαγή πριν την παρέλευση χρονικού διαστήματος πέντε (5) ετών από τη μεταβίβαση της επικαρπίας, της οίκησης ή του ιδανικού μεριδίου. Το ίδιο χρονικό διάστη­μα απαιτείται και όταν μεταβιβάζεται η ψιλή κυριότητα οικοπέδου ή ιδανικού μεριδίου αυτού.»

16. Η ενότητα Β του άρθρου 43 αντικαθίσταται ως ε­ξής:
«Β. Ειδικές περιπτώσεις δωρεών
α) Οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 25 ε­φαρμόζονται ανάλογα και στις κτήσεις αιτία δωρεάς. Οι χρηματικές δωρεές προς τα νομικά πρόσωπα της παρα­γράφου 3 του άρθρου 25 υπόκεινται στο φόρο που προ­βλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 29 μετά την αφαίρεση αφορολόγητου ποσού χιλίων (1.000) ευρώ κατ' έτος.
β) Απαλλάσσονται από το φόρο δωρεάς και από την υ­ποχρέωση υποβολής των οικείων δηλώσεων φόρου:
βα) οι δωρεές χρηματικών ποσών ή άλλων κινητών περιουσιακών στοιχείων από ανώνυμους και μη δωρητές, εφόσον οι δωρεές αυτές διοργανώνονται σε πανελλαδι­κό επίπεδο με την πρωτοβουλία φορέων για σκοπούς αποδεδειγμένα φιλανθρωπικούς και
ββ) οι δωρεές των κάθε φύσεως περιουσιακών στοιχεί­ων που καταρτίζονται μεταξύ των εκκλησιαστικών πρό­σωπων της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 του άρ­θρου 25.»

17. Η περίπτωση δ' της ενότητας Γ του άρθρου 43 κα­ταργείται.

18. Το άρθρο 44 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 44
Υπολογισμός του φόρου
1. Το υπόλοιπο της περιουσίας, πλην των χρηματικών ποσών, που αποκτάται αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής, το οποίο απομένει μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων και απαλλαγών που προβλέπονται στα άρθρα 41 και 43, υποβάλλεται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29, οι οποίες εφαρμόζονται ανάλογα.
Από το φόρο που προκύπτει εκπίπτει: α) ο φόρος που αναλογεί στις προγενέστερες δωρεές, γονικές παροχές ή προίκες, που συνυπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 36, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 31 και β) ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε ή ορι­στικά και τελεσίδικα βεβαιώθηκε στην αλλοδαπή για τις δωρεές και γονικές παροχές κινητών που έγιναν εκεί, με ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 32.
2. Η αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής κτήση χρηματι­κών ποσών υπόκειται σε φόρο, ο οποίος υπολογίζεται αυτοτελώς με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%), προ­κειμένου για δικαιούχους που υπάγονται στην Α' κατη­γορία, με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), προκειμέ­νου για δικαιούχους που υπάγονται στη Β' κατηγορία και με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%), προκειμέ­νου για δικαιούχους που υπάγονται στη Γ' κατηγορία.
3. Ο φόρος που προκύπτει για γονική παροχή ακινήτων που βρίσκονται σε νησιά με πληθυσμό, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή, κάτω από τρεις χιλιάδες εκατό (3.100) κατοίκους, μειώνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%), εφόσον το τέκνο είναι μόνιμος κάτοικος των νη­σιών αυτών. Η φορολογική αυτή μείωση παρέχεται για γονικές παροχές που συνιστώνται μέχρι τις 18.2.2017.
4. Για την αιτία δωρεάς ή γονικής παροχής μεταβίβαση εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετοχών, ομολογιών, ι­δρυτικών και λοιπών γενικά τίτλων των εμπορικών εται­ρειών, δημοσίων χρεογράφων ή άλλων τέτοιας φύσης α­ξιών, καθώς και μη εισηγμένων στο χρηματιστήριο μετο­χών και λοιπών τίτλων κινητών αξιών, εταιρικών μερίδων ή μεριδίων, ποσοστών συμμετοχής σε κοινωνία αστικού δικαίου, που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, και συνεται­ριστικών μερίδων απαιτείται η σύνταξη ιδιωτικού εγγρά­φου, το οποίο συνυποβάλλεται με την οικεία δήλωση, ή συμβολαιογραφικού εγγράφου.»

19. Η παράγραφος 3 του άρθρου 73 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Κατ' εξαίρεση, αν μεταξύ των περιουσιακών στοι­χείων που δηλώθηκαν εμπρόθεσμα περιλαμβάνονται και ακίνητα, ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας τους μπο­ρεί να γίνεται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικο­νομικής υπηρεσίας και προσωρινά, μέσα σε προθεσμία δώδεκα (12) μηνών από την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης, με βάση τα συγκριτικά στοιχεία που έχει, τα βιβλία τιμών που τηρεί ή και άλλα τυχόν στοιχεία που θα αποκτήσει, ύστερα από αίτημα του υπόχρεου που πρέπει να διατυπώνεται ρητά στη δήλωση.
Αν η αξία για τα ακίνητα που δηλώθηκε συμπίπτει με την αγοραία αξία τους, η υπόθεση περαιώνεται ως ειλι­κρινής. Αν δεν συμπίπτει, ο φορολογούμενος, μέσα σε έ­να (1) μήνα από τον προσδιορισμό της προσωρινής α­ξίας, καλείται με απόδειξη από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας να προσέλθει σε ανατρε­πτική προθεσμία ενός (1) μηνός από την πρόσκλησή του, να υποβάλει συμπληρωματική δήλωση σύμφωνη με την προσωρινή αξία που προσδιορίστηκε. Στην περίπτωση αυτή και εφόσον όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που περιλαμ­βάνονται στη δήλωση είναι ακριβή, η συμπληρωματική δήλωση θεωρείται ειλικρινής και δεν επιβάλλεται πρό­σθετος φόρος και πρόστιμο.
Αν δεν υποβληθεί συμπληρωματική δήλωση μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στο προηγούμενο εδάφιο ή αν τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δήλωση είναι ανα­κριβή, ο προσδιορισμός της αγοραίας αξίας των ακινή­των γίνεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στις παραγρά­φους 1 και 2, χωρίς να δεσμεύεται ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας από την προσωρινή α­ξία που ο ίδιος προσδιόρισε.
Αν ο προϊστάμενος δεν προσδιορίσει προσωρινή αξία, δεν επιβάλλεται για τα ακίνητα αυτά πρόσθετος φόρος στη διαφορά του φόρου που προκύπτει με βάση την αξία που δηλώθηκε και αυτή που οριστικά προσδιορίστηκε ή πρόστιμο εφόσον δεν προκύπτει γι' αυτά διαφορά φόρου για καταβολή.
Η διαδικασία της υποβολής συμπληρωματικής δήλω­σης μπορεί να αφορά ορισμένο ή ορισμένα μόνο από τα ακίνητα που έχουν δηλωθεί.»

20. Η παράγραφος 5 του άρθρου 102 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή και εί­σπραξη των φόρων, που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος, σε υποθέσεις για τις οποί­ες η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994, έχει παραγραφεί. Στις υποθέσεις αυτές δεν απαιτείται το πιστοποιητικό του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, που προβλέπεται από τα άρθρα 105 έως και 112. Αντί γι' αυτό, μπορεί να προσκομίζεται:
α) για τις κτήσεις αιτία θανάτου, ληξιαρχική πράξη θα­νάτου, από την οποία να προκύπτει ότι ο θάνατος του κληρονομουμένου ή δωρητή αιτία θανάτου επήλθε μέχρι και την 31.12.1994, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του υποχρέου ότι δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης,
β) για τις δωρεές εν ζωή, γονικές παροχές και προίκες, αντίγραφο του οικείου συμβολαίου που συντάχθηκε μέ­χρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994 ή βεβαίωση του συμβο­λαιογράφου, που συνέταξε το συμβόλαιο, ότι τούτο συ­ντάχθηκε μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 1994 και δεν συντρέχει περίπτωση μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης.»

Β. Από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως δεν έχουν ισχύ απαλλαγές και μειώσεις α­πό το φόρο κληρονομιών και δωρεών που δεν περιλαμ­βάνονται στα άρθρα 25 και 43 του Κώδικα, όπως τροπο­ποιούνται με τον παρόντα νόμο.

Γ. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται στις υποθέσεις στις οποίες η φορολογική υποχρέωση γεννιέται από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

21. Η παράγραφος 5 της ενότητας Α του άρθρου 34 του Κώδικα καταργείται.