Άρθρο 87. Ειδικός Φόρος σε είδη πολυτελείας και άλλες διατάξεις
1. Το άρθρο 17 του νόμου 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α'), τροποποιείται ως ακολούθως:
α) Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 17 προστίθενται τα παρακάτω εδάφια:
«Προκειμένου για επιβατικά οχήματα της Δασμολογικής Κλάσης 87.03 προερχόμενα από διασκευή, για τη διαμόρφωση της αξίας για την επιλογή του ποσοστού και επιβολή του φόρου πολυτελείας, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 και 2, λαμβάνονται υπόψη:
α) η εργοστασιακή αξία του προς διασκευή οχήματος ή βάσης και
β) η αξία του κόστους διασκευής στην οποία δεν θα συμπεριλαμβάνεται το ποσό του Φ.Π.Α..»
β) Η παράγραφος 3 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Από το φόρο πολυτελείας εξαιρούνται:
α) Τα επιβατικά αυτοκίνητα που προορίζονται να κυκλοφορήσουν ως δημόσιας χρήσης, τα αυτοκινούμενα τροχόσπιτα, τα ασθενοφόρα, οι νεκροφόρες, τα οχήματα μεταφοράς κρατουμένων (κλούβες), καθώς και τα αυτοκίνητα οχήματα με μικτό βάρος μέχρι 3,5 τόνους της Δασμολογικής Κλάσης 87.03 της πρώτης και δεύτερης υποπερίπτωσης της περίπτωσης ε) της παραγράφου 1 του άρθρου 123 του ν. 2960/2001.
β) Τα επιβατικά αυτοκίνητα που παραλαμβάνονται από παραπληγικούς αναπήρους και αναπήρους με αμφοτερόπλευρο ακρωτηριασμό κάτω άκρων, στις περιπτώσεις όπου από τις κείμενες διατάξεις προβλέπεται πλήρης απαλλαγή από το τέλος ταξινόμησης για επιβατικά αυτοκίνητα κυλινδρισμού κινητήρα άνω των 1.650 κυβικών εκατοστών.
Για τα αυτοκίνητα του προηγούμενου εδαφίου που παραλαμβάνονται με απαλλαγή από το φόρο πολυτελείας και αποδεσμεύονται από το καθεστώς απαλλαγής του τέλους ταξινόμησης πριν από την παρέλευση του κατά περίπτωση ισχύοντος ως προς το τέλος ταξινόμησης περιοριστικού διαστήματος, εισπράττεται ο φόρος πολυτελείας που αναλογεί. Ο φόρος πολυτελείας επιβάλλεται επί της φορολογητέας αξίας του άρθρου 126 του ν. 2960/2001 (ΦΕΚ 265 Α')
γ) Τα είδη των περιπτώσεων η), θ), ι) και ια) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, των οποίων η φορολογητέα αξία επιβολής του φόρου πολυτελείας είναι μικρότερη των χιλίων (1.000) ευρώ ανά τεμάχιο και τα επαγγελματικά σκάφη αναψυχής.»
γ) Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 17 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Ο φόρος πολυτελείας των επιβατικών αυτοκινήτων και των μεταφορικών μέσων των περιπτώσεων ιβ) και ιγ) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσης, βεβαιώνεται και εισπράττεται από τις αρμόδιες τελωνειακές αρχές παράλληλα με τη βεβαίωση και είσπραξη των οφειλόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων και ως προς τις κυρώσεις εφαρμογή έχουν οι διατάξεις των άρθρων 142 και επόμενα του ν. 2960/2001.»
2. Στο τέλος του εδαφίου της περίπτωσης στ) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17 και πριν τις δασμολογικές κλάσεις προστίθενται οι λέξεις «Διαμάντια έστω και κατεργασμένα».
3. Στο τέλος της περίπτωσης α' του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17 προστίθενται οι παρακάτω διακρίσεις: «4103.20, ΕΧ 4103.90, ΕΧ 4106.91, ΕΧ 4106.92».
4. Μετά την περίπτωση ιγ) του πίνακα της παραγράφου 4 του άρθρου 17 προστίθενται οι παρακάτω περιπτώσεις:
|
«ΠΟΣΟΣΤΟ ΦΟΡΟΥ ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑΣ |
ιδ) Ρολόγια από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα Δ.Κ. 9101 |
10% |
ιε) Κάσες (κελύφη) για ρολόγια από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα με πολύτιμα μέταλλα της δασμολογικής διάκρισης 9111.10 |
10% |
ιστ) Βραχιόλια (μπρασελέ) ρολογιών από πολύτιμα μέταλλα ή από μέταλλα επιστρωμένα από πολύτιμα μέταλλα της δασμολογικής διάκρισης 9113.10 |
10% |
ιζ) Τα είδη των παραπάνω περιπτώσεων η', θ' και ι' από άργυρο των δασμολογικών κλάσεων ΕΧ 7113, ΕΧ 7114 και ΕΧ 7115 εξαιρούνται του φόρου πολυτελείας.» |
5. α) Όλα τα προβλεπόμενα βιβλία, τίτλοι είσπραξης και επιστροφής και λοιπά στοιχεία που τηρούνται για την ταμιακή υπηρεσία των Τελωνείων, όπως αυτά προβλέπονται σε ισχύουσες διατάξεις αναφορικά με τη διεξαγωγή των συναλλαγών στα Τελωνεία, δύνανται να τηρούνται και να εκδίδονται ηλεκτρονικά από τα Τελωνεία που λειτουργούν μηχανογραφικά.
Όσα από τα παραπάνω είναι απαραίτητα για τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου εκτυπώνονται υποχρεωτικά.
Η είσπραξη των οφειλόμενων, από κάθε αιτία, ποσών δασμοφορολογικών και λοιπών επιβαρύνσεων δύναται να πραγματοποιείται και ηλεκτρονικά με χρήση οποιουδήποτε καθιερωμένου στις συναλλαγές τρόπου πληρωμής.
Η επιστροφή των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών στους δικαιούχους είναι δυνατό να πραγματοποιείται και ηλεκτρονικά με εντολή μεταφοράς με διαβίβαση ηλεκτρονικού αρχείου επιστροφών στην Τράπεζα της Ελλάδος με μείωση των κωδικών του προϋπολογισμού είσπραξης και διεκπεραίωση της συναλλαγής μέσω τράπεζας που συμμετέχει στο Γραφείο Συμψηφισμού της Τράπεζας της Ελλάδος.
Το αρχείο αυτό θα φέρει ηλεκτρονική υπογραφή από την Υπηρεσία που θα ορισθεί.
Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι διαδικασίες, οι λεπτομέρειες και ό,τι άλλο απαιτείται για την εφαρμογή του ηλεκτρονικού συστήματος εισπράξεων και πληρωμών.
β) Η συγκέντρωση των ηλεκτρονικών εισπράξεων, ο έλεγχος των ηλεκτρονικά ανταλλασσόμενων αρχείων με την Τράπεζα της Ελλάδος και η απόδοση των βεβαιωθέντων και εισπραχθέντων ποσών των Τελωνείων στον Προϋπολογισμό, μετά την αφαίρεση των επιστροφών, πραγματοποιείται από Υπηρεσία η οποία προσδιορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση καθορίζονται οι αρμοδιότητες, καθώς και ο τρόπος λειτουργίας της.
6. Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 17 του ν. 3833/2010 (ΦΕΚ 40 Α') προστίθενται τρία νέα εδάφια που έχουν ως εξής:
«Ο φόρος πολυτελείας της παραπάνω παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου για τα εγχωρίως παραγόμενα ειδικά για τα πωλούμενα λιανικώς για τα οποία προηγούμενα δεν έχει επιβληθεί φόρος πολυτελείας λόγω παραγωγής τους από την ίδια επιχείρηση, επιβάλλεται επί της τιμής λιανικής πώλησης προ Φ.Π.Α., μειωμένης κατά 30%. Ο φόρος αυτός δεν επιβάλλεται εάν τα αγαθά αυτά εξάγονται ή αποτελούν αντικείμενο ενδοκοινοτικής παράδοσης. Χρόνος γένεσης της φορολογικής υποχρέωσης κατά την ενδοκοινοτική απόκτηση είναι ο χρόνος παραλαβής των ειδών από τον αποκτώντα, για δε τα εγχωρίως παραγόμενα, κατά την πώληση αυτών από τον παραγωγό. Τα θέματα που αφορούν τη βεβαίωση, τον έλεγχο, την παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου και την έκδοση καταλογιστικών πράξεων διέπονται από τις διατάξεις που ισχύουν κάθε φορά στη φορολογία εισοδήματος. Οι διατάξεις του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α') εφαρμόζονται αναλόγως και στη φορολογία αυτή.»