Άρθρο 2. Επιβαρύνσεις εκπρόθεσμης καταβολής κατά την υπαγωγή σε ρύθμιση
1. Οι απαλλαγές της παραγράφου 1 του άρθρου 1 υπολογίζονται επί των προσαυξήσεων και τόκων, όπως έχουν διαμορφωθεί την ημερομηνία της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση.
2. Βασικές οφειλές που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης των άρθρων 1-17 του παρόντος αντί των κατά ΚΕΔΕ και κατά Κ.Φ.Δ. τόκων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής από την υπαγωγή τους σε ρύθμιση επιβαρύνονται με τόκο που υπολογίζεται με βάση το ισχύον επιτόκιο αναφοράς για πράξεις αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, πλέον πέντε (5) εκατοστιαίων μονάδων, ετησίως υπολογισμένο. Βασικές συνολικές οφειλές μέχρι 5.000 ευρώ που υπάγονται σε πρόγραμμα ρύθμισης του παρόντος δεν επιβαρύνονται πλέον με προσαυξήσεις ή τόκους εκπρόθεσμης καταβολής εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα. ο οφειλέτης είναι φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα,
ββ. η αξία της ακίνητης περιουσίας του οφειλέτη, όπως αυτή προσδιορίζεται για τον υπολογισμό του συμπληρωματικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. και η οποία προκύπτει από την τελευταία εκδοθείσα δήλωση-πράξη προσδιορισμού του φόρου, δεν υπερβαίνει τις 150.000 ευρώ και
γγ. η υπαγόμενη στη ρύθμιση βασική οφειλή υπερβαίνει το 50% του δηλωθέντος ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη.
3. Η καθυστέρηση καταβολής δόσης συνεπάγεται την επιβάρυνση αυτής με μηνιαία προσαύξηση 0,25%.