Άρθρο 10. Προσδιορισμός του ποσού προς αποζημίωση (άρθρο 7 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ)
1. Κατά τον υπολογισμό των ορίων κάλυψης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε καταθέτη και καλύπτεται μέχρι το όριο κάλυψης συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα.
Αν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη ή δεν προκύπτει το τμήμα της κατάθεσης που αναλογεί σε κάθε καταθέτη, ο κοινός λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των καταθετών για τους σκοπούς της αποζημίωσής τους.
2. Όπου ο νόμος επιτρέπει την τήρηση κατάθεσης για λογαριασμό άλλου προσώπου, εν όλω ή εν μέρει, από την εγγύηση καλύπτεται το άλλο αυτό πρόσωπο μέχρι το όριο κάλυψης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία αδυναμίας. Στην περίπτωση περισσοτέρων τέτοιων προσώπων, κατά τον υπολογισμό του ορίου κάλυψης λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των νομίμων ή συμβατικών ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των κατατεθέντων ποσών. Ενδεικτικές περιπτώσεις των ανωτέρω αποτελούν οι λογαριασμοί πελατείας των ΕΠΕΥ.
3. Η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση είναι η ημερομηνία αδυναμίας.
4. Για τον σκοπό υπολογισμού του καταβλητέου ποσού της αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται με τις πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος κατά του δικαιούχου καταθέτη, εφόσον και στην έκταση που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατά ή πριν από την ημερομηνία αδυναμίας, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 440 επ. του Αστικού Κώδικα, τα στοιχεία που παρέχει στο ΤΕΚΕ ο εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος και τις νομικές και συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη συνολική σχέση μεταξύ του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και του καταθέτη.
Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης τόσο του τυχόν δανείου όσο και του ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού για τις προϋποθέσεις συμψηφισμού, όπως αναφέρονται ανωτέρω.
5. Δεδουλευμένοι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι δεν έχουν πιστωθεί κατά την ημερομηνία αδυναμίας καθίστανται απαιτητοί κατά την ανωτέρω ημερομηνία και αποτελούν περιεχόμενο της αποζημίωσης εντός του ορίου κάλυψης.
6. Οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις σε καταθέτες απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς.