Άρθρο 278. Καταργούμενες διατάξεις και τροποποιούμενες διατάξεις
1. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργείται το ν.δ. 400/1970 (Α' 10) και οποιαδήποτε υφιστάμενη αναφορά σε αυτό νοείται εφεξής αναφορά στις αντίστοιχες διατάξεις του παρόντος νόμου. Κατ' εξαίρεση για τις ανάγκες φορολογίας εισοδήματος παραμένουν σε ισχύ οι διατάξεις του άρθρου 7 του ν.δ. 400/1970 (Α' 10) περί τήρησης επαρκών τεχνικών αποθεμάτων και οι κατ' εφαρμογή του εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις, οι οποίες τροποποιούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.
2. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 καταργούνται:
α) τα άρθρα 2, 4, 5 και 6 του ν.δ. 551/1970 (Α' 114),
β) τα άρθρα 1, 2, 3, 4, 5 και 6 του ν. 1380/1983 (Α 101),
γ) η παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 1796/1988 (Α' 152),
δ) το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 6 του άρθρου 4θ του ν. 2251/94 (Α' 191),
ε) το άρθρο 33 του π.δ. 252/1996 (Α' 186)
στ) τα άρθρα 1 ως και 12 του ν. 3229/2004 (Α' 38),
ζ) οι παράγραφοι 1, 2, 3, 4 και 5 το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (Α' 128),
η) το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν. 2496/1997,
θ) το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 1569/1985 (Α' 183).
3. Οι κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς, ή αρμόδιες αρχές, βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου ή της αμέσου εφαρμογής ευρωπαϊκής νομοθεσίας, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές αποφάσεις, εκδιδόμενες κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.
4. Οι ακόλουθες κανονιστικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί από Υπουργούς, Υφυπουργούς ή αρμόδιες αρχές καταργούνται από την 1η Ιανουαρίου 2016:
α) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ4-5845/1986 (ΑΕ - ΕΠΕ 3369),
β) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4298/1995 (Β' 505),
γ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-3974/ 11.10.1999 (ΑΕ - ΕΠΕ 8334),
δ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-7714/ 5.2.2001 (Β' 119),
ε) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4382/ 7.6.2001 (Β' 847),
στ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-9124/ 5.12.2001 (Β' 1616),
ζ) η απόφαση Υφυπουργού Ανάπτυξης Κ3-4814/ 11.6.2004 (Β' 860),
η) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 133/3/19.12.2008 (Β' 2577),
θ) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 143/7/30.4.2009 (Β' 922),
ι) η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΠΕΙΑ 144/2/7.5.2009 (Β' 1354),
ια) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 3/5/26.1.2011 (B' 706),
ιβ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 37/6/20.4.2012 (Β' 1662),
ιγ) η απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος 49/21/12.9.2012 (Β' 3102),
ιδ) η απόφαση της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 30/30.9.2013 (Β' 2556).
5. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Ως ειδικευμένος εμπειρογνώμονας της παραγράφου 1 του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 καθορίζεται αποκλειστικά ο αναλογιστής, το επάγγελμα του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος. Το επάγγελμα του αναλογιστή, του οποίου, αντικείμενο αποτελούν οι αρμοδιότητες ελέγχου των εργασιών του άρθρου 34 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/35 εντός του συστήματος εσωτερικού ελέγχου των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα άρθρα 266 και 267 του ανωτέρω Κανονισμού, ασκείται ελεύθερα μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία έναρξης του στη Διεύθυνση Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων, της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής, του Υπουργείου Οικονομικών, εφεξής «Αρμόδια Διοικητική Αρχή». Η αναγγελία του προηγούμενου εδαφίου συνοδεύεται από τα απαραίτητα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Η Αρμόδια Διοικητική Αρχή μπορεί εντός τριών (3) μηνών από την αναγγελία έναρξης του επαγγέλματος από τον ενδιαφερόμενο, να απαγορεύσει την έναρξη του επαγγέλματος του αιτούντος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία. Εφόσον πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή εγγράφει τον αιτούντα στο Μητρώο Αναλογιστών του άρθρου 6 του παρόντος.
2. Στην περίπτωση που δεν πληρούνται οι νόμιμες προϋποθέσεις ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία, η Αρμόδια Διοικητική Αρχή, ενημερώνει εγγράφως τον ενδιαφερόμενο, ότι δεν είναι δυνατή η εγγραφή του στο μητρώο, γνωστοποιώντας και τους σχετικούς λόγους.»
6. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 53/2013 τροποποιείται ως ακολούθως:
«1. Συνιστάται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, πενταμελές Πειθαρχικό Συμβούλιο πιστοποιημένων αναλογιστών, το οποίο αποτελείται από:
α) Έναν Πάρεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας με τον αναπληρωτή του.
β) Έναν Πάρεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τον αναπληρωτή του.
γ) Τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Οικονομικού Συντονισμού και Μακροοικονομικών Προβλέψεων της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
δ) Ένας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
ε) Έναν πιστοποιημένο αναλογιστή με ελάχιστη αναλογιστική εμπειρία 10 ετών, με τον αναπληρωτή του, ο οποίος επιλέγεται μετά από κλήρωση.
Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου ορίζεται ο αρχαιότερος εκ των δύο Παρέδρων και γραμματέας υπάλληλος της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών, με τον αναπληρωτή του.
Η θητεία του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι τριετής με δυνατότητα ανανέωσης.»
7. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 το άρθρο 1 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του συμβαλλόμενού της (λήπτη της ασφάλισης) ή του τρίτου, έναντι ασφαλίστρου,
α) είτε να καταβάλει παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, σε είδος, όταν επέλθει εκείνο το περιστατικό εκ των προβλεπόμενων στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 περιπτώσεις α', β', γ' και δ' του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ, από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωσή του (ασφαλιστική περίπτωση),
β) είτε να εκτελέσει τις εργασίες του άρθρου 5 περιπτώσεις ε' ως και θ' του νόμου με τον οποίο γίνεται η προσαρμογή στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ.
2. Η ασφαλιστική σύμβαση περιλαμβάνει τουλάχιστον:
α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων και του δικαιούχου του ασφαλίσματος, αν αυτός είναι διαφορετικό πρόσωπο,
β) τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης,
γ) το πρόσωπο ή το αντικείμενο και τη χρηματική αξία του ή την περιουσία που απειλούνται ή σχετίζονται με την επέλευση του κινδύνου, στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του παρόντος,
δ) το είδος των κινδύνων ή των εκτελούμενων εργασιών,
ε) το τυχόν ανώτατο όριο ευθύνης του ασφαλιστή (ασφαλιστικό ποσό),
στ) τις τυχόν εξαιρέσεις κάλυψης,
ζ) το εφάπαξ ή το αρχικό ασφάλιστρο και
η) το εφαρμοστέο δίκαιο, αν αυτό δεν είναι το ελληνικό.»
8. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2496/1997 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστους δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελια γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά την πάροδο δύο (2) εβδομάδων για ασφαλίσεις με διάρκεια μέχρι και ενός (1) έτους, και μετά την πάροδο ενός (1) μηνός για ασφαλίσεις με διάρκεια μεγαλύτερη του ενός (1) έτους, από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης.»
9. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η περίπτωση θ' του άρθρου 1 του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«θ. Κέντρο πληροφοριών είναι η υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων και ορίζεται στο άρθρο 27β του παρόντος».
10. Από την 1η Ιανουαρίου 2016 η παρ. 1 του άρθρου 27β του κ.ν. 489/1976 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Το κέντρο πληροφοριών αποτελεί υπηρεσιακή μονάδα του επικουρικού κεφαλαίου ασφάλισης ευθύνης από ατυχήματα αυτοκινήτων του άρθρου 16 του παρόντος.»
11. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται το άρθρο 120 του ν.δ. 400/1970, εφεξής νοείται το άρθρο 256 του παρόντος.
12. Από την 1η Ιανουαρίου 2016, η υποπερίπτωση β' της περίπτωσης Α' της παρ. 1 του άρθρου 4 του π.δ. 190/2006 (Α'196) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) αποδεικτικό φορολογικής ενημερότητας του άρθρου 12 του ν. 4175/ 2013 (Α' 170), το οποίο ανανεώνεται ετησίως με μέριμνα του ιδίου και πιστοποιητικό ποινικού μητρώου γενικής χρήσης το οποίο αναζητείται αυτεπάγγελτα και ανανεώνεται κάθε δύο έτη από το οικείο Επαγγελματικό Επιμελητήριο ή το Επαγγελματικό Τμήμα του Ενιαίου Επιμελητήριου και από το οποίο προκύπτει ότι δεν έχει καταδικαστεί αμετακλήτως για οποιοδήποτε κακούργημα ή για πλημμέλημα για τα αδικήματα της κλοπής, υπεξαίρεσης, απάτης, πλαστογραφίας, απιστίας, ψευδορκίας, δόλιας χρεοκοπίας, καταδολίευσης δανειστών, τοκογλυφίας, καθ' υποτροπή έκδοση ακάλυπτων επιταγών.»
13. Όπου στην κείμενη νομοθεσία αναφέρεται η Επιτροπή Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης ή «ΕΠ.Ε.Ι.Α.» νοείται εφεξής η Εποπτική Αρχή.
14. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 237/1986 (Α' 110) όπως ισχύει, τροποποιούνται και αντικαθίστανται ως εξής:
«Αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του Επικουρικού Κεφαλαίου, είτε εις χείρας του, είτε εις χείρας τρίτων, από την έναρξη ισχύος του παρόντος μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2018. Απαγορεύεται, επίσης, ο συμψηφισμός των εισφορών των μελών του με τυχόν οφειλές του Επικουρικού Κεφαλαίου προς αυτά.»