Άρθρο 7. Ακυρότητα
1. Η Εταιρία κηρύσσεται άκυρη με δικαστική απόφαση μόνον αν:
α) έχει συσταθεί κατά παράβαση της παραγράφου 1 και των περιπτώσεων β', ε', ζ' και η' της παραγράφου 2 του άρθρου 6.
β) Ο σκοπός της είναι παράνομος ή αντίκειται στη δημόσια τάξη, και
γ) όλοι οι ιδρυτές, όταν υπογράφτηκε η εταιρική σύμβαση, δεν είχαν την ικανότητα για δικαιοπραξία.
2. Η αγωγή ασκείται από κάθε πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον και απευθύνεται κατά της Εταιρίας. Το Δικαστήριο που απαγγέλει την ακυρότητα διορίζει με την ίδια απόφαση και τους εκκαθαριστές.
3. Η δικαστική απόφαση που κηρύσσει την ακυρότητα της εταιρείας υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Η απόφαση αυτή αντιτάσσεται προς τρίτους, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 3419/2005. Τριτανακοπή μπορεί να ασκηθεί μέσα σε έξι (6) μήνες από την υποβολή της απόφασης στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.
4. Οι λόγοι ακυρότητας που αναφέρονται στην παράβαση των διατάξεων για την επωνυμία και το σκοπό της Εταιρίας θεραπεύονται αν, μετά από συμφωνία όλων των εταίρων, συμπληρωθεί η εταιρική σύμβαση με συμβολαιογραφική, πράξη και υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8.
5. Πράξεις που πραγματοποιήθηκαν στο όνομα της άκυρης Εταιρείας παραμένουν ισχυρές. Οι εταίροι πού είναι υπαίτιοι για την ακυρότητα ευθύνονται απεριόριστα και σε ολόκληρο απέναντι στους αναίτιους εταίρους και στους τρίτους για κάθε ζημία που προέκυψε από την ακυρότητα.