ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 4370/2016 Συστήματα Εγγύησης Καταθέσεων (ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/49/ΕΕ), Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και άλλες διατάξεις

Τελευταία ενημέρωση σύμφωνα με το Ν.4474/07.06.2017
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 37
7 Μαρτίου 2016
Νόμος υπ΄ αριθμ. 4370
Συστήματα Εγγύησης Καταθέσεων (ενσωμάτωση Οδηγίας 2014/49/ΕΕ), Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

 

Με τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 53 του παρόντος νόμου σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 (EE L 173) περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και η κωδικοποίηση των διατάξεων για το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ).

1. Ο παρών νόμος θεσπίζει κανόνες και διαδικασίες που αφορούν τη σύσταση και τη λειτουργία των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων (εφεξής ΣΕΚ) και εγγύησης καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, καθώς και θέματα χρηματοδότησης μέτρων εξυγίανσης.

2. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται:
α) στο Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (εφεξής ΤΕΚΕ),
β) στα θεσμικά συστήματα προστασίας που αναγνωρίζονται επίσημα ως ΣΕΚ σύμφωνα με την περίπτωση 18 της παραγράφου 1 του άρθρου 3,
γ) στα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο ΤΕΚΕ ή στα θεσμικά συστήματα προστασίας της ανωτέρω περίπτωσης.

3. Ο παρών νόμος δύναται να συμπληρώνεται από τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΑΤ), οι οποίες υιοθετούνται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ.

1. Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
1) «Αξία περιουσιακών στοιχείων πελατών των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων (ΣΚΕ)»: ο μέσος όρος της τρέχουσας αξίας του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των πελατών του συμμετέχοντος στο ΣΚΕ, τα οποία κατείχε το συμμετέχον στο ΣΚΕ κατά τις ημερομηνίες αναφοράς. Προκειμένου για παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα του άρθρου 5 του ν. 3606/2007(Α' 195), ως Αξία λογίζεται η αξία των συμβολαίων και των δικαιωμάτων κατά τις ημερομηνίες αναφοράς. Για περιουσιακά στοιχεία πελάτη, των οποίων η Αξία υπερβαίνει τις 30.000 ευρώ, ως Αξία, κατά την ανωτέρω έννοια, υπολογίζεται το ποσό των 30.000 ευρώ. 
Στις περιπτώσεις λογαριασμών τίτλων συνδικαιούχων στους οποίους εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 5638/1932 (Α' 307), ως Αξία υπολογίζεται επίσης το καλυπτόμενο ανά συνδικαιούχο ποσό, βάσει των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 14.
2) «απαίτηση από καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία»: Απαίτηση η οποία προκύπτει είτε από την αδυναμία απόδοσης στους επενδυτές - πελάτες των κεφαλαίων που τους οφείλει το πιστωτικό ίδρυμα ή κεφαλαίων τους που βρίσκονται στην κατοχή του πιστωτικού ιδρύματος, άμεσα ή έμμεσα, στο πλαίσιο της εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος παροχής καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών είτε από την αδυναμία παράδοσης στους επενδυτές - πελάτες χρηματοπιστωτικών μέσων, κατά την έννοια του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 που τους ανήκουν και τα οποία το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα κατέχει, διαχειρίζεται ή φυλάσσει για λογαριασμό τους παρά το γεγονός ότι υφίσταται σχετική υποχρέωση του συμμετέχοντος σύμφωνα με το δίκαιο και τους όρους που διέπουν τη σύμβασή του με τον επενδυτή - πελάτη, και ανεξάρτητα από το αν η υποχρέωση αυτή του συμμετέχοντος θεμελιώνεται στη σύμβαση ή στο νόμο και ως προς το οποίο (πιστωτικό ίδρυμα):
α) η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της διαπιστώνει ότι το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των επενδυτών - πελατών του για λόγους που συνδέονται άμεσα με την οικονομική του κατάσταση και η αδυναμία αυτή προβλέπεται ότι δεν είναι αναστρέψιμη στο προσεχές μέλλον ή
β) δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, έχει εκδώσει απόφαση για την αναστολή της δυνατότητας των επενδυτών - πελατών και εν γένει δανειστών του πιστωτικού ιδρύματος να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους κατά του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος, στην περίπτωση που το γεγονός αυτό συμβεί πριν δημοσιευτεί η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος που αναφέρεται υπό α' ανωτέρω,
3) «αρμόδια αρχή»: η Τράπεζα της Ελλάδος ή για τα άλλα κράτη - μέλη η αρμόδια αρχή όπως ορίζεται στην περίπτωση 40 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 (ΕΕ L 176),
4) «δεσμεύσεις προς πληρωμή»: η ανέκκλητη και άνευ όρων ή αιρέσεων δέσμευση προς πληρωμή σε μετρητά από ένα πιστωτικό ίδρυμα προς το ΤΕΚΕ εις εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το ΤΕΚΕ, η οποία είναι πλήρως εξασφαλισμένη, με την προϋπόθεση ότι η εξασφάλιση:
α) συνίσταται σε στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου,
β) δεν βαρύνεται από δικαιώματα τρίτων και ευρίσκεται στη διάθεση του ΤΕΚΕ,
5) «διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα» ή «διαθέσιμα ΤΕΚΕ»: μετρητά, καταθέσεις και στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου, τα οποία μπορούν να ρευστοποιηθούν εντός προθεσμίας που δεν υπερβαίνει την καθοριζόμενη στην παράγραφο 3 του άρθρου 11 και δεσμεύσεις προς πληρωμή έως το όριο που καθορίζεται στην παράγραφο 9 του άρθρου 27 και αποτελούνται από τα διαθέσιμα της παραγράφου 1 του άρθρου 39,
6) «Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ (ΔΣ)»: Το, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 48, Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΕΚΕ,
7) «εγγυημένες απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες»: οι επιλέξιμες απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες μέχρι ποσού ίσου με το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στο άρθρο 13,
8) «εγγυημένες καταθέσεις»: όλες οι επιλέξιμες καταθέσεις μέχρι ποσού ίσου με το επίπεδο κάλυψης που αναφέρεται στο άρθρο 9,
9) «Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων»: Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων και προορίζεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων των επενδυτών-πελατών των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων,
10) «Ενεργητικό του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων»: Το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων και προορίζεται αποκλειστικά για την ικανοποίηση απαιτήσεων των καταθετών των συμμετεχόντων στο Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων του ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων και τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 (Α'87).
11) «επενδυτής - πελάτης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο ένα πιστωτικό ίδρυμα παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες του άρθρου 4 του ν. 3606/2007,
12) «επιλέξιμες απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες»: όλες οι απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες πλην όσων εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων από τα ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 12,
13) «επιλέξιμες καταθέσεις»: όλες οι καταθέσεις πλην όσων εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων από τα ΣΕΚ σύμφωνα με το άρθρο 8,
14) «επίπεδο-στόχος»: το ύψος των χρηματοδοτικών μέσων στο οποίο πρέπει να ανέρχονται τα διαθέσιμα του ΣΚΚ σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 25, εκφραζόμενο ως ποσοστό των διαθεσίμων αυτών επί των εγγυημένων καταθέσεων των μελών τους,
15) «επιχειρήσεις παροχής επενδυτικών υπηρεσιών (ΕΠΕΥ)»: οι επιχειρήσεις που ορίζονται στην παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007,
16) «ημερομηνία αδυναμίας»: η ημερομηνία κατά την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος προβαίνει στη διαπίστωση που προβλέπεται στις περιπτώσεις 2 και 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ή η δικαστική αρχή λαμβάνει την απόφαση που προβλέπεται στις περιπτώσεις 2 και 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 3,
17) «ημερομηνία αναφοράς αξίας περιουσιακών στοιχείων πελατών συμμετέχοντος στο ΣΚΕ ή ημερομηνία αναφοράς»: η τελευταία εργάσιμη ημέρα κάθε ημερολογιακού τριμήνου του προηγούμενου έτους,
18) «θεσμικά συστήματα προστασίας (ΘΣΠ)»: τα θεσμικά συστήματα προστασίας που αναφέρονται στην παρ. 7 του άρθρου 113 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και πληρούν τις προϋποθέσεις του δευτέρου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4 της Οδηγίας 2014/49/ΕΕ,
19) «καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες»: οι επενδυτικές υπηρεσίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1 (α) έως (δ), (στ), (ζ) του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και της παρεπόμενης υπηρεσίας της παραγράφου 2(α) του ίδιου άρθρου, πλην όσων εμπίπτουν στην εξαίρεση από την καταβολή αποζημιώσεων από το ΤΕΚΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 12 του παρόντος νόμου,
20) «κατάθεση»: το πιστωτικό υπόλοιπο που προκύπτει από κεφάλαια κατατεθειμένα σε λογαριασμό ή από προσωρινές καταστάσεις απορρέουσες από συνήθεις τραπεζικές συναλλαγές και το οποίο το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να επιστρέψει βάσει των ισχυόντων νόμιμων και συμβατικών όρων, περιλαμβανομένων των καταθέσεων προθεσμίας και των καταθέσεων ταμιευτηρίου, αλλά εξαιρουμένων των καταθέσεων ως προς τις οποίες:
α) η ύπαρξη του πιστωτικού υπολοίπου μπορεί να αποδειχθεί μόνον με χρηματοπιστωτικό μέσο, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 του ν. 3606/2007, εκτός εάν πρόκειται για αποταμιευτικό προϊόν που βεβαιώνεται με πιστοποιητικό κατάθεσης στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου και το οποίο υφίσταται ήδη σε κράτος - μέλος στις 2 Ιουλίου 2014,
β) το κεφάλαιο του πιστωτικού υπολοίπου δεν είναι επιστρεπτέο στο άρτιο,
γ) το κεφάλαιο του πιστωτικού υπολοίπου είναι επιστρεπτέο στο άρτιο μόνον δυνάμει ειδικής εγγύησης ή συμφωνίας που παρέχεται από πιστωτικό ίδρυμα ή τρίτο μέρος.
Στην έννοια των καταθέσεων δεν εμπίπτουν: (i) οι συμφωνίες πώλησης με σύμφωνο επαναγοράς (repos), οι απαιτήσεις εκ των οποίων καλύπτονται κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 16 έως 19 για τις επενδυτικές υπηρεσίες και (ii) το ηλεκτρονικό χρήμα, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 4021/2011 (Α' 218) και τα ποσά που λαμβάνονται έναντι του ηλεκτρονικού χρήματος, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 4021/2011.
21) «καταθέτης»: ο κάτοχος ή, σε περίπτωση κοινού λογαριασμού, κάθε κάτοχος της κατάθεσης,
22) «κοινός λογαριασμός»: λογαριασμός που ανοίγεται στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή επί του οποίου δύο ή περισσότερα πρόσωπα έχουν δικαιώματα που ασκούνται μέσω της υπογραφής ενός ή περισσότερων από τα πρόσωπα αυτά κατά το ν. 5638/1932 (Α' 307) «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν»,
23) «κράτος - μέλος προέλευσης»: κράτος - μέλος προέλευσης όπως ορίζεται στην περίπτωση 43 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,
24) «κράτος - μέλος υποδοχής»: κράτος - μέλος υποδοχής όπως ορίζεται στην περίπτωση 44 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
25) «Κύριο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων (ΚΚΚΚ)»: ομάδα περιουσίας που αποτελεί ενεργητικό του ΤΕΚΕ και αποτελείται από το ενεργητικό του ΣΚΚ αφαιρουμένου του ενεργητικού του ΠΚΚΚ..
26) «λογαριασμοί πελατείας των ΕΠΕΥ»: οι τραπεζικοί λογαριασμοί στους οποίους τοποθετούνται κεφάλαια επενδυτών-πελατών σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 18 της υπ' αριθμ. 2/452/1.11.2007 (Β' 2137) απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς,
27) «μη διαθέσιμη κατάθεση»: κατάθεση απαιτητή από τον καταθέτη η οποία δεν δύναται να καταβληθεί από πιστωτικό ίδρυμα εν όλω ή εν μέρει βάσει των ισχυόντων νόμιμων ή συμβατικών όρων, και ως προς το οποίο (πιστωτικό ίδρυμα):
α) η Τράπεζα της Ελλάδος με απόφασή της έχει διαπιστώσει ότι το συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα δεν φαίνεται προς το παρόν ικανό να επιστρέψει την κατάθεση, για λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική του κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι το πιστωτικό ίδρυμα θα καταστεί ικανό στο προσεχές μέλλον. Η ανωτέρω απόφαση λαμβάνεται εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από τη στιγμή που αποδειχθεί, για πρώτη φορά, ότι το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα δεν έχει επιστρέψει τις ληξιπρόθεσμες και απαιτητές καταθέσεις και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ή
β) δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση του πιστωτικού ιδρύματος, έλαβε απόφαση η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή του δικαιώματος των καταθετών να εγείρουν αξιώσεις έναντι του ιδρύματος.
Οι υπό α' και β' περιπτώσεις συνιστούν λόγο ανάκλησης της άδειας του πιστωτικού ιδρύματος κατά την περίπτωση ε'του άρθρου 19 του ν. 4261/2014 (Α'107),
28) «ορισθείσα αρχή»: το Υπουργείο Οικονομικών ή για τα άλλα κράτη - μέλη ο φορέας που διοικεί ή εποπτεύει ένα ΣΕΚ ή, όταν τη λειτουργία του ΣΕΚ διοικεί ιδιωτική οντότητα, μία δημόσια αρχή που ορίζει το ενδιαφερόμενο κράτος - μέλος για την εποπτεία του συστήματος αυτού,
29) «Περιουσιακά στοιχεία επενδυτών - πελατών»: τα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν τα συμμετέχοντα στο ΣΚΕ πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα αυτών για λογαριασμό επενδυτών - πελατών τους στο πλαίσιο της παροχής των καλυπτομένων επενδυτικών υπηρεσιών, κατά την έννοια της περιπτώσεως 19 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που κατέχουν τα συμμετέχοντα στο ΣΚΕ πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα περιλαμβάνονται και οι τίτλοι σε λογιστική μορφή. Στην έννοια της κατοχής εμπίπτει, πέραν της φύλαξης και διοικητικής διαχείρισης κατά την έννοια της περίπτωσης α' της παρ. 2 το άρθρου 4 του ν. 3606/2007 χρηματοπιστωτικών μέσων από το ίδιο το συμμετέχον στο ΣΚΕ που ενεργεί ως θεματοφύλακας και η ανάθεση από το συμμετέχον στο ΣΚΕ της φύλαξης των τίτλων σε τρίτο πρόσωπο, πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΠΕΥ, που ενεργεί ως υποθεματοφύλακας σύμφωνα με τις εντολές του συμμετέχοντος και γενικώς κάθε περίπτωση κατά την οποία τα χρηματοπιστωτικά μέσα βρίσκονται στην κατοχή τρίτου, αλλά το συμμετέχον έχει εξουσία να τα διαθέτει, δίδοντας εντολές στον τρίτο. Ως κατοχή νοείται τόσο αυτή που γίνεται στο όνομα επενδυτή - πελάτη όσο και αυτή που γίνεται στο όνομα του συμμετέχοντος στο ΣΚΕ για λογαριασμό επενδυτή - πελάτη,
30) «πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στην περίπτωση 1 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
31) «Πρόσθετο Κεφάλαιο Κάλυψης Καταθέσεων (ΠΚΚΚ)»: Το πρόσθετο κεφάλαιο κάλυψης καταθέσεων, το οποίο δημιουργήθηκε σύμφωνα με τις παραγράφους 11 έως 15 του άρθρου 4 του ν. 3746/2009 (Α' 27) και πλέον ρυθμίζεται σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στα άρθρα 6 και 25 του παρόντος νόμου,
32) «Σκέλος Εξυγίανσης (ΣΕ)»: το ενεργητικό του ΤΕΚΕ, το οποίο συστάθηκε με το πρώην άρθρο 13Α του ν. 3746/2009 και τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της χρηματοδότησης μέτρων εξυγίανσης, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην περίπτωση γ' της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και στο εσωτερικό άρθρο 96 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015,
33) «Σκέλος Κάλυψης Επενδύσεων (ΣΚΕ)»: το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της κάλυψης απαιτήσεων από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών όπως ειδικότερα περιγράφεται στην περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 4,
34) «Σκέλος Κάλυψης Καταθέσεων (ΣΚΚ)»: το ενεργητικό του ΤΕΚΕ που τίθεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού της εγγύησης καταθέσεων, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 2 του άρθρου 4,
35) «στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου»: στοιχεία ενεργητικού που εμπίπτουν στην πρώτη ή στη δεύτερη κατηγορία που αναφέρονται στον πίνακα 1 του άρθρου 336 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 ή οποιαδήποτε στοιχεία ενεργητικού που κρίνονται εξίσου ασφαλή και ρευστά από την Τράπεζα της Ελλάδος,
36) «συστήματα εγγύησης καταθέσεων» ή «ΣΕΚ»: τα συστήματα που αναφέρονται στην περίπτωση α' και β' της παραγράφου 2 του άρθρου 2 και συστήματα άλλων κρατών - μελών,
37) «Ταμείο Εξυγίανσης»: το ΣΕ του ΤΕΚΕ, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο εσωτερικό άρθρο 95 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015,
38) «υποκατάστημα»: ο τόπος επιχείρησης νομικώς εξαρτώμενης από ίδρυμα, η οποία διενεργεί άμεσα, όλες ή ορισμένες από τις συναλλαγές που εντάσσονται στις δραστηριότητες των ιδρυμάτων.

2. Αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 (EE L 331) σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 4 του εν λόγω Κανονισμού είναι το Υπουργείο Οικονομικών.

1. Φορέας του ελληνικού ΣΕΚ, του συστήματος εγγύησης επενδυτικών υπηρεσιών και Ταμείο Εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων ορίζεται δια του παρόντος το νομικό πρόσωπο με την επωνυμία «Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων» (ΤΕΚΕ), το οποίο ιδρύθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3746/2009.
Το ΤΕΚΕ:
α) είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου,
β) εδρεύει στην Αθήνα, στη διεύθυνση που εκάστοτε ορίζεται με απόφαση του ΔΣ,
γ) εποπτεύεται από το Υπουργείο Οικονομικών,
δ) δεν αποτελεί δημόσιο οργανισμό ή δημόσιο νομικό πρόσωπο και ευρίσκεται εκτός του στενού ή ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός εκάστοτε ορίζεται,
ε) διαθέτει ιδρυτικό κεφάλαιο το οποίο ανέρχεται στο ποσό των οκτώ εκατομμυρίων οκτακοσίων τεσσάρων χιλιάδων εκατόν εννέα (8.804.109) ευρώ.
Για τις σχέσεις του με την αλλοδαπή το ΤΕΚΕ χρησιμοποιεί την επωνυμία «Hellenic Deposit and Investment Guarantee Fund - HDIGF ή ΤΕΚΕ».

2. Σκοποί του ΤΕΚΕ είναι:
α) η καταβολή αποζημίωσης δια του Σκέλους Κάλυψης Καταθέσεων (εφεξής ΣΚΚ), στους καταθέτες των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 1, 5 και 6 του άρθρου 5 και ευρίσκονται σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους και η χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων δια του ΣΚΚ κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015,
β) η καταβολή αποζημίωσης δια του Σκέλους Κάλυψης Επενδύσεων (εφεξής ΣΚΕ), στους επενδυτές - πελάτες των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία αναφέρονται στις παραγράφους 2, 4, 5 και 6 του άρθρου 5 και ευρίσκονται σε αδυναμία να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους, για απαιτήσεις που απορρέουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και
γ) η χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων δια του Σκέλους Εξυγίανσης (εφεξής ΣΕ), με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΤΕΚΕ ως Ταμείου Εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, εφόσον πληρούνται ως προς τις ως άνω περιπτώσεις α' έως γ' οι λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται από την ισχύουσα νομοθεσία.

3. Το ΣΚΚ, το ΣΚΕ και το ΣΕ είναι σαφώς διακριτά μεταξύ τους και αποτελούν αυτοτελή σύνολα περιουσίας, κάθε ένα εκ των οποίων χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των σκοπών τους οποίους εξυπηρετεί σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας.

1. Στο ΣΚΚ συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια της περίπτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, πλην των περιπτώσεων β' και δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου. Πιστωτικά ιδρύματα δεν επιτρέπεται να αποδέχονται καταθέσεις αν δεν συμμετέχουν στο ΣΚΚ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις του παρόντος.

2. Στο ΣΚΕ συμμετέχουν υποχρεωτικά όλα τα κατά την έννοια της περίπτωσης 1 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, πλην των περιπτώσεων β' και δ' της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου, εφόσον παρέχουν μία τουλάχιστον από τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, κατά την έννοια της περίπτωσης 19 της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.

3. Η συμμετοχή στο ΣΚΚ κατά την παράγραφο 1 ανωτέρω επάγεται αυτοδικαίως και τη συμμετοχή στο ΣΕ. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να καταβάλουν εισφορές σύμφωνα με το άρθρο 36 του παρόντος.

4. Στο ΣΚΕ συμμετέχουν προαιρετικά, ύστερα από αί- τησή τους για κάλυψη συμπληρωματική του αντίστοιχου συστήματος αποζημίωσης επενδυτών - πελατών του κράτους όπου εδρεύουν, ως προς το ποσό ή και ως προς τις κατηγορίες των καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στα άρθρα 12 και 13 του παρόντος, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος-μέλος.

5. Ειδικά, προκειμένου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα, το ΤΕΚΕ καλύπτει επίσης:
α) τις καταθέσεις των υποκαταστημάτων τους σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ,
β) τις απαιτήσεις των επενδυτών-πελατών από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες των υποκαταστημάτων τους σε άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ εφόσον οι ως άνω απαιτήσεις δεν καλύπτονται από ισοδύναμο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών στις χώρες υποδοχής και
γ) τις καταθέσεις και τις απαιτήσεις των επενδυτών-πελατών από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες των υποκαταστημάτων τους σε τρίτες χώρες, εφόσον οι ως άνω καταθέσεις και απαιτήσεις δεν καλύπτονται από ισοδύναμο σύστημα εγγύησης καταθέσεων ή αποζημίωσης επενδυτών στις χώρες υποδοχής.
Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν εισηγήσεως του ΔΣ του ΤΕΚΕ είτε κρίνεται η ύπαρξη του ισοδυνάμου της κάλυψης είτε, στην αντίθετη περίπτωση, καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις της κάλυψης.

6. Στο αντίστοιχο, κατά περίπτωση, σκέλος συμμετέχουν, επίσης, υποχρεωτικά και, τα εγκατεστημένα στην Ελλάδα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες, εφόσον αυτά δεν καλύπτονται από ισοδύναμο με το παρόν σύστημα εγγύησης καταθέσεων, αποζημίωσης επενδυτών-πελατών ή εξυγίανσης που λειτουργεί στη χώρα της έδρας τους. Με απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, κατόπιν εισηγήσεως του ΔΣ του ΤΕΚΕ είτε κρίνεται η ύπαρξη του ισοδυνάμου της κάλυψης είτε, στην αντίθετη περίπτωση, καθορίζονται οι όροι και προϋποθέσεις της κάλυψης. Το ύψος και η έκταση της παρεχόμενης από το ΤΕΚΕ κάλυψης στους καταθέτες και στους επενδυτές-πελάτες των εγκατεστημένων στην Ελλάδα υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες χώρες δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ύψος και την έκταση της κάλυψης που παρέχεται σύμφωνα με τα άρθρα 8, 9, 12 και 13 του παρόντος.

1. Πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ παύει να συμμετέχει σε αυτό είτε εκουσίως για νόμιμο λόγο είτε υποχρεωτικώς λόγω αποκλεισμού του ή και ανάκλησης της αδείας του ως πιστωτικού ιδρύματος. Επί εκουσίας αποχωρήσεως οφείλει να ειδοποιεί εγγράφως το ΤΕΚΕ αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης για την αποχώρησή του.

2. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, να συμμετέχει σε αυτό, και δεν προσχωρήσει σε άλλο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, καταβάλλεται σε αυτό η αξία της ατομικής του μερίδας στο ΠΚΚΚ, εφόσον διαθέτει τέτοια, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά το χρόνο της αποχώρησής του, σύμφωνα με απόφαση του ΔΣ. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 12 του άρθρου 25 ο υπολογισμός της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος, η παρακράτηση από αυτή ποσών απαιτήσεων καταθετών που πιθανολογούνται από το ΤΕΚΕ ως βάσιμες και η καταβολή του υπολοίπου αυτής έχουν ως εξής:
α) Υπολογισμός αξίας μερίδας αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος.
αα) Για τον υπολογισμό της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προαπαιτείται ο υπολογισμός του ενεργητικού του ΠΚΚΚ. Για τον υπολογισμό του ενεργητικού του ΠΚΚΚ λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις καταθετών συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΣΚΚ που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία, εφόσον η αδυναμία του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος επήλθε μέχρι και τρεις μήνες μετά την αποχώρηση του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος. Υπό την αναβλητική αίρεση της καταβολής των σχετικών ποσών στους καταθέτες, αυτά αφαιρούνται από την αξία του ΠΚΚΚ.
ββ) Η αξία της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος υπολογίζεται με βάση τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 10 του άρθρου 25.
γγ) Έναντι της απαίτησης του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προς καταβολή της επιστρεπτέας αξίας της μερίδας του συμψηφίζονται οποιεσδήποτε απαιτήσεις έχει το ΤΕΚΕ κατά του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων του ΤΕΚΕ, οφειλόμενων εισφορών του αποχωρούντος προς το ΣΚΚ, το ΣΚΕ, το ΣΕ του τέλους συμμετοχής ή άλλων χρηματικών ποσών που έχει καθορίσει το διοικητικό συμβούλιο του ΤΕΚΕ και είναι πληρωτέα από το πιστωτικό ίδρυμα έως και την ημερομηνία αποχώρησής του. Ο συμψηφισμός αυτός πραγματοποιείται βάσει των προαναφερθέντων κονδυλίων.
β) Παρακράτηση ποσών απαιτήσεων καταθετών που πιθανολογούνται από το ΤΕΚΕ ως βάσιμες.
αα) Το ΤΕΚΕ παρακρατεί από την επιστρεφόμενη αξία της ατομικής μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος τα ποσά που αντιστοιχούν στο ύψος απαιτήσεων καταθετών κατά του ΣΚΚ που πιθανολογούνται από το ΤΕΚΕ ως βάσιμες και αφορούν επιλέξιμες καταθέσεις του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος.
ββ) Τα παρακρατούμενα κατά την υποπερίπτωση αα' ποσά δεν αποδίδονται στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα μέχρις ότου κριθεί αμετακλήτως η υπόθεση και, ανάλογα με την έκβαση, το ΤΕΚΕ τα αποδίδει είτε στους καταθέτες είτε στο αποχωρήσαν πιστωτικό ίδρυμα.
γγ) Τα παρακρατούμενα ποσά θεωρείται ότι συμψηφίζονται με την απαίτηση του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προς απόδοση της αξίας της ατομικής του μερίδας, υπό τη διαλυτική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση του αποχωρήσαντος έναντι των καταθετών. γ) Καταβολή αξίας μερίδας.
Η καταβολή της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' και β' ανωτέρω, γίνεται άτοκα τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο ενός έτους από την αποχώρησή του από το ΣΚΚ. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων της παραγράφου 6 του άρθρου 39, η καταβολή της μερίδας δύναται να παρατείνεται με απόφαση του ΔΣ του ΤΕΚΕ και σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

3. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο εκτός της περιπτώσεως του αποκλεισμού του, να συμμετέχει σε αυτό, και προσχωρήσει σε άλλο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, ισχύουν τα εξής:
α) Οι τακτικές εισφορές τις οποίες κατέβαλε το πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο προτού παύσει να είναι μέλος του ΣΚΚ μεταφέρονται στο νέο σύστημα εγγύησης καταθέσεων στο οποίο προσχώρησε το αποχωρούν από το ΣΚΚ πιστωτικό ίδρυμα και
β) καταβάλλεται στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα η αξία της ατομικής του μερίδας στο ΠΚΚΚ, όπως προσδιορίζεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2. Κατά τα λοιπά, ισχύει η διαδικασία που περιγράφεται στις περιπτώσεις α' έως γ'της παραγράφου 2.
γ) Τα ανωτέρω ισχύουν και στην περίπτωση μεταφοράς ορισμένων δραστηριοτήτων πιστωτικού ιδρύματος σε άλλο κράτος - μέλος υπό την έννοια της μεταφοράς τμήματος επιλέξιμων καταθέσεων και κάλυψης αυτών από άλλο σύστημα εγγύησης καταθέσεων. Οι τακτικές εισφορές που καταβλήθηκαν στο ΣΚΚ κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς μεταφέρονται στο νέο σύστημα εγγύησης καταθέσεων κατά την αναλογία του τμήματος των επιλέξιμων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν σε αυτό.

1. Πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ παύει να συμμετέχει σε αυτό είτε εκουσίως είτε υποχρεωτικώς λόγω αποκλεισμού του ή και ανάκλησης της αδείας του ως πιστωτικού ιδρύματος. Επί εκουσίας αποχωρήσεως οφείλει να ειδοποιεί εγγράφως το ΤΕΚΕ αμέσως μετά τη λήψη της απόφασης για την αποχώρησή του.

2. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο, να συμμετέχει σε αυτό, καταβάλλεται σε αυτό η αξία της ατομικής του μερίδας επί του Ενεργητικού του ΣΚΕ, εφόσον διαθέτει τέτοια, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά το χρόνο της αποχώρησής του, σύμφωνα με απόφαση του ΔΣ του ΤΕΚΕ. Ο υπολογισμός της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος, η παρακράτηση από αυτή ποσών πιθανών απαιτήσεων του ΣΚΕ και η καταβολή του υπολοίπου αυτής έχουν ως εξής:
α) Υπολογισμός αξίας μερίδας αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος.
αα) Για τον υπολογισμό της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προαπαιτείται ο υπολογισμός του Ενεργητικού του ΣΚΕ. Για τον υπολογισμό του Ενεργητικού του ΣΚΕ λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις επενδυτών-πελατών συμμετεχόντων πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΣΚΕ που τυχόν έχουν περιέλθει σε αδυναμία, εφόσον αθροιστικώς:
(i) η αδυναμία του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος επήλθε μέχρι και τρεις μήνες μετά την αποχώρηση του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος και
(ii) οι απαιτήσεις των επενδυτών-πελατών προβληθούν το αργότερο έξι μήνες μετά την αποχώρηση. Υπό την αναβλητική αίρεση της καταβολής των σχετικών ποσών στους επενδυτές-πελάτες, αυτά αφαιρούνται από την αξία του Ενεργητικού του ΣΚΕ.
ββ) Η αξία της μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος υπολογίζεται με βάση τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 30.
γγ) Έναντι της απαίτησης του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προς καταβολή της επιστρεπτέας αξίας της μερίδας του συμψηφίζονται οποιεσδήποτε απαιτήσεις έχει το ΤΕΚΕ κατά του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων καταθέσεων του ΤΕ-
ΚΕ, οφειλόμενων εισφορών του αποχωρούντος προς το ΣΚΚ, το ΣΚΕ και το ΣΕ, του Τέλους Συμμετοχής ή άλλων χρηματικών ποσών που έχει καθορίσει το ΔΣ του ΤΕΚΕ και είναι πληρωτέα από πιστωτικό ίδρυμα έως και την ημερομηνία αποχώρησής του. Ο συμψηφισμός αυτός πραγματοποιείται βάσει των προαναφερθέντων κονδυλίων.
β) Παρακράτηση ποσών απαιτήσεων επενδυτών - πελατών που πιθανολογούνται από το ΤΕΚΕ ως βάσιμες.
αα) Το ΤΕΚΕ παρακρατεί από την επιστρεφόμενη αξία της ατομικής μερίδας του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος τα ποσά που αντιστοιχούν στο ύψος απαιτήσεων επενδυτών-πελατών κατά του ΣΚΕ που πιθανολογούνται από το ΤΕΚΕ ως βάσιμες και αφορούν την παροχή από το αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, οι οποίες απαιτήσεις δύναται να προκύψουν από:
i) αίτηση αποζημίωσης που υποβλήθηκε κατά τη διάρκεια του έτους μετά την αποχώρηση του συμμετέχοντος, εφόσον η απαίτηση αυτή κατά του αποχωρούντος είχε γεννηθεί κατά το χρόνο συμμετοχής του στο ΣΚΕ ή
ii) αίτηση αποζημίωσης που υποβλήθηκε πριν από την αποχώρηση του συμμετέχοντος και εκκρεμεί η εξέτασή της.
ββ) Τα παρακρατούμενα κατά την υποπερίπτωση αα' ποσά δεν αποδίδονται στο αποχωρούν πιστωτικό ίδρυμα μέχρις ότου κριθεί αμετακλήτως η υπόθεση και, ανάλογα με την έκβαση, το ΤΕΚΕ τα αποδίδει είτε στους επενδυτές-πελάτες είτε στο αποχωρήσαν πιστωτικό ίδρυμα.
γγ) Τα παρακρατούμενα ποσά συμψηφίζονται με την απαίτηση του αποχωρούντος πιστωτικού ιδρύματος προς απόδοση της αξίας της ατομικής του μερίδας, υπό τη διαλυτική αίρεση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης που αναγνωρίζει ότι δεν υφίσταται σχετική υποχρέωση του αποχωρήσαντος έναντι των επενδυτών-πελατών.
γ) Καταβολή αξίας μερίδας.
Η καταβολή της αξίας της μερίδας του αποχωρούντος γίνεται άτοκα τον πρώτο ημερολογιακό μήνα μετά την πάροδο ενός έτους από την αποχώρησή του από το ΣΚΕ. Λαμβανομένων υπόψη των κριτηρίων της παραγράφου 6 του άρθρου 39, η καταβολή της μερίδας δύναται να παρατείνεται με απόφαση του ΔΣ του ΤΕΚΕ σε κάθε περίπτωση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη.

1. Επιλέξιμες είναι όλες οι καταθέσεις πλην των κατωτέρω, οι οποίες δεν καλύπτονται και εξαιρούνται από την εγγύηση και επομένως την καταβολή αποζημιώσεων από το ΤΕΚΕ:
α) με την επιφύλαξη της παραγράφου 2 του άρθρου 10, οι καταθέσεις που τηρούνται από άλλα πιστωτικά ιδρύματα στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό,
β) τα ίδια κεφάλαια του πιστωτικού ιδρύματος, όπως ορίζονται στην περίπτωση 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013,
γ) οι καταθέσεις που απορρέουν από συναλλαγές σε σχέση με τις οποίες έχει εκδοθεί τελεσίδικη ποινική καταδικαστική απόφαση για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 (Α'166). Όσο διαρκεί η ποινική δίκη, εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου περί αναστολής οποιασδήποτε καταβολής μέχρι να κριθεί τελεσίδικα η υπόθεση.
δ) Οι καταθέσεις χρηματοδοτικών ιδρυμάτων όπως ορίζονται στην περίπτωση 26 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.
ε) Οι καταθέσεις των ΕΠΕΥ στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό. Προκειμένου περί λογαριασμών πελατείας των ΕΠΕΥ ισχύει η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 10 του παρόντος νόμου.
στ) Οι καταθέσεις των οποίων η ταυτότητα κατόχου ή δικαιούχου δεν έχει επαληθευθεί, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 3691/2008, όταν καθίστανται μη διαθέσιμες.
ζ) Οι καταθέσεις των ασφαλιστικών, και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων , καθώς και των εξαρτημένων ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων που αναφέρονται στις παρ. 1 έως 6 του άρθρου 3 του ν. 4364/2016 (Α'13).
η) Οι καταθέσεις των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
θ) Οι καταθέσεις των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης και ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης.
ι) Οι καταθέσεις του δημόσιου τομέα, όπως αυτός ορίζεται στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α'143), όπως ισχύει.
ια) Πιστωτικοί τίτλοι εκδοθέντες από πιστωτικό ίδρυμα και υποχρεώσεις που προέκυψαν από αποδοχές ιδίων συναλλαγματικών και γραμματίων.
ιβ) Οι καταθέσεις του ΤΕΚΕ, οι οποίες τηρούνται σύμφωνα με την παρ. 7 του άρθρου 39.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα τηρούν τα απαραίτητα συστήματα ώστε να εντοπίζουν άμεσα τις επιλέξιμες καταθέσεις τους.

 

1. Το ανώτατο όριο κάλυψης του συνόλου των καταθέσεων κάθε καταθέτη σε πιστωτικό ίδρυμα που καλύπτεται από το ΤΕΚΕ ορίζεται σε εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Το όριο αυτό ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που τηρούνται στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα, ανεξάρτητα από τον αριθμό των καταθέσεων, το νόμισμα και τον τόπο κατάθεσης.

2. Κατ' εξαίρεση προστατεύονται με πρόσθετο όριο τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ καταθέσεις στις οποίες πιστώνονται ποσά εντός μηνός από την ημερομηνία που έλαβε χώρα η αντίστοιχη δραστηριότητα και που προέρχονται αποδεδειγμένα από μία η περισσότερες από τις κατωτέρω δραστηριότητες και για χρόνο μέχρι έξι (6) μηνών από την ημέρα πίστωσης κάθε σχετικού ποσού:
α) από πώληση ή απαλλοτρίωση ιδιωτικής κατοικίας ή οικοπέδου, για το τίμημα ή την αποζημίωση που καταβάλλεται στον πωλητή που δεν ασχολείται κατ' επάγγελμα με αγοραπωλησίες ακινήτων, ή ιδιοκτήτη,
β) από καταβολή οφειλής μεταξύ συζύγων, εφόσον το σχετικό ποσό έχει επιδικασθεί με δικαστική απόφαση,
γ) από καταβολή εφάπαξ ή και περιοδικών παροχών λόγω συνταξιοδότησης,
δ) από καταβολή αποζημίωσης λόγω λύσης υπαλληλικής ή εργασιακής σχέσεως απασχόλησης,
ε) από καταβολή αποζημίωσης στους προσωρινά κρατηθέντες, κρατηθέντες ή καταδικασθέντες, οι οποίοι εν συνεχεία αθωώθηκαν σύμφωνα με τη διάταξη 533 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
στ) από καταβολή αποζημίωσης λόγω αναπηρίας ή λόγω σωματικής βλάβης που προκλήθηκε από αδικοπραξία, ζ) από καταβολή ασφαλιστικών παροχών είτε από κοινωνική είτε από ιδιωτική ασφάλιση,
η) από καταβολή αποζημίωσης σε κληρονόμους λόγω θανάτου του κληρονομουμένου ή από καταβολή ποσών που προκύπτουν λόγω κληρονομικής διαδοχής.
Ποσά που πιστώνονται μετά την παρέλευση ενός μηνός από την αντίστοιχη δραστηριότητα θα λαμβάνονται υπόψη εφόσον αποδεικνύεται εγγράφως ότι προέρχονται από τη δραστηριότητα αυτή.
Σε περίπτωση κατά την οποία έχει κατατεθεί σε λογαριασμό ποσό προερχόμενο αποδεδειγμένα από μία η περισσότερες από τις ανωτέρω δραστηριότητες, το πρόσθετο όριο κάλυψης της παραγράφου 2 εφαρμόζεται μετά την εξάντληση του ορίου κάλυψης της παραγράφου 1 ανά καταθέτη. Το σύνολο δε της αποζημίωσης για κάθε δικαιούχο ποσών που προέρχονται από τις δραστηριότητες της παραγράφου 2 δεν δύναται να είναι ανώτερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ. Για τις περιπτώσεις κοινού λογαριασμού, το όριο της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται εις όφελος όλων των συνδικαιούχων ανεξαρτήτως του καταθέτη ή δικαιούχου τον οποίο αφορά η σχετική πίστωση και επί του συνόλου του υπολοίπου του λογαριασμού μετά την εξάντληση του ορίου κάλυψης της παραγράφου 1 και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του άρθρου 10.

3. Για τις περιπτώσεις β' και ζ' της παραγράφου 2 κάθε απαίτηση που πιστώνεται για τους σκοπούς της παραγράφου αυτής λαμβάνεται υπόψη εφόσον υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ.

4. Το πρόσθετο όριο της παραγράφου 2 αφορά αθροιστικά τις κατηγορίες α' έως η' ανωτέρω.

5. Η προστασία της παραγράφου 2 παρέχεται μόνον εφόσον οι δικαιούχοι καταθέτες υποβάλουν σχετικό αίτημα στο ΤΕΚΕ κατόπιν ανακοινώσεως από το τελευταίο και πάντως εντός τριών (3) μηνών από την ημερομηνία αδυναμίας. Οι απαιτήσεις των δικαιούχων καταθετών σύμφωνα με την παράγραφο 2, εξελέγχονται από τον εκκαθαριστή του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος. Σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 43 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 περί αναδιάρθρωσης παθητικού, η εξέλεγξη των απαιτήσεων διενεργείται από τον εκτιμητή της παρ. 1 του εσωτερικού άρθρου 36 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

6. Το όριο, η χρονική διάρκεια και οι κατηγορίες κάλυψης της παραγράφου 2 δύναται να τροποποιούνται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του ΔΣ του ΤΕΚΕ.

1. Κατά τον υπολογισμό των ορίων κάλυψης των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 9 το τμήμα που αναλογεί σε κάθε καταθέτη κοινού λογαριασμού θεωρείται ως χωριστή κατάθεση του κάθε καταθέτη και καλύπτεται μέχρι το όριο κάλυψης συνυπολογιζομένων και των λοιπών καταθέσεών του στο ίδιο πιστωτικό ίδρυμα.
Αν δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη ή δεν προκύπτει το τμήμα της κατάθεσης που αναλογεί σε κάθε καταθέτη, ο κοινός λογαριασμός κατανέμεται κατά ίσα μέρη μεταξύ των καταθετών για τους σκοπούς της αποζημίωσής τους.

2. Όπου ο νόμος επιτρέπει την τήρηση κατάθεσης για λογαριασμό άλλου προσώπου, εν όλω ή εν μέρει, από την εγγύηση καλύπτεται το άλλο αυτό πρόσωπο μέχρι το όριο κάλυψης, εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία αδυναμίας. Στην περίπτωση περισσοτέρων τέτοιων προσώπων, κατά τον υπολογισμό του ορίου κάλυψης λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των νομίμων ή συμβατικών ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των κατατεθέντων ποσών. Ενδεικτικές περιπτώσεις των ανωτέρω αποτελούν οι λογαριασμοί πελατείας των ΕΠΕΥ.

3. Η ημερομηνία αναφοράς για τον υπολογισμό του ποσού προς αποζημίωση είναι η ημερομηνία αδυναμίας.

4. Για τον σκοπό υπολογισμού του καταβλητέου ποσού της αποζημίωσης τα πιστωτικά υπόλοιπα των λογαριασμών καταθέσεων συμψηφίζονται με τις πάσης φύσεως ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος κατά του δικαιούχου καταθέτη, εφόσον και στην έκταση που έχουν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές κατά ή πριν από την ημερομηνία αδυναμίας, σύμφωνα με τους όρους των άρθρων 440 επ. του Αστικού Κώδικα, τα στοιχεία που παρέχει στο ΤΕΚΕ ο εκκαθαριστής του πιστωτικού ιδρύματος και τις νομικές και συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη συνολική σχέση μεταξύ του υπό εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος και του καταθέτη.
Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης τόσο του τυχόν δανείου όσο και του ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού για τις προϋποθέσεις συμψηφισμού, όπως αναφέρονται ανωτέρω.

5. Δεδουλευμένοι τόκοι των καταθέσεων, οι οποίοι δεν έχουν πιστωθεί κατά την ημερομηνία αδυναμίας καθίστανται απαιτητοί κατά την ανωτέρω ημερομηνία και αποτελούν περιεχόμενο της αποζημίωσης εντός του ορίου κάλυψης.

6. Οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις σε καταθέτες απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς.

1. Το ΤΕΚΕ αποζημιώνει τους καταθέτες εφόσον μία κατάθεση καταστεί μη διαθέσιμη. Μία κατάθεση καθίσταται μη διαθέσιμη κατά την ημερομηνία αδυναμίας, οπότε και ενεργοποιείται η διαδικασία καταβολής αποζημίωσης.

2. Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 138 του ν. 4261/2014 δεν συνιστά καθ' εαυτή περίπτωση αδυναμίας συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του κατά την έννοια της περίπτωσης 27 της παρ. 1 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου.

3. Το ΤΕΚΕ, αμέσως μόλις του κοινοποιηθεί η απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος ή της δικαστικής αρχής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις υποπεριπτώσεις α' και β' της περίπτωσης 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, καταρτίζει κατάλογο καταθετών με βάση τα στοιχεία της παραγράφου 3 του άρθρου 41 που του υποβάλλονται από το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο αφορούν οι ως άνω αποφάσεις. Εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της ανωτέρω αποφάσεως καθίστανται διαθέσιμα, με τον πλέον πρόσφορο τρόπο από τον εκκαθαριστή, προς το σύνολο των καταθετών, επικαιροποιημένα αντίγραφα με την κίνηση και τα υπόλοιπα του συνόλου των λογαριασμών τους στο υπό εκκαθάριση πιστωτικό ίδρυμα. Τα εν λόγω στοιχεία περιλαμβάνουν τις κινήσεις από την ημέρα αποστολής του τελευταίου αντιγράφου μέχρι την τελευταία ημέρα λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, ή τις κινήσεις των τελευταίων τριάντα (30) ημερών, εκτός από τις κινήσεις συναλλαγών σε εκκρεμότητα. Ακολούθως, μετά τους σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 συμψηφισμούς, το ΤΕΚΕ καθιστά διαθέσιμο το ποσό της αποζημίωσης εντός επτά (7) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία αδυναμίας.

4. Σε περίπτωση συνδρομής των προϋποθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 10, η προθεσμία των επτά (7) ημερών της προηγούμενης παραγράφου παρατείνεται συνολικά έως τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία αδυναμίας.

5. Η καταβολή αποζημίωσης από το ΤΕΚΕ αναβάλλεται όταν:
α) η κατάθεση έχει δεσμευτεί από δικαστική διαταγή ή απόφαση έως τη χρονική στιγμή κατά την οποία το ΤΕΚΕ λαμβάνει γνώση της άρσης της δέσμευσης,
β) η κατάθεση υπόκειται σε περιοριστικά μέτρα που έχουν επιβληθεί από εθνικές κυβερνήσεις ή διεθνή όργανα έως τη χρονική στιγμή κατά την οποία το ΤΕΚΕ λαμβάνει γνώση για την άρση των περιοριστικών μέτρων,
γ) το ποσό προς αποζημίωση αποτελεί μέρος πρόσκαιρου υψηλού υπολοίπου, όπως αυτό ορίζεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 9 ή
δ) το ποσό προς αποζημίωση πρέπει να καταβληθεί από το ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43.
Το ΤΕΚΕ καταβάλει τις αποζημιώσεις όταν κατά περίπτωση διαπιστώσει ότι έχουν αρθεί οι λόγοι αναβολής.

6. Ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες προθεσμίες στις παραγράφους 3 και 4, στην περίπτωση κατά την οποία εναντίον καταθέτη ή άλλου ατόμου που δικαιούται ή έχει συμφέρον σε ποσά που τηρούνται σε λογαριασμό, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που οδηγεί σε δέσμευση, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, το ΤΕΚΕ αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή μέχρι να κριθεί τελεσίδικα η υπόθεση.

7. Οι αποζημιώσεις καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας στην οποία τηρείται ο λογαριασμός.
Αν οι λογαριασμοί τηρούνταν σε άλλο νόμισμα, διαφορετικό από το νόμισμα της καταβολής αποζημίωσης, εφαρμόζεται η Συναλλαγματική Ισοτιμία Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που ισχύει κατά την ημερομηνία αδυναμίας.

8. Το ποσό προς αποζημίωση είναι διαθέσιμο χωρίς να απαιτείται η υποβολή σχετικής αίτησης στο ΤΕΚΕ. Για τον σκοπό αυτόν, το πιστωτικό ίδρυμα διαβιβάζει τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις καταθέσεις και τους καταθέτες, μόλις ζητηθούν από το ΤΕΚΕ.

9. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 8, για την καταβολή αποζημιώσεων που αφορά τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9, οι καταθέτες υποβάλλουν αίτηση κατόπιν ανακοίνωσης του ΤΕΚΕ, με την οποία ορίζεται η διαδικασία υποβολής των σχετικών αιτήσεων, η προθεσμία υποβολής τους και το περιεχόμενό τους.

10. Εναλλακτικά και αντί της καταβολής αποζημίωσης, η διατήρηση της πρόσβασης των καταθετών σε εγγυημένες καταθέσεις επιτυγχάνεται μέσω της λογιστικής μεταφοράς καταθέσεων, υπό τον όρο ότι το κόστος που βαραίνει το ΤΕΚΕ δεν υπερβαίνει το καθαρό ποσό αποζημίωσης των εγγυημένων καταθετών στο οικείο πιστωτικό ίδρυμα.

11. Κάθε αλληλογραφία μεταξύ του ΤΕΚΕ και του καταθέτη συντάσσεται:
α) στην ελληνική γλώσσα ή
β) στην επίσημη γλώσσα των οργάνων της ΕΕ την οποία χρησιμοποιεί το πιστωτικό ίδρυμα, στο οποίο τηρείται η κατάθεση, όταν επικοινωνεί με τον καταθέτη ή
γ) στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους - μέλους στο οποίο βρίσκεται η κατάθεση.
Αν πιστωτικό ίδρυμα δραστηριοποιείται άμεσα σε άλλο κράτος - μέλος, χωρίς να έχει ιδρύσει υποκαταστήματα, οι πληροφορίες παρέχονται στη γλώσσα που επελέγη από τον καταθέτη όταν ανοίχτηκε ο λογαριασμός.

12. Δεν καταβάλλεται αποζημίωση όταν τους τελευταίους 24 μήνες δεν έλαβε χώρα συναλλαγή σχετική με την κατάθεση και η αξία της κατάθεσης είναι μικρότερη από το διοικητικό κόστος που θα προκαλούσε στο ΤΕΚΕ η καταβολή της αποζημίωσης αυτής. Το διοικητικό κόστος του ΤΕΚΕ θα προσδιορίζεται με απόφαση του ΔΣ και θα δύναται να τροποποιείται εφόσον κρίνεται σκόπιμο. Ως συναλλαγή θεωρείται κάθε πραγματική συναλλαγή δικαιούχου καταθέτη ή τρίτου κατ' εντολή οποιουδήποτε δικαιούχου, όπως και κάθε αίτημα του δικαιούχου προς το πιστωτικό ίδρυμα για ενημέρωσή του σχετικά με το υπόλοιπο του καταθετικού του λογαριασμού. Ενημέρωση συνιστά ενδεικτικώς η προσκόμιση βιβλιαρίου καταθέσεων και η ενημέρωση αυτού, καθώς και η ερώτηση υπολοίπου που υποβάλλεται μέσω εναλλακτικών δικτύων (ΑΤΜ, διαδικτυακή ή τηλεφωνική τραπεζική κ.λπ.). Η πίστωση των καταθέσεων με τόκους, καθώς και η κεφαλαιοποίησή τους, δεν συνιστούν συναλλαγή.

13. Το ΤΕΚΕ δεν υποχρεούται στην καταβολή τόκου επί του ποσού αποζημίωσης για το διάστημα μέχρι την καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους καταθέτες, εφόσον η αποζημίωση έχει καταστεί διαθέσιμη εντός των προθεσμιών των παραγράφων 3 και 4.

14. Το ΤΕΚΕ ανακοινώνει δια του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης. Οι ανακοινώσεις πραγματοποιούνται επαναλαμβανόμενα και τουλάχιστον για διάστημα δεκαπέντε (15) ημερών.

15. Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης καταθετών, τα κεφάλαια του ΣΚΚ που είναι κατατεθειμένα στο περιελθόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το ΣΚΚ αποδίδονται αμέσως στο τελευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.

1. Επιλέξιμες είναι όλες οι απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες πλην των κατωτέρω, οι οποίες δεν καλύπτονται και εξαιρούνται από την εγγύηση και επομένως την καταβολή αποζημιώσεων από το ΤΕΚΕ:
α) Οι απαιτήσεις άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων, τις οποίες έχουν στο όνομά τους και για ίδιο λογαριασμό.
β) Οι απαιτήσεις που προέρχονται από συναλλαγές επενδυτών - πελατών, για τις οποίες εξεδόθη τελεσίδικη καταδικαστική δικαστική απόφαση για ποινικό αδίκημα σχετικά με την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, κατά τις εκάστοτε διατάξεις της νομοθεσίας ή την αντίστοιχη νομοθεσία άλλων κρατών.
γ) Οι απαιτήσεις για ίδιο λογαριασμό των επιχειρήσεων επενδύσεων, όπως ορίζονται στην περίπτωση 2 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014 και των ΕΠΕΥ, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3606/2007.
δ) Οι απαιτήσεις των χρηματοδοτικών ιδρυμάτων, κατά την έννοια της περίπτωσης 22 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014.
ε) Οι απαιτήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών, κατά την έννοια του ν. 4364/2016.
στ) Οι απαιτήσεις των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες κατά την έννοια του ν. 4099/2012, συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών διαχείρισής τους.
ζ) Οι απαιτήσεις των νομικών προσώπων που είναι συνδεδεμένα, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ. ν. 2190/1920 (Α' 216), με το συμμετέχον στο
ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα που περιέρχεται σε αδυναμία.
η. Οι απαιτήσεις του Δημοσίου, όπως αυτό ορίζεται στην περίπτωση στ' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α' 143), όπως ισχύει, των υπερεθνικών οργανισμών, των ομοσπονδιακών, ομόσπονδων, επαρχιακών και τοπικών διοικητικών αρχών, καθώς και των Ο.Τ.Α..
θ) Οι απαιτήσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος που περιέρχεται σε αδυναμία και των ανώτερων διοικητικών στελεχών του.
ι) Οι απαιτήσεις των μετόχων του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος που περιέρχεται σε αδυναμία, των οποίων η συμμετοχή άμεσα ή έμμεσα στο κεφάλαιό του ανέρχεται σε ποσοστό τουλάχιστον ίσο με πέντε τοις εκατό (5%) του μετοχικού του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, καθώς και των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διενέργεια του προβλεπόμενου στη νομοθεσία ελέγχου των οικονομικών καταστάσεων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος.
ια) Οι απαιτήσεις των προσώπων που κατέχουν σε εταιρείες συνδεδεμένες, κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ. ν. 2190/1920, με το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα που περιέρχεται σε αδυναμία, θέσεις ή ιδιότητες αντίστοιχες με τις απαριθμούμενες στις περιπτώσεις θ' και ι' .
ιβ) Οι απαιτήσεις των συγγενών μέχρι δευτέρου βαθμού και των συζύγων των προσώπων που απαριθμούνται στις περιπτώσεις θ', ι' και ια', καθώς και των τρίτων προσώπων που τυχόν ενεργούν για λογαριασμό των προσώπων αυτών.

1. Το ανώτατο όριο κάλυψης από το ΤΕΚΕ του συνόλου των απαιτήσεων κάθε επενδυτή - πελάτη, οι οποίες προκύπτουν από τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, έναντι συμμετέχοντος στο ΣΚΕ πιστωτικού ιδρύματος ορίζεται σε τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Το όριο αυτό ισχύει για το σύνολο των απαιτήσεων επενδυτή- πελάτη έναντι ορισμένου συμμετέχοντος στο ΣΚΕ πιστωτικού ιδρύματος, ανεξαρτήτως καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών, αριθμού λογαριασμών, νομίσματος και τόπου παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας.

2. Αν το όριο κάλυψης αυξηθεί συνεπεία διάταξης νόμου, το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ανάλογη αναπροσαρμογή των τακτικών εισφορών στο ΣΚΕ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 32.

1. Προκειμένου περί επενδυτών-πελατών των συμμετεχόντων στο ΤΕΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι συνδικαιούχοι της ίδιας απαίτησης από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, το τμήμα της απαίτησης που αναλογεί σε κάθε επενδυτή-πελάτη νοείται ως χωριστή απαίτηση έναντι του πιστωτικού ιδρύματος, και, συνυπολογιζομένων των λοιπών απαιτήσεών του έναντι του ιδίου πιστωτικού ιδρύματος από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, αποζημιώνεται μέχρι του ορίου κάλυψης του άρθρου 13.

2. Αν το τμήμα της απαίτησης που αναλογεί σε κάθε συνδικαιούχο δεν προκύπτει από τη μεταξύ των συνδικαιούχων και του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος σύμβαση, για τους σκοπούς της αποζημίωσης η απαίτηση νοείται ότι ανήκει στους συνδικαιούχους κατά ίσα μέρη.

3. Όπου ο νόμος επιτρέπει την τήρηση επενδυτικού λογαριασμού για λογαριασμό άλλου προσώπου, εν όλω ή εν μέρει, από την εγγύηση καλύπτεται το άλλο αυτό πρόσωπο μέχρι το όριο κάλυψης εφόσον το πρόσωπο αυτό ορίζεται ή δύναται να οριστεί πριν από την ημερομηνία αδυναμίας. Στην περίπτωση περισσοτέρων τέτοιων προσώπων, κατά τον υπολογισμό του ορίου κάλυψης λαμβάνεται υπόψη το μερίδιο που αναλογεί στον καθένα δυνάμει των νομίμων ή συμβατικών ρυθμίσεων που διέπουν τη διαχείριση των επενδυτικών λογαριασμών.

4. Οι καταβαλλόμενες αποζημιώσεις σε επενδυτές - πελάτες απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή εισφοράς.

1. Το ΤΕΚΕ ενεργοποιεί τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης και αποζημιώνει τους επενδυτές-πελάτες για απαιτήσεις τους που απορρέουν από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, σε περίπτωση κατά την οποία διαπιστώνεται αδυναμία συμμετέχοντος στο ΣΚΕ πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις οριζόμενες στις υποπεριπτώσεις α' και β' της περίπτωσης 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, υποχρεώσεις του.

2. Η παράταση του χρόνου εκπλήρωσης των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων που προβλέπεται στο άρθρο 138 του ν. 4261/2014 δεν συνιστά καθεαυτή περίπτωση αδυναμίας συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του κατά την έννοια των υποπεριπτώσεων α' και β' της περίπτωσης 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

3. Το ΤΕΚΕ αποζημιώνει τους επενδυτές - πελάτες το αργότερο μετά από τρεις (3) μήνες από την αποστολή από το ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος του πρακτικού των δικαιούχων αποζημίωσης, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 19.

4. Σε έκτακτες περιπτώσεις και κατόπιν αιτήσεως του ΤΕΚΕ, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να εγκρίνει μία τρίμηνη παράταση της προβλεπόμενης στην παράγραφο 3 προθεσμίας για την καταβολή αποζημιώσεων από το ΤΕΚΕ σε επενδυτές - πελάτες.

5. Οι αποζημιώσεις καταβάλλονται στο νόμισμα της χώρας στην οποία παρασχέθηκε η καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία.

6. Ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες προθεσμίες στις παραγράφους 3 και 4, στην περίπτωση κατά την οποία εναντίον επενδυτή - πελάτη ή άλλου ατόμου που δικαιούται ή έχει συμφέρον σε ποσά που τηρούνται σε λογαριασμό, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που οδηγεί σε δέσμευση, όπως ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, το ΤΕΚΕ αναστέλλει οποιαδήποτε καταβολή μέχρι να κριθεί τελεσίδικα η υπόθεση.

7. Το ΤΕΚΕ δεν υποχρεούται στην καταβολή τόκου επί του ποσού αποζημίωσης για το διάστημα μέχρι την καταβολή αποζημίωσης στους δικαιούχους επενδυτές-πελάτες, εφόσον η αποζημίωση καταστεί διαθέσιμη εντός των προθεσμιών των παραγράφων 3 και 4.

8. Κατά την ενεργοποίηση της διαδικασίας αποζημίωσης επενδυτών, τα κεφάλαια του ΣΚΕ που είναι κατατεθειμένα στο περιελθόν σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα, οι προκύπτοντες δεδουλευμένοι τόκοι, καθώς και κάθε τυχόν οφειλόμενη εισφορά προς το ΣΚΕ αποδίδονται αμέσως στο τελευταίο από τους ασκούντες τη διοίκηση του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, κατά παρέκκλιση κάθε άλλης διάταξης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου και πριν από την ικανοποίηση οποιασδήποτε άλλης απαίτησης.

9. Η διαδικασία καταβολής αποζημίωσης στους επενδυτές - πελάτες περιγράφεται αναλυτικά στα άρθρα 16 έως 19.

1. Εντός ευλόγου χρόνου μετά την έκδοση απόφασης κατά τα προβλεπόμενα στις υποπεριπτώσεις α' και β' της περίπτωσης 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 3, το ΤΕΚΕ δημοσιεύει πρόσκληση προς τους επενδυτές-πελάτες για να προβάλουν γραπτώς τις απαιτήσεις τους έναντι του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος από τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, ορίζοντας τη διαδικασία υποβολής των σχετικών αιτήσεων, την προθεσμία υποβολής τους και το περιεχόμενό τους.

2. Το ΤΕΚΕ ανακοινώνει δια του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης. Οι ανακοινώσεις πραγματοποιούνται επαναλαμβανόμενα και τουλάχιστον για διάστημα 15 ημερών.

3. Η δημοσιευόμενη πρόσκληση περιέχει τουλάχιστον:
α) το όνομα και τη διεύθυνση του κεντρικού καταστήματός της του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, όπου αυτό εδρεύει, ως προς το οποίο έχει ενεργοποιηθεί η διαδικασία αποζημίωσης μέσω του ΤΕΚΕ,
β) την προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζημίωσης, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη του εξαμήνου αλλά ούτε και μεγαλύτερη του εννεάμηνου από την τελευταία των δημοσιεύσεων της παραγράφου 2,
γ) τη διεύθυνση υποβολής των αιτήσεων, τον τρόπο και το χρόνο υποβολής και το ακριβές περιεχόμενο αυτών.

4. Το ΤΕΚΕ δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με ανακοίνωσή του που υπόκειται στους όρους δημοσιότητας της παραγράφου 2, να παρατείνει την προθεσμία υποβολής αιτήσεων αποζημίωσης επενδυτών-πελατών μέχρι τρεις μήνες.

5. Το ΤΕΚΕ δεν δύναται να επικαλεσθεί την τυχόν λήξη των προθεσμιών που αναφέρονται στην περίπτωση β' της παραγράφου 3 και στην παράγραφο 4 προκειμένου να αρνηθεί την καταβολή αποζημίωσης σε επενδυτή-πελάτη ο οποίος, αποδεδειγμένα, δεν ήταν σε θέση να υποβάλει εγκαίρως την αίτηση αποζημίωσης.

1. Το ΤΕΚΕ δύναται να ορίζει εμπειρογνώμονες με γνώση επί θεμάτων κεφαλαιαγοράς, προκειμένου να συνεργάζονται με τις αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες του σε ειδικά θέματα υπολογισμού της καταβλητέας αποζημίωσης επενδυτών - πελατών.

2. Οι αρμόδιες υπηρεσιακές μονάδες του ΤΕΚΕ και της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τυχόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες, προκειμένου να αξιολογήσουν τις αιτήσεις:
α) μπορούν να ζητούν από το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα:
αα) να εκφέρει άποψη ως προς το βάσιμο των προβαλλόμενων από τους αιτούντες αξιώσεων και,
ββ) σε περίπτωση αμφισβήτησης, να προσκομίσει τα σχετικά δικαιολογητικά και
β) εξετάζουν τη βασιμότητα των αιτήσεων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, καθορίζοντας και το αναλογούν στον κάθε αιτούντα ποσό της αποζημίωσης.

3. Εκτός των εντεταλμένων υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος, οι αρμόδιοι υπάλληλοι του ΤΕΚΕ και οι τυχόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες έχουν, επίσης, την απαιτούμενη για την επιτέλεση του έργου τους εξουσία πρόσβασης στα βιβλία που τηρούνται από το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα, υποχρεούμενοι σε απόλυτη εχεμύθεια έναντι τρίτων ως προς τις πληροφορίες που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

1. Για την εξακρίβωση των απαιτήσεων επενδυτή-πελάτη που έχει υποβάλει στο ΤΕΚΕ αίτηση για αποζημίωσή του, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16, καθώς και τυχόν ανταπαιτήσεων του συμμετέχοντος στο ΤΕΚΕ πιστωτικού ιδρύματος κατά του αιτούντος, λαμβάνονται υπόψη τα βιβλία που τηρεί και τα στοιχεία που εκδίδει το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, καθώς και τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα δικαιολογητικά, εκτιμώνται δε αυτά τα αποδεικτικά μέσα ελεύθερα από το ΤΕΚΕ.

2. Το ύψος της καταβλητέας σε κάθε επενδυτή-πελάτη αποζημίωσης υπολογίζεται, σύμφωνα με τους κανόνες δικαίου και τους όρους που διέπουν τη συμβατική σχέση του πελάτη με το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, τηρουμένων των διατάξεων για το συμψηφισμό ομοειδών απαιτήσεων μεταξύ του επενδυτή-πελάτη και του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος.

3. Εφόσον ο επενδυτής-πελάτης έχει ουσιαστικώς επιβεβαιωθείσα νόμιμη αξίωση επί χρηματοπιστωτικών μέσων, τα οποία το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να του παραδώσει ή να του επιστρέψει, η αποτίμηση των εν λόγω χρηματοπιστωτικών μέσων γίνεται με βάση την αξία τους κατά την ημερομηνία αδυναμίας.

4. Για τον υπολογισμό της καταβλητέας αποζημίωσης σε κάθε επενδυτή-πελάτη που έχει υποβάλει στο ΤΕΚΕ αίτηση αποζημίωσής του για απαιτήσεις του κατά του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, αθροίζεται το σύνολο των εξακριβωμένων απαιτήσεων του αιτούντος κατά του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος, από όλες τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που του παρείχε το συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα και ανεξαρτήτως του αριθμού λογαριασμών των οποίων αυτός είναι δικαιούχος, του νομίσματος και του τόπου παροχής των υπηρεσιών.

Μετά την ολοκλήρωση της αποτίμησης, το ΤΕΚΕ:
α) εκδίδει πρακτικό στο οποίο αναγράφονται οι δικαιούχοι αποζημίωσης αιτούντες επενδυτές-πελάτες του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, με προσδιορισμό του χρηματικού ποσού που δικαιούται ο καθένας, και το οποίο κοινοποιεί στην Τράπεζα της Ελλάδος και στο περιέλθον σε αδυναμία πιστωτικό ίδρυμα εντός προθεσμίας πέντε (5) εργάσιμων ημερών από την έκδοσή του και
β) ανακοινώνει σε κάθε αιτούντα χωριστά το πόρισμά του ως προς αυτόν το αργότερο εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την έκδοση του πρακτικού της υποπαραγράφου α' με προσδιορισμό του συνολικού ποσού της αποζημίωσης που δικαιούται.

Αν καταθέτης ή επενδυτής - πελάτης έχει απαίτηση κατά πιστωτικού ιδρύματος και δεν είναι ευχερής η κατάταξή της ως επιλέξιμης καταθέσεως ή ως επιλέξιμης απαιτήσεως από καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία, το ΔΣ εντάσσει την απαίτηση στην κατά την κρίση του καταλληλότερη κατηγορία, χωρίς να επιτρέπεται η καταβολή διπλής αποζημίωσης για την ίδια απαίτηση.

1. Οι καταθέτες και οι επενδυτές πελάτες έχουν ευθεία αξίωση κατά του ΤΕΚΕ για την καταβολή της αποζημίωσης που δικαιούνται κατά τις διατάξεις του παρόντος και σε περίπτωση που η αξίωσή τους δεν ικανοποιηθεί δύνανται να ασκήσουν σχετική αγωγή μετά την πάροδο των προθεσμιών του άρθρου 11 και 15. Αρμόδια είναι τα δικαστήρια της Αθήνας.

2. Οι αξιώσεις της προηγουμένης παραγράφου υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή μετά το πέρας των προθεσμιών των άρθρων 11 και 15.

1. Το ΤΕΚΕ έχει δικαίωμα αναζήτησης της αποζημίωσης που κατέβαλε σε καταθέτη ή επενδυτή-πελάτη αχρεωστήτως.

2. Η αξίωση της προηγουμένης παραγράφου παραγράφεται πέντε (5) έτη μετά την καταβολή της αποζημίωσης.

Με την επιφύλαξη της παραγράφου 15 του άρθρου 11 και της παραγράφου 8 του άρθρου 15, το ΤΕΚΕ υποκαθίσταται στα δικαιώματα των αποζημιωθέντων καταθετών και επενδυτών - πελατών σε διαδικασίες εκκαθάρισης ή εξυγίανσης για τα ποσά που κατέβαλε σε αυτούς. Το ΤΕΚΕ έχει επίσης απαίτηση έναντι του υπό εξυγίανση πιστωτικού ιδρύματος για τις καταβολές του στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης συμπεριλαμβανομένης της χρήσης, μέτρων εξυγίανσης ή της άσκησης εξουσιών εξυγίανσης σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 40. Οι ανωτέρω απαιτήσεις ικανοποιούνται κατά τη διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης των πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 145 και 145Α του ν. 4261/2014.

1. Η χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων και το Σκέλος Εξυγίανσης διέπονται από τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο άρθρο 36 του παρόντος και στα εσωτερικά άρθρα 95 έως 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

2. Στις περιπτώσεις που το ΤΕΚΕ ενεργοποιήθηκε για τους σκοπούς των άρθρων 63Δ και 63Ε του ν. 3601/2007 ή των άρθρων 141 και 142 του ν. 4261/2014 και πιστωτικό ίδρυμα τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση πριν την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, τα Σκέλη του ΤΕΚΕ αποκτούν αξιώσεις κατά του υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίες ικανοποιούνται προνομιακά από το προϊόν της ειδικής εκκαθάρισης μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Το ύψος της απαίτησης του άρθρου 154 περίπτωση γ' του Πτωχευτικού Κώδικα ανά δικαιούχο που ικανοποιείται προνομιακά κατά το προηγούμενο εδάφιο υπόκειται σε ανώτατο όριο, που ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Το τυχόν υπερβάλλον ποσό της απαίτησης κάθε δικαιούχου ικανοποιείται μετά τα Σκέλη του ΤΕΚΕ και πριν από τις λοιπές απαιτήσεις του άρθρου 154 του Πτωχευτικού Κώδικα. Τα ανωτέρω δεν εφαρμόζονται στις ειδικές εκκαθαρίσεις πιστωτικών ιδρυμάτων, οι οποίες ξεκίνησαν μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4335/2015, και ως προς τις οποίες η κατάταξη των απαιτήσεων λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 145Α του ν. 4261/2014.

1. Το ενεργητικό του ΣΚΚ αποτελείται από τα διαθέσιμά του και τυχόν απαιτήσεις του από οποιαδήποτε αιτία.

2. Τα διαθέσιμα του ΣΚΚ σχηματίζονται από τακτικές, έκτακτες και αρχικές εισφορές τις οποίες καταβάλλουν υποχρεωτικά τα συμμετέχοντα στο ΣΚΚ πιστωτικά ιδρύματα κατά το άρθρο 5 του παρόντος. Στα διαθέσιμα του ΣΚΚ περιλαμβάνεται το ιδρυτικό του κεφάλαιο και το ΠΚΚΚ, προστίθενται δε και έσοδά του από άλλες πηγές, όπως από τη διαχείριση των διαθεσίμων του, από την είσπραξη ή και ρευστοποίηση απαιτήσεών του, από τυχόν δωρεές και πάσης άλλης φύσεως έσοδα τα οποία προκύπτουν κατά την επίτευξη του σκοπού του. Τα εκ των ανωτέρω χρηματικά διαθέσιμα τηρούνται σε ειδικούς λογαριασμούς του ΣΚΚ στην Τράπεζα της Ελλάδος και κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στην παράγραφο 6 του άρθρου 39. Έσοδα από την ρευστοποίηση απαιτήσεων του ΣΚΚ διατίθενται αρχικά για την αποπληρωμή των δανείων του και εν συνεχεία κατατίθενται στους ως άνω λογαριασμούς του ΣΚΚ στην Τράπεζα της Ελλάδος.

3. Κάθε ζήτημα που αφορά προσδιορισμό, υπολογισμό και την καταβολή εισφορών αποφασίζεται με ειδική πλειοψηφία του ΔΣ του ΤΕΚΕ, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του άρθρου 27.

4. Τα διαθέσιμα του ΣΚΚ πρέπει να ανέρχονται τουλάχιστον σε ποσοστό 0,8% επί του ύψους των εγγυημένων καταθέσεων των μελών του ΣΚΚ έως τις 3 Ιουλίου 2024, το οποίο αποτελεί επίπεδο - στόχο. Το ΠΚΚΚ δεν περιλαμβάνεται για σκοπούς υπολογισμού του επιπέδου - στόχου. Αν το ΤΕΚΕ καταβάλει συνολικές αποζημιώσεις οι οποίες υπερβαίνουν το 0,8% των εγγυημένων καταθέσεων, η αρχική χρονική περίοδος για την επίτευξη του επιπέδου στόχου δύναται να παραταθεί με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών έως τέσσερα (4) έτη.

5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 4, όταν αυτό δικαιολογείται δεόντως και κατόπιν έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, δύναται να οριστεί ελάχιστο επίπεδο-στόχος χαμηλότερο από αυτό που ορίζεται στην παράγραφο 4, με την προϋπόθεση να πληρούνται οι εξής όροι:
α) η μείωση βασίζεται στην παραδοχή ότι ένα σημαντικό μέρος των διαθέσιμων του ΣΚΚ δεν είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί για μέτρα προστασίας των καλυπτόμενων καταθετών, εκτός από αυτά που ορίζονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 40 και
β) ο τραπεζικός τομέας εντός του οποίου δραστηριοποιούνται τα πιστωτικά ιδρύματα που συνδέονται με το ΤΕΚΕ παρουσιάζει υψηλή συγκέντρωση με μεγάλη αξία στοιχείων του ενεργητικού να κατέχονται από μικρό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων ή τραπεζικών ομίλων, που υπόκεινται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, τα οποία, λόγω του μεγέθους τους, σε περίπτωση αδυναμίας, είναι πιθανό να υποβληθούν σε διαδικασίες εξυγίανσης.
Το εν λόγω μειωμένο επίπεδο-στόχος δεν δύναται να είναι χαμηλότερο από 0,5% των εγγυημένων καταθέσεων.

6. Η επίτευξη του επιπέδου - στόχου δεν αποκλείει τη δυνατότητα του ΤΕΚΕ να επιβάλει περαιτέρω εισφορές προς εύλογη επαύξηση των διαθεσίμων του.

7. Η συμμετοχή στο ιδρυτικό κεφάλαιο, καθώς και τα πάσης φύσεως διαθέσιμα του ΣΚΚ, εκτός του ΠΚΚΚ, δεν επιστρέφονται στα πιστωτικά ιδρύματα για οποιονδήποτε λόγο.

8. Το ΠΚΚΚ αποτελεί ειδική ομάδα περιουσίας, η οποία προέκυψε από τις εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων κατ' εφαρμογή της παρ.2 του άρθρου 6 του ν. 3714/2008 (Α' 231).

9. Το ενεργητικό του ΠΚΚΚ θεωρείται ότι αποτελεί ενεργητικό των συμμετεχόντων σε αυτό πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά το λόγο συμμετοχής τους σε αυτό και αποτελεί μέρος των διαθεσίμων και αντικείμενο διαχείρισης από το ΤΕΚΕ προς επίτευξη των σκοπών του. Τυχόν εισπραττόμενα από το προϊόν της εκκαθάρισης ποσά και πρόσοδοι του ενεργητικού του ΠΚΚΚ προστίθενται σε αυτό και το επαυξάνουν.

10. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΠΚΚΚ έχει μία ατομική μερίδα σε αυτό, που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής του στο ΠΚΚΚ. Οι ατομικές μερίδες των πιστωτικών ιδρυμάτων που απαρτίζουν το ΠΚΚΚ είναι ακατάσχετες έναντι του ΤΕΚΕ. Τυχόν κατάσχεση επιτρέπεται μόνον εις βάρος της τυχόν επιστρεφόμενης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6, στο πιστωτικό ίδρυμα ατομικής του μερίδας και μέχρι της αξίας αυτής, σε περίπτωση αποχώρησης αυτού από το ΣΚΚ.

11. Σε περίπτωση καταβολής αποζημίωσης σε καταθέτες κατά τις διατάξεις του παρόντος χρησιμοποιείται αρχικώς, μέχρι την εξάντλησή της, η ατομική μερίδα στο ΠΚΚΚ του πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο περιήλθε σε αδυναμία. Αν η μερίδα αυτή δεν επαρκεί, για το υπόλοιπο καταβλητέο ποσό, χρήση των κεφαλαίων του ΠΚΚΚ γίνεται κατά τα οριζόμενα από το ΔΣ.

12. Η ατομική μερίδα κάθε πιστωτικού ιδρύματος παύει να θεωρείται ενεργητικό αυτού, αφ' ης χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς του ΤΕΚΕ.

13. Η ατομική μερίδα εκάστου πιστωτικού ιδρύματος σε περίπτωση αποχώρησής του από το ΣΚΚ επιστρέφεται στο πιστωτικό ίδρυμα σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6.

1. Αρχική εισφορά, πέραν της τακτικής, οφείλεται από τα πιστωτικά ιδρύματα που εισέρχονται στο ΣΚΚ, καταβάλλεται δε, εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη συμμετοχής τους στο ΣΚΚ.

2. Η αρχική εισφορά καθορίζεται ως το ποσό που προ-κύπτει από το γινόμενο των διαθεσίμων του ΣΚΚ επί το λόγο των ιδίων κεφαλαίων του νέου μέλους προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν ήδη στο ΣΚΚ. Ως ημερομηνία βάσης υπολογισμού των διαθεσίμων του ΣΚΚ και των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων λαμβάνεται υπόψη η 31η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους. Για τα πιστωτικά ιδρύματα που εισέρχονται στο ΣΚΚ, ως ίδια κεφάλαια νοούνται τα ίδια κεφάλαια ως ορίζονται στη περίπτωση 118 της παρ. 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013.

3. Η αρχική εισφορά προσαρμόζεται με βάση τον αναλαμβανόμενο από τα πιστωτικά ιδρύματα κίνδυνο κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις ετήσιες τακτικές εισφορές. Το ύψος της αρχικής εισφοράς δεν δύναται να υπερβαίνει το 8% των ιδίων κεφαλαίων του νέου μέλους του ΣΚΚ.

4. Το νεοεισελθέν στο ΣΚΚ πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει την αρχική εισφορά σε τρεις (3) ετήσιες δόσεις με πίστωση του ειδικού λογαριασμού του ΣΚΚ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Το υπόλοιπο ποσό της αρχικής εισφοράς αναπροσαρμόζεται ανά έτος αποκλειστικά βάσει της μεταβολής του ύψους των διαθεσίμων του ΣΚΚ για το αντίστοιχο έτος, χωρίς να υπερβαίνει το ποσό της αρχικής εισφοράς που ορίστηκε κατά το έτος εισόδου στο ΣΚΚ.

5. Σε περίπτωση εξαγοράς υποκαταστήματος το οποίο συμμετείχε αυτοτελώς στο ΣΚΚ από άλλο πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο δεν συμμετέχει στο ΣΚΚ, δεν υφίσταται υποχρέωση εκ νέου καταβολής αρχικής εισφοράς για το εν λόγω υποκατάστημα, εφόσον εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος η διατήρηση της αρχικής άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του υφιστάμενου υποκαταστήματος υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς.

1. Οι τακτικές εισφορές καταβάλλονται ετησίως.

2. Αν τα διαθέσιμα του ΣΚΚ υπολείπονται του επιπέδου - στόχου, καταβάλλονται ετήσιες εισφορές μέχρι να επιτευχθεί τουλάχιστον το επίπεδο - στόχος.

3. Αν, αφού έχει επιτευχθεί για πρώτη φορά το επίπεδο - στόχος, τα διαθέσιμα του ΣΚΚ μειωθούν σε λιγότερο από τα δύο τρίτα του επιπέδου - στόχου, το ΔΣ καθορίζει τις ετήσιες τακτικές εισφορές σε επίπεδο που επιτρέπει να επιτευχθεί το επίπεδο - στόχος το αργότερο μέσα σε έξι (6) έτη από το χρόνο μειώσεως.

4. Οι βασικοί παράγοντες για τον υπολογισμό των ετησίων τακτικών εισφορών είναι το ύψος των εγγυημένων καταθέσεων και ο βαθμός του κινδύνου που αναλαμβάνει κάθε πιστωτικό ίδρυμα. Επίσης, λαμβάνονται υπόψη η εκάστοτε φάση του οικονομικού κύκλου και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η προκυκλικότητα των εισφορών. Το ΔΣ του ΤΕΚΕ εισηγείται στο Υπουργείο Οικονομικών, με κοινοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, τη μεθοδολογία υπολογισμού των ετήσιων τακτικών εισφορών λαμβάνοντας υπόψη τον αναλαμβανόμενο από τα πιστωτικά ιδρύματα κίνδυνο και τον τρόπο που θα λαμβάνονται υπόψη η φάση του οικονομικού κύκλου και η προκυκλικότητα των εισφορών. Η μεθοδολογία καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών κατόπιν σύμφωνης γνώμης της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ως άνω μεθοδολογία πρέπει να είναι σύμφωνη με τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ, στην οποία και κοινοποιείται από το ΤΕΚΕ.

5. Για τον υπολογισμό του ύψους των εγγυημένων καταθέσεων για τους σκοπούς του υπολογισμού της ετησίας τακτικής εισφοράς, λαμβάνεται υπόψη ο μέσος όρος των εγγυημένων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, εξαγόμενος από το μέσο όρο των εγγυημένων καταθέσεων της τελευταίας ημέρας των ημερολογιακών τριμήνων του έτους αυτού. Για την εξεύρεση της μέσης τιμής των εγγυημένων καταθέσεων σε συνάλλαγμα, το ύψος των εγγυημένων καταθέσεων θα μετατρέπεται σε ευρώ με την αντίστοιχη μέση τιμή της Συναλλαγματικής Ισοτιμίας Αναφοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της τελευταίας εργάσιμης ημέρας κάθε ημερολογιακού τριμήνου του προηγούμενου έτους.

6. Εντός είκοσι (20) εργάσιμων ημερών από την αρχή κάθε έτους , κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ αποστέλλει στο ΤΕΚΕ ετήσια κατάσταση, με το ύψος των εγγυημένων καταθέσεων της τελευταίας ημέρας κάθε ημερολογιακού τριμήνου του προηγούμενου έτους, υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο ή τον προς τον σκοπό αυτόν ειδικώς εξουσιοδοτηθέντα από το πιστωτικό ίδρυμα και τον ορκωτό λογιστή του πιστωτικού ιδρύματος. Έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους, αρχής γενομένης από την 1η Ιουλίου 2016, κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΚ αποστέλλει στο ΤΕΚΕ τα στοιχεία της τελευταίας ημέρας του προηγούμενου έτους, που ορίζει το ΤΕΚΕ για τον προσδιορισμό του βαθμού κινδύνου που αναλαμβάνει. Τα εν λόγω στοιχεία υπογράφονται από το νόμιμο εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων στοιχείων για τον υπολογισμό της βάσης εισφορών είτε αυτοβούλως στα πλαίσια της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του ΤΕΚΕ.

7. Αρχής γενομένης από 1.1.2017 οι καταθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 10 θεωρούνται κατά τεκμήριο εγγυημένες στο σύνολό τους, για σκοπούς υπολογισμού των εισφορών και αξιολόγησης του ύψους των εγγυημένων καταθέσεων, επιτρεπόμενης ανταποδείξεως.

8. Το ΔΣ καθορίζει και γνωστοποιεί τις εισφορές το αργότερο μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου. Τα πιστωτικά ιδρύματα καταβάλλουν τις ετήσιες τακτικές εισφορές σε μία δόση την 1 η Νοεμβρίου του ημερολογιακού έτους που αφορούν με πίστωση του ειδικού λογαριασμού του ΣΚΚ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος.

9. Με απόφαση του ΔΣ, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται να καλύπτουν ποσοστό έως το 30% της ετήσιας τακτικής εισφοράς τους με δεσμεύσεις προς πληρωμή προς το ΤΕΚΕ, όπως αυτές ορίζονται στην περίπτωση 4 της παραγράφου 1 του άρθρου 3. Το ΔΣ καθορίζει τυχόν ειδικότερους όρους και προϋποθέσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα για τις δεσμεύσεις προς πληρωμή, συμμορφούμενο με τις σχετικές κατευθυντήριες γραμμές που εκδίδει η ΕΑΤ.

10. Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εντάσσεται στο ΣΚΚ κατά τη διάρκεια του έτους, οφείλει ετήσια τακτική εισφορά για το ημερολογιακό έτος ένταξης κατ' αναλογία του χρόνου συμμετοχής του σε αυτό. Σε αυτή την περίπτωση, ως ύψος των εγγυημένων καταθέσεων θεωρείται το ύψος των εγγυημένων καταθέσεών του βάσει των στοιχείων της τελευταίας ημέρας των τριμήνων του έτους κατά τη διάρκεια των οποίων συμμετείχε στο ΣΚΚ.

11. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση οφείλει τακτική εισφορά για το ημερολογιακό έτος κατά το οποίο διέκοψε τη λειτουργία του κατ' αναλογία του χρόνου που λειτούργησε μέσα σε αυτό. Οι περιπτώσεις πάσης φύσεως εταιρικών μετασχηματισμών δεν θεωρούνται διακοπή λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, αλλά εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί καθολικής ή ειδικής διαδοχής του εταιρικού δικαίου.

12. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση πριν τον καθορισμό των εισφορών οποιασδήποτε φύσεως καταβάλλει τις οφειλόμενες εισφορές του αμέσως μετά τον καθορισμό τους από το ΤΕΚΕ σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό ειδική εκκαθάριση μετά τον καθορισμό των εισφορών οποιασδήποτε φύσεως από το ΤΕΚΕ σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28, καταβάλλει τις οφειλόμενες εισφορές την ημέρα διακοπής της λειτουργίας του.

1. Έκτακτες εισφορές καταβάλλονται σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του ΣΚΚ δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία συμμετέχουν στο ΣΚΚ σύμφωνα με το άρθρο 5, καταβάλλουν υποχρεωτικά έκτακτες εισφορές.

2. Οι έκτακτες εισφορές δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 0,5% των εγγυημένων καταθέσεων του πιστωτικού ιδρύματος ανά ημερολογιακό έτος. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με απόφαση του ΔΣ και τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται υψηλότερες εισφορές.

3. Ο τρόπος υπολογισμού των έκτακτων εισφορών είναι αντίστοιχος με τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων τακτικών εισφορών. Ο χρόνος και τρόπος καταβολής των έκτακτων εισφορών καθορίζεται με απόφαση του ΔΣ κατά περίπτωση.

4. Αν οι έκτακτες εισφορές θέτουν σε κίνδυνο τη ρευστότητα ή τη φερεγγυότητα πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να χορηγήσει συνολική ή μερική αναστολή της υποχρέωσης καταβολής τους. Η αναστολή δεν χορηγείται για περίοδο μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών, αλλά δύναται να ανανεωθεί κατόπιν αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος. Έκτακτες εισφορές, ως προς τις οποίες έχει χορηγηθεί αναστολή, καταβάλλονται όταν η συγκεκριμένη καταβολή δεν θέτει πλέον σε κίνδυνο τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί τα ανωτέρω στο ΤΕΚΕ για τις ενέργειές του.

5. Σε περίπτωση συνολικής ή μερικής αναστολής κατά τα ανωτέρω ως προς συγκεκριμένο πιστωτικό ίδρυμα, το ποσό της συγκεκριμένης έκτακτης εισφοράς επιμερίζεται και καταβάλλεται από τα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα. Μετά το πέρας της αναστολής και της καταβολής της έκτακτης εισφοράς από το αρχικώς υπόχρεο πιστωτικό ίδρυμα, αυτή αποδίδεται άτοκα στα υπόλοιπα πιστωτικά ιδρύματα που την είχαν καταβάλει ή συμψηφίζεται άτοκα με μελλοντικές εισφορές των υπολοίπων πιστωτικών ιδρυμάτων.

1. Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του ΣΚΚ δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων καταθετών ή για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΤΕΚΕ, το ΣΚΚ δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια από τα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα ή από άλλες πηγές. Για τα ποσά των δανείων αυτών εγγυώνται τα συμμετέχοντα στο ΣΚΚ πιστωτικά ιδρύματα, κατά την έννοια των διατάξεων 847 επ. ΑΚ χωρίς τις ενστάσεις του εγγυητή. Οι όροι των εν λόγω δανείων και εγγυήσεων καθορίζονται με απόφαση του ΔΣ, λαμβάνοντας υπόψη την αναλογία συμμετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος επί του συνόλου των εγγυημένων καταθέσεων του προηγούμενου έτους. Για τα παραπάνω δάνεια μπορεί να παρέχεται η εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου.

2. Το ΣΚΚ δύναται σε κάθε περίπτωση να δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, ώστε να είναι σε θέση να εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις έναντι αυτού.

1. Το Ενεργητικό του ΣΚΕ είναι ομάδα περιουσίας, της οποίας τα επιμέρους στοιχεία ανήκουν εξ αδιαιρέτου στα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα, κατά το λόγο συμμετοχής τους σε αυτό και αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης από το ΤΕΚΕ κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Το Ενεργητικό του ΣΚΕ συνιστάται και διαμορφώνεται με βάση τις αρχικές, τακτικές και έκτακτες εισφορές των συμμετεχόντων στο ΣΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων, τις προσόδους και τα έσοδα που προκύπτουν από τη διαχείριση της περιουσίας του, και τα έσοδα από τη ρευστοποίηση απαιτήσεών του.

3. Οι εισφορές των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο ΣΚΕ, πλέον των προσόδων που αναλογούν σε αυτές και λοιπών τυχόν πόρων του ΣΚΕ, συνιστούν τις ατομικές τους μερίδες σε αυτό. Κάθε πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ έχει μία ατομική μερίδα σε αυτό. Οι ατομικές μερίδες αντιστοιχούν στο ποσοστό συμμετοχής του κάθε συμμετέχοντος στο Ενεργητικό του ΣΚΕ πιστωτικού ιδρύματος. Για λόγους διευκόλυνσης του λογιστικού προσδιορισμού της αξίας των ατομικών μερίδων, το Ενεργητικό του ΣΚΕ δύναται να υποδιαιρείται σε ισάξια μερίδια ή κλάσματα μεριδίου, από τα οποία συγκροτούνται οι ατομικές μερίδες των συμμετεχόντων σε αυτό πιστωτικών ιδρυμάτων.

4. Οι ατομικές μερίδες των πιστωτικών ιδρυμάτων που απαρτίζουν το Ενεργητικό του ΣΚΕ είναι αμεταβίβαστες και ακατάσχετες. Τυχόν μεταβίβαση ή κατάσχεση νοείται μόνον ως προς την τυχόν επιστρεπτέα στο πιστωτικό ίδρυμα αξία της ατομικής του μερίδας, σε περίπτωση αποχώρησης αυτού από το ΣΚΕ, αφ' ης γεννηθεί και είναι απαιτητή η σχετική αξίωση επιστροφής αυτής, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 7.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, καθώς και τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρα εκτός της ΕΕ και συμμετέχουν υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 5, καταβάλλουν, πέραν της εκάστοτε αναλογούσας σε αυτά τακτικής εισφοράς, κατά τη συμμετοχή τους για πρώτη φορά στο ΣΚΕ, αρχική εισφορά ίση με το ποσό που προκύπτει από το γινόμενο του ύψους των συσσωρευμένων πόρων του Ενεργητικού του ΣΚΕ επί το λόγο των ιδίων κεφαλαίων τους προς το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν ήδη στο ΣΚΕ. Ως ημερομηνία βάσης υπολογισμού των ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των συσσωρευμένων πόρων του Ενεργητικού του ΣΚΕ λαμβάνεται η 31 η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου της ένταξης του πιστωτικού ιδρύματος στο ΣΚΕ ημερολογιακού έτους. Ως ίδια κεφάλαια των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα και των υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες, εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χώρες, νοούνται τα ίδια κεφάλαια ως ορίζονται στην περίπτωση 47 της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 4261/2014.
Η αρχική εισφορά δεν είναι δυνατόν να υπολείπεται του ποσού των πεντακοσίων χιλιάδων (500.000) ευρώ.

2. Αν πιστωτικό ίδρυμα πρόκειται να συμμετάσχει για πρώτη φορά στο ΣΚΕ και εξαγοράσει υποκατάστημα, το οποίο συμμετείχε αυτοτελώς στο ΣΚΕ, κατά τον υπολογισμό του ύψους της αρχικής εισφοράς του νεοεισερχόμενου πιστωτικού ιδρύματος συνυπολογίζεται και το ύψος της ατομικής μερίδας του συμμετέχοντος υποκαταστήματος στο ΣΚΕ, εφόσον εγκρίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος η διατήρηση της αρχικής άδειας ίδρυσης και λειτουργίας του υφιστάμενου υποκαταστήματος υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς.

3. Με απόφαση του ΔΣ καθορίζεται το χρονικό σημείο και η διαδικασία καταβολής των αρχικών εισφορών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4. H καταβολή των αναλογουσών σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα αρχικών εισφορών στο Ενεργητικό του ΣΚΕ πραγματοποιείται με πίστωση ειδικών λογαριασμών του ΣΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος, οι οποίοι είναι απολύτως διακριτοί από τους αντίστοιχους λογαριασμούς του ΣΚΚ, του ΣΕ και του Τέλους Συμμετοχής.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο ΣΚΕ καταβάλλουν ετήσια τακτική εισφορά, το ύψος της οποίας προσδιορίζεται εντός του μηνός Ιουνίου του αντιστοίχου έτους με απόφαση του ΔΣ.

2. H ετήσια τακτική εισφορά, την οποία καταβάλλει κάθε πιστωτικό ίδρυμα και υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο ΣΚΕ, ορίζεται ως το άθροισμα των ποσών που προκύπτουν με βάση τους ακόλουθους συντελεστές κατά κλιμάκιο αξίας των περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών κάθε συμμετέχοντος στο ΣΚΕ κατά την παροχή καλυπτόμενων υπηρεσιών:
α) Για αξία περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος μέχρι 30.000.000 ευρώ η τακτική εισφορά ανέρχεται σε ποσοστό:
αα) 2,75% της αξίας των κατεχομένων περιουσιακών στοιχείων, ή
ββ) 1,00% για κινητές αξίες τις οποίες κατέχει το συμμετέχον στο ΣΚΕ για λογαριασμό πελατών του και οι οποίες είναι καταχωρημένες στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ) σε λογαριασμούς τελικού επενδυτή, καθώς και για χρηματοπιστωτικά μέσα που παρακολουθούνται σε λογαριασμούς τελικού επενδυτή από το διαχειριστή του συστήματος εκκαθάρισης, εφόσον το συμμετέχον έχει αναθέσει στο διαχειριστή του ΣΑΤ ή στο διαχειριστή του συστήματος εκκαθάρισης διακανονισμού ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου, κατά περίπτωση, να ενημερώνει τους τελικούς δικαιούχους των λογαριασμών που είναι επενδυτές - πελάτες του συμμετέχοντος για τις μεταβολές που επέρχονται στο λογαριασμό τους. Η ενημέρωση θα γίνεται άμεσα και το αργότερο εντός της επόμενης ημέρας από την εκκαθάριση της συναλλαγής και, γενικότερα, από τη διενέργεια οποιασδήποτε χρεοπίστωσης σε λογαριασμό τίτλων, απευθείας από τον διαχειριστή και ανεξάρτητα από τις υποχρεώσεις του ίδιου του συμμετέχοντος στο ΣΚΕ προς τους επενδυτές - πελάτες του.
β) Για αξία περιουσιακών στοιχείων από 30.000.001 ευρώ έως 250.000.000 ευρώ η τακτική εισφορά ανέρχεται σε ποσοστό 2,75% της αξίας των κατεχομένων περιουσιακών στοιχείων.
γ) Για αξία περιουσιακών στοιχείων από 250.000.001 ευρώ και άνω η τακτική εισφορά ανέρχεται σε ποσοστό 1,00% της αξίας των κατεχομένων περιουσιακών στοιχείων.
Οι εν λόγω συντελεστές εμφανίζονται στον ακόλουθο πίνακα: 

Κλιμάκιο αξίας περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών συμμετέχοντος στο ΣΚΕ

Συντελεστής τακτικής εισφοράς

(α) Μέχρι 30.000.000 ευρώ

2,75% (με την επιφύλαξη του εδαφίου (ββ) της περίπτωσης α)

(β) Από 30.000.001 μέχρι 250.000.000 ευρώ

2,75%

(γ) Πλέον των 250.000.001 ευρώ

1%

 

Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης του ΤΕΚΕ, δύναται να τροποποιούνται οι όροι της παρούσας παραγράφου.

3. Τα συμμετέχοντα στο ΣΚΕ πιστωτικά ιδρύματα και υποκαταστήματα οφείλουν να υποβάλουν τα εν λόγω στοιχεία στο ΤΕΚΕ το αργότερο μέχρι το τέλος Απριλίου κάθε έτους. Η σχετική συγκεντρωτική κατάσταση ελέγχεται ως προς την ακρίβειά της από νόμιμο ελεγκτή, κατά την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3693/2008 (Α' 194).

4. Οι συμμετέχοντες στο ΣΚΕ καταβάλλουν εισφορές, οι οποίες αντιστοιχούν στην ετήσια μεταβολή της αξίας περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών των συμμετεχόντων στο ΣΚΕ.

5.Το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την αναπροσαρμογή του ύψους και του τρόπου υπολογισμού της ετήσιας τακτικής εισφοράς της παραγράφου 4 του παρόντος, όταν επιτευχθεί εύλογη σχέση μεταξύ των διαθεσίμων του ΣΚΕ και της συνολικής αξίας των περιουσιακών στοιχείων επενδυτών - πελατών των συμμετεχόντων, τη διακοπή λόγω επίτευξης ευλόγου σχέσεως και την εκ νέου καταβολή της ετήσιας εισφοράς, καθώς και την τυχόν επιστροφή εισφορών που προκύπτουν από λάθος υπολογισμό των εισφορών αυτών, στους συμμετέχοντες στο ΣΚΕ που τις έχουν καταβάλει. Το ΔΣ αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία για την ως άνω εύλογη σχέση.

6. Ως προς τα υποκαταστήματα στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χώρες, λαμβάνονται υπόψη ιδίως τα προαναφερθέντα κριτήρια σε σχέση με τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχονται από αυτά στην Ελλάδα.

7. Πιστωτικό ίδρυμα το οποίο εισέρχεται στο ΣΚΕ μετά την έναρξη του οικονομικού έτους ή παύει, για οποιονδήποτε λόγο, να συμμετέχει σε αυτό, οφείλει τακτική εισφορά για το ημερολογιακό έτος ένταξης ή αποχώρησης, αντίστοιχα, κατ' αναλογία του χρόνου συμμετοχής του σε αυτό. Οι περιπτώσεις πάσης φύσεως εταιρικών μετασχηματισμών δεν θεωρούνται διακοπή λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος αλλά εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις περί καθολικής ή ειδικής διαδοχής του εταιρικού δικαίου.

8. Το ακριβές χρονικό σημείο και η διαδικασία καταβολής των ετήσιων τακτικών εισφορών καθορίζονται με απόφαση του ΔΣ.

9. H καταβολή των αναλογουσών σε κάθε πιστωτικό ίδρυμα τακτικών εισφορών στο ΣΚΕ πραγματοποιείται με πίστωση ειδικών λογαριασμών του ΣΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος.

10. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση πριν από τον καθορισμό των εισφορών, οιασδήποτε φύσεως καταβάλλει τις οφειλόμενες εισφορές του αμέσως μετά τον καθορισμό τους από το ΤΕΚΕ σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα διακόψει τη λειτουργία του ή τεθεί υπό εκκαθάριση μετά τον καθορισμό των εισφορών οιασδήποτε φύσεως από το ΤΕΚΕ σύμφωνα με τα άρθρα 32 και 33 καταβάλλει τις οφειλόμενες εισφορές την ημέρα διακοπής της λειτουργίας του.

1. Σε περίπτωση κατά την οποία το ΤΕΚΕ καταβάλει αποζημίωση για την ικανοποίηση απαιτήσεων επενδυτών- πελατών που προκύπτουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών από συμμετέχον στο ΣΚΕ πιστωτικό ίδρυμα και εφόσον οι καταβλητέες αποζημιώσεις υπερβαίνουν ποσοστό της αξίας του Ενεργητικού του ΣΚΕ, που καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού του Συμβουλίου, τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο ΣΚΕ καλούνται να καταβάλουν έκτακτες εισφορές.

2. Με απόφαση του ΔΣ καθορίζεται το ύψος, ο τρόπος υπολογισμού, η αναλογία εκάστου πιστωτικού ιδρύματος και η προθεσμία καταβολής των έκτακτων εισφορών. Οι εισφορές αυτές δεν είναι δυνατόν, σε κάθε περίπτωση, να υπερβαίνουν το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή της παραγράφου 2 του άρθρου 32 για το τελευταίο πριν από τη λήψη της απόφασης έτος, χωρίς να τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής η παράγραφος 4 του ιδίου άρθρου.

3. Τα ποσά των έκτακτων εισφορών καταβάλλονται σε ειδικό λογαριασμό αποζημίωσης επενδυτών-πελατών στην Τράπεζα της Ελλάδος.

4. Μέχρι τον οριστικό καθορισμό του ακριβούς ύψους της καταβλητέας έκτακτης εισφοράς, το ΤΕΚΕ δύναται να ζητεί από τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα που θα κληθούν να καταβάλουν έκτακτες εισφορές, να διενεργήσουν ανάλογες προκαταβολές σε ειδικό λογαριασμό αποζημίωσης επενδυτών-πελατών του ΣΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να καταβάλλονται εγκαίρως στους δικαιούχους οι οφειλόμενες σε αυτούς αποζημιώσεις, ιδίως εφόσον δεν επαρκούν τα κεφάλαια του Ενεργητικού του ΣΚΕ.

5. Στις υποχρεώσεις που προκύπτουν για τα πιστωτικά ιδρύματα από τις παραγράφους 1 και 4 δύνανται να υπαχθούν με απόφαση του ΔΣ και τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο ΣΚΕ για συμπληρωματική κάλυψη με βάση τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 47.

6. Εντός ευλόγου χρόνου μετά την οριστικοποίηση των καταβλητέων στους επενδυτές-πελάτες αποζημιώσεων, το ΔΣ αποφασίζει οριστικά περί της αναλογίας κάθε πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο ΣΚΕ στις καταβληθείσες αποζημιώσεις, καθώς και του ύψους της έκτακτης εισφοράς εκάστου, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 4.

7. Τυχόν προκαταβληθέν από πιστωτικό ίδρυμα ποσό έναντι έκτακτης εισφοράς που υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας σε αυτό έκτακτης εισφοράς επιστρέφεται το αργότερο εντός έξι (6) μηνών από τον οριστικό καθορισμό της συμμετοχής κάθε πιστωτικού ιδρύματος. Με απόφαση του ΔΣ μέρος των έκτακτων εισφορών μπορεί να χρησιμοποιείται προς συμπλήρωση ή και ενίσχυση του Ενεργητικού του ΣΚΕ, προσαυξάνον την ατομική μερίδα του πιστωτικού ιδρύματος.

Σε περίπτωση που τα διαθέσιμα του ΣΚΕ που προκύπτουν από τους πόρους των άρθρων 31, 32 και 33 δεν επαρκούν για την καταβολή αποζημιώσεων των πελατών - επενδυτών και ιδίως προς διασφάλιση της ρευστότητας που απαιτείται για την καταβολή οφειλόμενων αποζημιώσεων, με απόφαση του ΔΣ, το ΣΚΕ δανείζεται τα απαιτούμενα κεφάλαια από τα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα ή και από άλλες πηγές. Για τα ποσά των δανείων αυτών ισχύει εκ του νόμου εγγύηση των συμμετεχόντων στο ΣΚΕ πιστωτικών ιδρυμάτων, ανάλογα με την αξία της ατομικής μερίδας εκάστου σε σχέση με το Ενεργητικό του ΣΚΕ κατά το χρόνο παροχής της εγγύησης, μη λαμβανομένης υπόψη της ατομικής μερίδας του πιστωτικού ιδρύματος που περιήλθε σε αδυναμία, κατά την έννοια των διατάξεων 847 επ. ΑΚ χωρίς τις ενστάσεις του εγγυητή. Οι όροι των εν λόγω δανείων και εγγυήσεων καθορίζονται με απόφαση του ΔΣ, που καθορίζει τις αναλογούσες σε κάθε συμμετέχον πιστωτικό ίδρυμα καταβλητέες εισφορές και το ακριβές ποσό της εγγύησης εκάστου.

1. Τυχόν έσοδα από ρευστοποίηση απαιτήσεων του ΣΚΕ διατίθενται με την ακόλουθη σειρά:
α) αποπληρωμή δανείων του,
β) κατάθεση στους ειδικούς λογαριασμούς του ΣΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Επί νέων εισφορών, αρχικών ή και τακτικών, για τον υπολογισμό της αξίας της ατομικής μερίδας του κάθε πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο ΣΚΕ λαμβάνεται ως βάση το καθαρό Ενεργητικό του ΣΚΕ κατά την 31 η Δεκεμβρίου του αμέσως προηγούμενου ημερολογιακού έτους ή κατά την αμέσως προηγούμενη, σε σχέση με το χρονικό σημείο κατά το οποίο είναι καταβλητέα η εισφορά, επίσημη, εγκεκριμένη από το Διοικητικό Συμβούλιο, αποτίμησή του.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των στοιχείων που υποβάλλουν στο ΤΕΚΕ τα πιστωτικά ιδρύματα και αποτελούν τη βάση υπολογισμού των εισφορών τους είτε αυτόβουλα στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του ΤΕΚΕ.

4. Σε περίπτωση κατά την οποία το ΤΕΚΕ καταβάλει αποζημίωση για την ικανοποίηση απαιτήσεων επενδυτών- πελατών που προκύπτουν από την παροχή καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών από συμμετέχον στο ΣΚΕ πιστωτικό ίδρυμα, χρησιμοποιεί αρχικά, μέχρι την εξάντλησή της, την ατομική μερίδα του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος. Αν αυτή δεν επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων των επενδυτών - πελατών, χρησιμοποιείται και το υπόλοιπο του Ενεργητικού του ΣΚΕ, που ανήκει στους λοιπούς συμμετέχοντες στο Ενεργητικό του ΣΚΕ, κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο, ανάλογα με την αξία της ατομικής μερίδας εκάστου σε σχέση με το Ενεργητικό του ΣΚΕ.

5. Το ΣΚΕ αποκτά αυτοδικαίως απαιτήσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 23, κατά του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος για ποσά που καταβάλλονται σε επενδυτές-πελάτες του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος από το Ενεργητικό του ΣΚΕ πέραν της ατομικής μερίδας του περιελθόντος σε αδυναμία πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και για κάθε άλλη δαπάνη ή ποσό, που βαρύνουν το ΣΚΕ και συνδέονται με τη διαδικασία καταβολής αποζημιώσεων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο άρθρο 38.

6. Προκειμένου περί υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε άλλο κράτος- μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα οποία καλύπτονται συμπληρωματικά από το ΣΚΕ, τα σχετικά με το ύψος των τακτικών και των αρχικών εισφορών, καθώς και τα της καταβολής των αποζημιώσεων καθορίζονται από το ΔΣ και το αντίστοιχο σύστημα της χώρας έδρας του πιστωτικού ιδρύματος κατά περίπτωση, με βάση το ύψος και την έκταση της συμπληρωματικής κάλυψης και σύμφωνα με τις κατευθυντήριες αρχές του άρθρου 47. Οι κατά την παρούσα παράγραφο συμφωνίες γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, το Υπουργείο Οικονομικών, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών και την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος.

1. Τα διαθέσιμα του ΣΕ, ως Ταμείου Εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα, προέρχονται από τακτικές εκ των προτέρων εισφορές, έκτακτες εκ των υστέρων εισφορές και εναλλακτικά μέσα χρηματοδότησης κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα εσωτερικά άρθρα 98, 99 και 100 αντίστοιχα του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

2. Ο προσδιορισμός, υπολογισμός και η καταβολή των τακτικών και έκτακτων εισφορών προς το ΣΕ, ως Ταμείου Εξυγίανσης για τα πιστωτικά ιδρύματα, αποφασίζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα εσωτερικά άρθρα 95 έως 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

3. Τα συμμετέχοντα κατά το χρόνο χορήγησης των δανείων στο ΣΕ πιστωτικά ιδρύματα καταβάλλουν εισφορές στο ΣΕ, με τις οποίες το τελευταίο αποπληρώνει τις υποχρεώσεις του από δάνεια για σκοπούς εξυγίανσης. Οι εισφορές ορίζονται κατ' εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων. Τα πιστωτικά ιδρύματα του προηγούμενου εδαφίου ευθύνονται ως εγγυητές, κατά την έννοια των διατάξεων 847 επ. ΑΚ χωρίς τις ενστάσεις του εγγυητή, προς τους δανείζοντες για τα εν λόγω δάνεια. Το ΔΣ του ΤΕΚΕ καθορίζει τους όρους των εγγυήσεων και κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

4. Σε περίπτωση ένταξης του πιστωτικού ιδρύματος στο ΣΕ ή παύσης συμμετοχής του σε αυτό, κατά την διάρκεια του ημερολογιακού έτους, το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει τακτική εισφορά για το εν λόγω ημερολογιακό έτος κατ' αναλογία του χρόνου που λειτούργησε μέσα σε αυτό.

5. Τυχόν είσπραξη ποσού από εκκαθαρίσεις από την οποία προκύπτει θετική διαφορά υπέρ αποχωρήσαντος πιστωτικού ιδρύματος, προκαλεί υποχρέωση απόδοσης της αντίστοιχης διαφοράς στο πιστωτικό ίδρυμα.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στα σκέλη του ΤΕΚΕ οφείλουν να καταβάλουν τέλος συμμετοχής για την κάλυψη των λειτουργικών και επενδυτικών δαπανών του οργανισμού.

2. Το τέλος συμμετοχής υπολογίζεται και καταβάλλεται ετησίως, με βάση τις λειτουργικές δαπάνες του ΤΕΚΕ, οι οποίες προκύπτουν από τον Απολογισμό του προηγούμενου έτους.

3. Το τέλος συμμετοχής προσδιορίζεται με κριτήριο τον αριθμό των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν σε κάθε σκέλος και επιμερίζεται ανάμεσα στα μέλη του σκέλους ως εξής: (α) ποσοστό 20% κατανέμεται ισομερώς στα πιστωτικά ιδρύματα που συμμετέχουν στο σκέλος και (β) το υπόλοιπο 80% κατανέμεται σύμφωνα με το λόγο της βάσης υπολογισμού εισφορών κάθε πιστωτικού ιδρύματος προς τη βάση υπολογισμού εισφορών όλων των πιστωτικών ιδρυμάτων που συμμετέχουν στο εν λόγω σκέλος.

4. Το τέλος συμμετοχής καταβάλλεται βάσει στοιχείων προϋπολογισμού με πίστωση λογαριασμού του ΤΕΚΕ που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος ή σε πιστωτικό ίδρυμα. Τυχόν προσαρμογές στο καταβληθέν τέλος που προκύπτουν βάσει στοιχείων Απολογισμού συμψηφίζονται με το τέλος συμμετοχής επόμενων ετών.

5. Σε ειδικές περιπτώσεις λόγω έκτακτων λειτουργικών δαπανών δύναται να εισπράττεται έκτακτο τέλος συμμετοχής με απόφαση του ΔΣ.

6. Το ΔΣ αποφασίζει για το ύψος, την κατανομή και την καταβολή του τέλους συμμετοχής.

7. Σε περίπτωση αποχώρησης πιστωτικού ιδρύματος, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, για τον υπολογισμό και καταβολή του τέλους συμμετοχής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 27.

1. Στο τέλος συμμετοχής του άρθρου 37 δεν περιλαμβάνονται δαπάνες, οι οποίες ανακύπτουν λόγω της καταβολής αποζημίωσης των καταθετών ή των επενδυτών - πελατών πιστωτικού ιδρύματος που περιέρχεται σε αδυναμία ή λόγω αναγκών εξυγίανσης. Οι εν λόγω δαπάνες περιλαμβάνουν ενδεικτικά τις δαπάνες ορισμού εμπειρογνωμόνων, καθώς και εν γένει συμβούλων.

2. Οι δαπάνες αποζημίωσης ή εξυγίανσης βαρύνουν το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο αφορούν. Σε περίπτωση που το πιστωτικό ίδρυμα αδυνατεί να καλύψει τις δαπάνες αποζημίωσης ή εξυγίανσης, αυτές βαρύνουν τα προς τον ειδικότερο σκοπό αντίστοιχα διαθέσιμα του σκέλους που αφορούν. Σε κάθε περίπτωση οι εν λόγω δαπάνες αποτελούν απαιτήσεις του αντίστοιχου σκέλους κατά του πιστωτικού ιδρύματος που περιήλθε σε αδυναμία.

1. Τα διαθέσιμα του ΤΕΚΕ αποτελούνται από τα διαθέσιμα του ΣΚΚ, τα διαθέσιμα του ΣΚΕ, τα διαθέσιμα του ΣΕ και το τέλος συμμετοχής των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΤΕΚΕ.

2. Τα διαθέσιμα του ΤΕΚΕ επενδύονται κατά τρόπο που να εξασφαλίζει χαμηλό κίνδυνο και επαρκή διαφοροποίηση.

3. Τα διαθέσιμα του ΤΕΚΕ τηρούνται με απόφαση του ΔΣ σε μετρητά, καταθέσεις ή τοποθετούνται σε στοιχεία ενεργητικού χαμηλού κινδύνου.

4. Με απόφαση του ΔΣ δύναται να ανατίθεται η τοποθέτηση των ανωτέρω διαθεσίμων, εν όλω ή εν μέρει, με σύμβαση διαχείρισης σε διαχειριστή για την τοποθέτηση αυτών σε τίτλους και με κριτήρια: (α) την ασφάλεια των διαθεσίμων, (β) τη δυνατότητα άμεσης ρευστοποίησης και (γ) την απαραίτητη διασπορά των τοποθετήσεων για την ενίσχυση της ασφάλειας των διαθεσίμων αυτών. Επίσης, ο διαχειριστής δύναται να τοποθετεί τα ανωτέρω διαθέσιμα και σε καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης και να προβαίνει στην κατάρτιση συμφωνιών επαναπώλησης (reverse repos).

5. Ως προς το τμήμα των διαθεσίμων του ΣΚΚ, το οποίο προέρχεται από δεσμεύσεις προς πληρωμή από τα πιστωτικά ιδρύματα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην παράγραφο 9 του άρθρου 27, η διαχείριση της εξασφάλισης που βρίσκεται στη διάθεση του ΤΕΚΕ γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στη σχετική σύμβαση μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και του ΤΕΚΕ και τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΑΤ και δύναται να ανατίθεται σε διαχειριστή.

6. Τα διαθέσιμα κεφάλαια του ΣΚΚ που τηρούνται σε λογαριασμούς τρίμηνων προθεσμιακών καταθέσεων του ΤΕΚΕ στα συμμετέχοντα σε αυτό πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν σχηματισθεί από καταβληθείσες κάθε είδους εισφορές και πόρους από την αξιοποίηση της περιουσίας του, μεταφέρονται σταδιακά, με απόφαση του ΔΣ του ΤΕΚΕ, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης του ελληνικού τραπεζικού τομέα και, ιδίως, θεμάτων συστημικής ευστάθειας, στους ειδικούς λογαριασμούς που τηρεί το ΤΕΚΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος και επενδύονται κατά τα αναφερόμενα στις προηγούμενες παραγράφους 2, 3, 4 και 5. Η εν λόγω μεταφορά πρέπει να έχει ολοκληρωθεί το αργότερο μέχρι την 31η.12.2030. Η ανωτέρω προθεσμία δύναται να τροποποιείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.

7. Τα διαθέσιμα του ΣΚΚ και του ΣΚΕ τα οποία είναι τοποθετημένα σε λογαριασμούς τρίμηνης προθεσμιακής κατάθεσης στα πιστωτικά ιδρύματα εκτοκίζονται με επιτόκιο ίσο με αυτό που ισχύει για τοποθετήσεις κεφαλαίων σε Έντοκα Γραμμάτια Ελληνικού Δημοσίου (εφεξής Ε.Γ.Ε.Δ.), τρίμηνης διάρκειας της τελευταίας έκδοσης πριν την ημερομηνία τοποθέτησής τους. Το επιτόκιο των καταθέσεων αυτών αναπροσαρμόζεται ανά τρίμηνο με βάση το ισχύον κατά την αναπροσαρμογή επιτόκιο Ε. Γ. Ε.Δ. τρίμηνης διάρκειας, οι δε προκύπτοντες τόκοι κεφαλαιοποιούνται. Αν δεν εκδίδονται πλέον Ε. Γ. Ε.Δ. τρίμηνης διάρκειας ή δεν ανακοινώνεται αρμοδίως επιτόκιο για τους τίτλους αυτούς, εφαρμόζεται το ισχύον επιτόκιο αναφοράς τρίμηνης διάρκειας της διατραπεζικής αγοράς σε ευρώ. Με απόφαση του ΔΣ, τμήμα του ως άνω ποσού μπορεί να τηρείται σε κατάθεση στα ίδια πιστωτικά ιδρύματα σε συνάλλαγμα με επιτόκιο που ισχύει για τοποθετήσεις αντίστοιχης διάρκειας και ισοδύναμης ρευστότητας και ασφάλειας με τις ανωτέρω.

1. Τα διαθέσιμα εκάστου σκέλους του ΤΕΚΕ είναι σαφώς διακριτά μεταξύ τους, αποτελούν αυτοτελή σύνολα περιουσίας και χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για την εκπλήρωση των σκοπών εκάστου σκέλους.

2. Τα διαθέσιμα του ΣΚΚ χρησιμοποιούνται πρωτίστως για την καταβολή αποζημιώσεων στους καταθέτες και για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το εσωτερικό άρθρο 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015.

3. Τα διαθέσιμα του ΣΚΕ χρησιμοποιούνται για την ικανοποίηση απαιτήσεων των επενδυτών-πελατών από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες.

4. Τα διαθέσιμα του ΣΕ χρησιμοποιούνται για τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων με σκοπό την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ΤΕΚΕ ως Ταμείου Εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στα εσωτερικά άρθρα 95 έως 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 και σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) 806/2014, καθώς και σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του άρθρου 36 του παρόντος νόμου.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να διαθέτουν επικαιροποιημένα και να υποβάλουν άμεσα στο ΤΕΚΕ τα στοιχεία και τις πληροφορίες που ζητεί το ΤΕΚΕ για την εκπλήρωση του σκοπού του και, ενδεικτικά αλλά όχι περιοριστικά, στοιχεία για:
α) την προετοιμασία της καταβολής αποζημίωσης ή τη χρηματοδότηση μέτρων εξυγίανσης,
β) τον καθορισμό των εισφορών,
γ) την τήρηση των διαθεσίμων του ΤΕΚΕ στα πιστωτικά ιδρύματα,
δ) την ορθή ενημέρωση των καταθετών,
ε) την διάκριση των καταθέσεων σε επιλέξιμες και εγγυημένες και την κατηγοριοποίηση των καταθετών,
στ) την παροχή πληροφόρησης σε εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές και
ζ) την στατιστική παρακολούθηση καταθέσεων και καταθετών.
Για την παροχή των ανωτέρω στοιχείων από τα πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο έναντι του ΤΕΚΕ.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα αποστέλλουν στο ΤΕΚΕ στοιχεία εγγυημένων καταθέσεων της τελευταίας ημέρας κάθε ημερολογιακού τριμήνου εντός είκοσι (20) ημερών. Με απόφαση του ΔΣ δύναται να τροποποιείται η συχνότητα και η προθεσμία υποβολής των στοιχείων της παρούσας παραγράφου.

3. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να λειτουργούν τα απαραίτητα συστήματα, σύμφωνα με τις εκάστοτε επιχειρησιακές και τεχνικές προδιαγραφές που ορίζει το ΤΕΚΕ, όπως το ηλεκτρονικό αρχείο πελατοκεντρικού συστήματος (ΗΑΠΣ), τα οποία διασφαλίζουν τον εντοπισμό και την παρακολούθηση των λογαριασμών ανά καταθέτη για την υποβολή των στοιχείων τουλάχιστον των περιπτώσεων α' , β' και ε' της παραγράφου 1 και του αποτελέσματος του συμψηφισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 10 προς το ΤΕΚΕ. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να παρέχουν στο ΤΕΚΕ τα εν λόγω στοιχεία εντός εβδομήντα δύο (72) ωρών από την υποβολή σχετικού αιτήματός του, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο αίτημα.

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων από τα πιστωτικά ιδρύματα στοιχείων είτε αυτόβουλα στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του ΤΕΚΕ.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα παρέχουν στους υφιστάμενους και τους μελλοντικούς καταθέτες τις αναγκαίες πληροφορίες για την συμμετοχή των πιστωτικών ιδρυμάτων στο ΤΕΚΕ και τους ενημερώνουν σχετικά με την παρεχόμενη από το ΤΕΚΕ κάλυψη, τις ισχύουσες εξαιρέσεις από αυτήν, την έκταση και το ύψος της κάλυψης, καθώς και το νόμισμα καταβολής της αποζημίωσης.

2. Πριν από τη σύναψη σύμβασης ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού, παρέχονται στους καταθέτες οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Οι καταθέτες επιβεβαιώνουν ότι παρέλαβαν τις πληροφορίες αυτές. Για το σκοπό αυτόν, χρησιμοποιείται το υπόδειγμα του ενημερωτικού δελτίου του Παραρτήματος I, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου.

3. Στο αντίγραφο κίνησης του λογαριασμού των καταθετών παρέχεται επιβεβαίωση ότι οι καταθέσεις τους είναι επιλέξιμες καταθέσεις συμπεριλαμβανομένης αναφοράς στο ενημερωτικό δελτίο του Παραρτήματος I. Στο ενημερωτικό δελτίο αναφέρεται ο δικτυακός τόπος του ΤΕΚΕ. Το ενημερωτικό δελτίο του Παραρτήματος I παρέχεται στον καταθέτη τουλάχιστον ετησίως.

4. Ο δικτυακός τόπος του ΤΕΚΕ περιλαμβάνει τις απαραίτητες για τους καταθέτες πληροφορίες και ειδικότερα πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία και τους όρους της εγγύησης των καταθέσεων και των δικαιωμάτων τους.

5. Οι πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 1 παρέχονται στην ελληνική γλώσσα ή στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος κατά την κατάρτιση της σύμβασης ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού ή στην ή στις επίσημες γλώσσες του κράτους - μέλους στο οποίο έχει ιδρυθεί υποκατάστημα.

6. Απαγορεύεται στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα η προβολή για διαφημιστικό σκοπό των πληροφοριών των παραγράφων 1, 2 και 3 μέσω εντύπων ή άλλων μηνυμάτων που διαδίδονται με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, επιτρεπομένης μόνον:
α) της απλής μνείας της συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος στο ΤΕΚΕ προς εγγύηση του προϊόντος που αναφέρεται στη διαφήμιση και των επιπλέον εκ του νόμου οριζομένων πληροφοριών και
β) της χρήσης, στην ιστοσελίδα του πιστωτικού ιδρύματος, συνδέσμου προς την ιστοσελίδα του ΤΕΚΕ.
Οι εν λόγω πληροφορίες μπορούν ακόμα να περιλαμβάνουν την απλή περιγραφή της λειτουργίας του ΣΚΚ και οφείλουν να καθιστούν σαφές ότι η κάλυψη του ΣΚΚ δεν είναι απεριόριστη.

7. Σε περίπτωση συγχώνευσης, μετατροπής θυγατρικών σε υποκαταστήματα ή παρομοίων εταιρικών πράξεων, οι καταθέτες ενημερώνονται τουλάχιστον έναν μήνα πριν η πράξη αρχίσει να παράγει έννομα αποτελέσματα, εκτός αν η αρμόδια αρχή επιτρέψει συντομότερη προθεσμία για λόγους επιχειρηματικού απορρήτου ή χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
Στους καταθέτες παρέχεται τρίμηνη προθεσμία, μετά τη γνωστοποίηση της συγχώνευσης ή μετατροπής ή παρόμοιας εταιρικής πράξης, προκειμένου, εφόσον το επιθυμούν να αποσύρουν ή να μεταφέρουν σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα, χωρίς να επιβαρυνθούν με οποιαδήποτε χρέωση ως ποινή, τις επιλέξιμες καταθέσεις τους, συμπεριλαμβανομένων όλων των δεδουλευμένων τόκων και των οφελών, στον βαθμό που αυτές υπερβαίνουν το όριο κάλυψης της παραγράφου 1 του άρθρου 9 κατά το χρόνο της συγκεκριμένης εταιρικής πράξης.

8. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα αποχωρήσει ή αποκλειστεί από το ΤΕΚΕ, το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει σχετικώς τους καταθέτες του εντός ενός (1) μηνός από την εν λόγω αποχώρηση ή αποκλεισμό.

9. Αν ο καταθέτης χρησιμοποιεί διαδικτυακή τραπεζική, οι ανωτέρω πληροφορίες μπορούν να γνωστοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα. Κατόπιν αιτήματος του καταθέτη, οι πληροφορίες παρέχονται εγγράφως.

10. Το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τους καταθέτες πριν από τη σύναψη της σύμβασης τόσο του τυχόν δανείου όσο και του ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού ότι σε περίπτωση υποχρεώσεων του καταθέτη προς το πιστωτικό ίδρυμα ισχύουν οι προϋποθέσεις συμψηφισμού, όπως αναφέρονται ειδικότερα στην παράγραφο 4 του άρθρου 10.

11. Σε περίπτωση που τα πιστωτικά ιδρύματα χρησιμοποιούν διαφορετικά εμπορικά σήματα, όπως ορίζονται στο άρθρο 121 του ν. 4072/2012 (Α' 86), οι καταθέτες ενημερώνονται σαφώς ότι το πιστωτικό ίδρυμα χρησιμοποιεί διαφορετικά εμπορικά σήματα και ότι το όριο κάλυψης που προβλέπεται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 9 ισχύει για το σύνολο των καταθέσεων που διατηρεί ο καταθέτης στο πιστωτικό ίδρυμα. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται στις πληροφορίες για τους καταθέτες σύμφωνα με τα ανωτέρω και το Παράρτημα I.

12. Κάθε υποκατάστημα που ιδρύεται στην Ελλάδα από πιστωτικό ίδρυμα τρίτης χώρας, το οποίο δεν είναι μέλος του ΤΕΚΕ, παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις ρυθμίσεις εγγύησης των καταθέσεων των σημερινών και των μελλοντικών καταθετών στο εν λόγω υποκατάστημα. Οι συγκεκριμένες πληροφορίες παρέχονται στην ελληνική γλώσσα ή στη γλώσσα που συμφωνήθηκε μεταξύ του καταθέτη και του πιστωτικού ιδρύματος κατά την κατάρτιση της σύμβασης ανοίγματος τραπεζικού λογαριασμού και είναι σαφείς και κατανοητές.

1. Το ΤΕΚΕ καλύπτει τους καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί σε άλλα κράτη - μέλη από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα.

2. Οι καταθέτες υποκαταστημάτων τα οποία έχουν ιδρυθεί σε άλλα κράτη - μέλη από πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν στην Ελλάδα αποζημιώνονται από ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής για λογαριασμό του TEKE. Το ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής καταβάλλει τα ποσά προς αποζημίωση σύμφωνα με τις οδηγίες του TEKE. Το ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής δεν ευθύνεται όσον αφορά ενέργειες που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις οδηγίες του TEKE. Το ΤΕΚΕ παρέχει την αναγκαία χρηματοδότηση πριν από την καταβολή της αποζημίωσης και αποζημιώνει το ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής για όλα τα πραγματοποιηθέντα έξοδα.
Το ΣΕΚ του κράτους - μέλους υποδοχής ενημερώνει επίσης τους ενδιαφερόμενους καταθέτες για λογαριασμό του ΤΕΚΕ και είναι αρμόδιο να λαμβάνει αλληλογραφία από τους εν λόγω καταθέτες για λογαριασμό του ΤΕΚΕ.

3. Σε περίπτωση που το ΤΕΚΕ λειτουργεί ως ΣΕΚ κράτους - μέλους υποδοχής, το ποσό που αντιστοιχεί στην καταβολή αποζημίωσης, καθώς και κάθε δαπάνη που σχετίζεται με τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης καλύπτονται από το ΣΕΚ του κράτους - μέλους προέλευσης. Το ΤΕΚΕ δύναται, σε συνεννόηση με το ΣΕΚ του κράτους - μέλους προέλευσης, να προεξοφλεί μερικώς ή ολικώς δαπάνες που σχετίζονται με τη διαδικασία καταβολής αποζημίωσης και να εισπράττει εκ των υστέρων τα αντίστοιχα ποσά από το ΣΕΚ του κράτους - μέλους προέλευσης.

4. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα παύσει, για οποιονδήποτε νόμιμο λόγο εκτός της περίπτωσης του αποκλεισμού του σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 6, να είναι μέλος του ΤΕΚΕ και προσχωρήσει σε άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές τις οποίες κατέβαλε κατά το δωδεκάμηνο προτού παύσει να είναι μέλος του ΤΕΚΕ, εξαιρέσει των δυνάμει της παραγράφου 1 του άρθρου 28 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ.
Αν ορισμένες δραστηριότητες ενός πιστωτικού ιδρύματος μεταφερθούν σε άλλο κράτος - μέλος και έτσι καλύπτονται από άλλο ΣΕΚ, οι εισφορές που κατέβαλε στο ΤΕΚΕ το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα κατά το δωδεκάμηνο που προηγείται της μεταφοράς, εξαιρέσει των δυνάμει του άρθρου 28 έκτακτων εισφορών, μεταφέρονται στο άλλο ΣΕΚ κατ' αναλογία του ύψους των εγγυημένων καταθέσεων που μεταφέρθηκαν.

5. Το ΤΕΚΕ ανταλλάσσει τις πληροφορίες που αναφέρονται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 4, στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 41 και στις παραγράφους 1 και 5 του άρθρου 44 με τα ΣΕΚ των κρατών - μελών υποδοχής. Ισχύουν οι περιορισμοί που προβλέπονται στο άρθρο 44.
Αν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να μεταφερθεί από το ΤΕΚΕ σε άλλο ΣΕΚ, γνωστοποιεί την πρόθεσή του αυτή τουλάχιστον έξι (6) μήνες νωρίτερα. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής, το πιστωτικό ίδρυμα εξακολουθεί να έχει υποχρέωση εισφοράς στο ΤΕΚΕ σύμφωνα με τα άρθρα 27 και 28, σε επίπεδο τόσο εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων χρηματοδότησης.

6. Προκειμένου να διευκολυνθεί η αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των ΣΕΚ, ιδίως όσον αφορά το παρόν άρθρο, τα ΣΕΚ ή, ενδεχομένως, οι ορισθείσες αρχές συνάπτουν έγγραφες συμφωνίες συνεργασίας. Στις συμφωνίες αυτές λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 44.
Η ορισθείσα αρχή ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με την ύπαρξη και το περιεχόμενο τέτοιων συμφωνιών και η ΕΑΤ μπορεί να εκδώσει γνώμες σύμφωνα με το άρθρο 34 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010. Αν οι ορισθείσες αρχές ή τα ΣΕΚ δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία ή εάν προκύψει διαφορά ως προς την ερμηνεία μιας συμφωνίας, έκαστο των μερών μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 1093/2010 και η ΕΑΤ ενεργεί σύμφωνα με το άρθρο αυτό.
Η απουσία τέτοιων συμφωνιών δεν επηρεάζει τις απαιτήσεις των καταθετών βάσει της παραγράφου 1 του άρθρου 21 ή των πιστωτικών ιδρυμάτων βάσει της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

7. Το ΤΕΚΕ διαθέτει τις κατάλληλες διαδικασίες προκειμένου να συνεργάζεται με άλλα ΣΕΚ, ανταλλάσσει πληροφορίες και επικοινωνεί αποτελεσματικά με άλλα ΣΕΚ, με τα συνδεόμενα με αυτά πιστωτικά ιδρύματα και με τις σχετικές αρμόδιες και ορισθείσες αρχές εντός της επικράτειάς τους, καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, με άλλους φορείς σε διασυνοριακή βάση.

8. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν στην Ελλάδα με υποκαταστήματα σε άλλα κράτη - μέλη, εφόσον οι καταθέσεις αυτών των υποκαταστημάτων καλύπτονται συμπληρωματικά από το σύστημα εγγύησης καταθέσεων του κράτους-μέλους υποδοχής, το ΤΕΚΕ ειδοποιεί το εν λόγω αλλοδαπό σύστημα εγγύησης καταθέσεων εντός ευλόγου χρόνου αφότου λάβει ενημέρωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ότι συντρέχει γεγονός, το οποίο ενδέχεται, κατά την κρίση της, να οδηγήσει στην έκδοση οποιασδήποτε από τις αποφάσεις των υποπεριπτώσεων α' και β' της περίπτωσης 27 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.

1. Το ΤΕΚΕ διενεργεί ασκήσεις προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων των συστημάτων του. Οι εν λόγω ασκήσεις πρέπει να διενεργούνται τουλάχιστον ανά τριετία και συχνότερα όποτε απαιτείται. Η πρώτη άσκηση διενεργείται το αργότερο έως τις 3 Ιουλίου 2017.

2. Το ΤΕΚΕ χρησιμοποιεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη διενέργεια ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στα συστήματά του αποκλειστικά στο πλαίσιο των ασκήσεων αυτών και τις διατηρεί μόνο για το διάστημα που απαιτείται για τον σκοπό αυτόν.

3. Το ΤΕΚΕ διασφαλίζει το απόρρητο και την προστασία των δεδομένων που αφορούν τους λογαριασμούς των καταθετών και των επενδυτών - πελατών. Η επεξεργασία των δεδομένων αυτών διενεργείται σύμφωνα με το ν. 2472/1997(Α' 50).

4. Η Τράπεζα της Ελλάδος ασκεί τον έλεγχο των υποβαλλόμενων από τα πιστωτικά ιδρύματα στοιχείων είτε αυτόβουλα στο πλαίσιο της εποπτικής της αρμοδιότητας είτε κατόπιν αιτήματος του ΤΕΚΕ.

5. H Τράπεζα της Ελλάδος ή οι αρμόδιες για την εποπτεία των συμμετεχόντων ιδρυμάτων αρχές ενημερώνουν το ΤΕΚΕ σε περίπτωση που διαπιστώνουν προβλήματα σε κάποιο πιστωτικό ίδρυμα, τα οποία ενδέχεται να ενεργοποιήσουν την παρέμβαση του ΤΕΚΕ.

1. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υποβάλουν στο ΤΕΚΕ τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αφορούν στην εκπλήρωση του σκοπού του και ειδικότερα:
α) τα στοιχεία ισολογισμού και αποτελεσμάτων χρήσεως,
β) τα στοιχεία που αφορούν τη βάση υπολογισμού των εισφορών, τις καλυπτόμενες και μη επενδυτικές υπηρεσίες, καθώς και
γ) στοιχεία σχετικά με τη διαθεσιμότητα των πόρων του, σύμφωνα με το άρθρο 30.
Για την παροχή των ανωτέρω στοιχείων από τα πιστωτικά ιδρύματα δεν ισχύει το τραπεζικό απόρρητο έναντι του ΤΕΚΕ.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπτύξουν συστήματα που διασφαλίζουν την παρακολούθηση των λογαριασμών ανά επενδυτή - πελάτη για την υποβολή των απαιτούμενων στοιχείων προς το ΤΕΚΕ.

1. Τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να ενημερώνουν τους επενδυτές-πελάτες για την παρεχόμενη από το ΤΕΚΕ κάλυψη, για την έκταση και το ύψος της κάλυψης, καθώς και για τις προϋποθέσεις και διατυπώσεις καταβολής της αποζημίωσης.

2. Η πληροφόρηση των επενδυτών-πελατών γίνεται κατ' αρχήν με την ελεύθερη διάθεση στα κεντρικά γραφεία και τα υποκαταστήματα του συμμετέχοντος πιστωτικού ιδρύματος σχετικών αναλυτικών ενημερωτικών δελτίων τα οποία είναι διατυπωμένα με τρόπο εύληπτο και σαφή στην ελληνική γλώσσα ή, προκειμένου για υποκαταστήματα ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων εγκατεστημένα στην αλλοδαπή, στην επίσημη γλώσσα του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένο το υποκατάστημα, σύμφωνα με το υπόδειγμα του ενημερωτικού δελτίου του Παραρτήματος ΙΙ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος νόμου.

3. Στο ενημερωτικό δελτίο περιλαμβάνονται, τουλάχιστον, τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) ανώτατα όρια κάλυψης,
(β) καλυπτόμενα νομίσματα,
(γ) εξαιρούμενες κατηγορίες,
(δ) συμψηφιζόμενες ανταπαιτήσεις του πιστωτικού ιδρύματος,
(ε) τα περί προθεσμίας καταβολής των αποζημιώσεων και περί παραγραφής των σχετικών αξιώσεων.

4. Κατόπιν σχετικού αιτήματος επενδυτών-πελατών, το συμμετέχον στο ΤΕΚΕ πιστωτικό ίδρυμα υποχρεούται να παρέχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις διατυπώσεις και προϋποθέσεις καταβολής αποζημίωσης.

5. Απαγορεύεται στα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα η προβολή για διαφημιστικό σκοπό της συμμετοχής τους στο ΤΕΚΕ μέσω εντύπων ή άλλων μηνυμάτων που διαδίδονται με οποιονδήποτε τρόπο, επιτρεπομένης μόνον της απλής μνείας της συμμετοχής του πιστωτικού ιδρύματος στο ΤΕΚΕ για ενημερωτικούς σκοπούς.

6. Η υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού δελτίου εκπληρώνεται από μεν τα συμμετέχοντα πιστωτικά ιδρύματα εντός τριών (3) μηνών από της συμμετοχής τους στο ΤΕΚΕ, από δε τα λοιπά εντός τριών (3) μηνών από της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα.

1. Το ΤΕΚΕ συνεργάζεται με τα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών-πελατών που λειτουργούν στα κράτη- μέλη της ΕΕ, δυνάμενο να συνάπτει συμφωνίες με αυτά, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι επενδυτές-πελάτες πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και σε άλλο κράτος - μέλος της ΕΕ αποζημιώνονται εμπροθέσμως και κατά το ενδεδειγμένο ποσό. Οι σχετικές συμφωνίες γνωστοποιούνται στην Τράπεζα της Ελλάδος, στο Υπουργείο Οικονομικών, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών και στην Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν θίγουν τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 43.

2. Στην περίπτωση συμπληρωματικής κάλυψης υποκαταστημάτων στην Ελλάδα πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε χώρα της ΕΕ, το ΤΕΚΕ θεσπίζει διμερώς με το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών - πελατών του κράτους-μέλους προέλευσης κατάλληλους κανόνες και διαδικασίες για την καταβολή αποζημίωσης στους επενδυτές-πελάτες του υποκαταστήματος αυτού. Κατά τη θέσπιση των διαδικασιών, καθώς και για τον προσδιορισμό των όρων συμμετοχής του υποκαταστήματος, ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:
α) Το ΤΕΚΕ διατηρεί πλήρως το δικαίωμα:
αα) να επιβάλλει τους όρους και τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τη συμμετοχή των λοιπών πιστωτικών ιδρυμάτων και
ββ) να απαιτεί την παροχή ισοδύναμων πληροφοριών και να τις επαληθεύει με τις αρχές του κράτους-μέλους προέλευσης που είναι αρμόδιες για την εποπτεία του υποκαταστήματος.
β) Το ΤΕΚΕ ικανοποιεί τις αξιώσεις για συμπληρωματική αποζημίωση, εφόσον λάβει δήλωση των αρμόδιων αρχών του κράτους-μέλους προέλευσης για την έκδοση της απόφασης αντίστοιχης με την αναφερόμενη στις υποπεριπτώσεις α' και β' της περίπτωσης 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 3.
Το ΤΕΚΕ διατηρεί πλήρως το δικαίωμα να εξακριβώνει κατά πόσο ο επενδυτής - πελάτης νομιμοποιείται σύμφωνα με τους δικούς του βασικούς κανόνες και διαδικασίες, προτού καταβάλει συμπληρωματική αποζημίωση.
γ) Ο φορέας που προβλέπεται από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών-πελατών του κράτους-μέλους προέλευσης και το ΤΕΚΕ συνεργάζονται πλήρως μεταξύ τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι επενδυτές πελάτες αποζημιώνονται αμέσως και κατά το ενδεδειγμένο ποσό. Ιδιαίτερα συμφωνούν όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η ύπαρξη ανταπαίτησης, η οποία μπορεί να προταθεί για συμψηφισμό στο πλαίσιο ενός από τα δύο συστήματα, επηρεάζει την αποζημίωση που καταβάλλεται από κάθε σύστημα στον επενδυτή-πελάτη.
δ) Το ΤΕΚΕ δικαιούται να χρεώνει το υποκατάστημα για τη συμπληρωματική κάλυψη κατά τον ενδεδειγμένο τρόπο που λαμβάνει υπόψη την εγγύηση τη χρηματοδοτούμενη από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών-πελατών του κράτους-μέλους προέλευσης. Προκειμένου να διευκολυνθεί η χρέωση, το ΤΕΚΕ θεωρεί ότι η ευθύνη του περιορίζεται πάντοτε στη διαφορά μεταξύ της εγγύησης που προσφέρει αυτό και της εγγύησης που παρέχει το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών-πελατών του κράτους-μέλους προέλευσης, ανεξαρτήτως του κατά πόσο το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών-πελατών του κράτους-μέλους προέλευσης καταβάλλει όντως αποζημίωση για απαιτήσεις από τις καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που υφίστανται και παρέχονται στην Ελλάδα.
ε) Το ΤΕΚΕ, αφού λάβει την ενημέρωση από την Τράπεζα της Ελλάδος ή τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των συμμετεχόντων ιδρυμάτων της παραγράφου 5 του άρθρου 44, ειδοποιεί εντός εύλογου χρόνου το εν λόγω αλλοδαπό σύστημα αποζημίωσης επενδυτών - πελατών.

1. Το ΤΕΚΕ εφαρμόζει χρηστές και διαφανείς πρακτικές διακυβέρνησης και διοικείται από επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο (ΔΣ), το οποίο διορίζει με απόφασή του ο Υπουργός Οικονομικών. Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται ένας εκ των Υποδιοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος. Τα υπόλοιπα έξι (6) μέλη προέρχονται και προτείνονται: ένα (1) από το Υπουργείο Οικονομικών, τρία (3) από την Τράπεζα της Ελλάδος και δύο (2) από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών. Για την εξέταση και λήψη αποφάσεων επί ζητημάτων εξυγίανσης συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, όπως ειδικότερα ορίζονται στα εσωτερικά άρθρα 95 έως 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, το ΔΣ συγκροτείται από πέντε μέλη χωρίς τη συμμετοχή των μελών που προέρχονται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών.

2. Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο 1 φορείς οφείλουν, μέσα σε ένα μήνα αφότου λάβουν σχετικό έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών, να προτείνουν τα προβλεπόμενα μέλη. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής ο Υπουργός Οικονομικών προχωρεί στο διορισμό και χωρίς πρόταση.

3. Η θητεία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πενταετής, αρχομένη από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του διορισμού τους και δύναται να ανανεώνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Η θητεία παρατείνεται αυτοδικαίως μέχρι το διορισμό νέου Διοικητικού Συμβουλίου και πάντως όχι πέραν του τριμήνου από τη λήξη της.

4. Η απώλεια της ιδιότητας μέλους επέρχεται:
α) λόγω παραίτησης ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο για τον οποίο το μέλος αδυνατεί, κωλύεται ή αρνείται να ασκήσει τα καθήκοντά του, οπότε γνωστοποιείται τούτο από τον αντίστοιχο φορέα στον Υπουργό Οικονομικών υποβάλλοντας πρόταση προς έκδοση σχετικής αποφάσεως για την ανάκληση του παλαιού και το διορισμό νέου μέλους,
β) με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία ανακαλεί για οποιονδήποτε λόγο το διορισμό και διορίζει νέο ή νέα μέλη.
Σε περίπτωση που εκλείπει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου διορίζεται νέο μέλος για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο παρόν άρθρο.
Σε όλες τις ανωτέρω περιπτώσεις το Διοικητικό Συμβούλιο λειτουργεί νομίμως μέχρι το διορισμό νέου μέλους, με την προϋπόθεση ότι τα εναπομείναντα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι τουλάχιστον πέντε (5).

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο μετά το διορισμό του συγκροτείται σε σώμα και εκλέγει τον Αντιπρόεδρο μεταξύ των μελών του. Στις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου δύναται να παρίστανται, στην περίπτωση που δεν έχουν ορισθεί ως μέλη, ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος ή ο Διευθυντής της Διεύθυνσης Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος, χωρίς δικαίωμα ψήφου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου είναι πρόσωπα αναγνωρισμένου κύρους και διαθέτουν ειδικές γνώσεις και εμπειρία σε θέματα του τραπεζικού τομέα. Ειδικότερα, το ένα προερχόμενο από την Τράπεζα της Ελλάδος μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου είναι νομικός. Για την αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων, τα δύο μέλη που προτείνονται από την Ελληνική Ένωση Τραπεζών δεν πρέπει να απασχολούνται με οποιονδήποτε τρόπο ή σχέση στη διοίκηση, ως υπάλληλοι ή ως σύμβουλοι στα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα ούτε τα ίδια, οι σύζυγοι ή οποιοδήποτε μέλος της οικογενείας τους να είναι μέτοχοι αυτών. Πρόσωπα κατάλληλα να ορίζονται μέλη στο ΔΣ θα πρέπει να είναι αναγνωρισμένης εντιμότητας. Δεν είναι κατάλληλα προς τούτο πρόσωπα τα οποία έχουν καταδικαστεί αμετάκλητα για αδίκημα που επισύρει ποινή φυλάκισης με ή χωρίς τη δυνατότητα μετατροπής της ποινής αυτής σε χρηματική ή που έχουν κηρυχθεί σε πτώχευση ή πρόσωπα τα οποία, λόγω οποιουδήποτε παραπτώματος δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για την άσκηση επαγγέλματος ή έχουν αποκλειστεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα από την αρμόδια αρχή ως προς την άσκηση επαγγέλματος ή στα οποία έχει απαγορευθεί να ασκούν καθήκοντα διευθυντή ή υπαλλήλου σε οποιαδήποτε δημόσια αρχή ή σε ιδιωτική επιχείρηση. Οι ιδιότητες του μέλους της διοίκησης ή του στελέχους, του συμβούλου ή του μέλους του προσωπικού πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο ΤΕΚΕ, ή προσώπου που κατέχει τουλάχιστον 1% του μετοχικού κεφαλαίου πιστωτικού ιδρύματος που συμμετέχει στο ΤΕΚΕ, είναι ασυμβίβαστες με την ιδιότητα του μέλους του ΔΣ.

6. Σε περίπτωση που απουσιάζει, κωλύεται ή εκλείπει για οποιονδήποτε λόγο ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και μέχρι τον διορισμό νέου, τον αναπληρώνει ως προς όλες τις αρμοδιότητές του ο Αντιπρόεδρος.

7. Το ΔΣ συνεδριάζει τακτικά τουλάχιστον μία (1) φορά το μήνα και έκτακτα όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο από τον Πρόεδρο του ΔΣ στην έδρα του ή εκτός της έδρας του σε άλλο τόπο, εφόσον στη συνεδρίαση αυτή παρίστανται ή εκπροσωπούνται όλα τα μέλη του και κανένα δεν αντιλέγει στην πραγματοποίηση της συνεδρίασης και στη λήψη των αποφάσεων. Το ΔΣ συγκαλεί ο Πρόεδρος αυτού ή σε περίπτωση κωλύματός του ο Αντιπρόεδρος.

8. Το ΔΣ μπορεί να συνεδριάζει και να λαμβάνει αποφάσεις και μέσω τηλεδιάσκεψης, γραπτής διαδικασίας, ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας ή οποιουδήποτε άλλου πρόσφορου τεχνικά τρόπου που καθιστά τις εξ αποστάσεως συνεδριάσεις αυτού εφικτές. Ειδικότερες διαδικασίες δύναται να προβλέπονται στον Κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας του ΤΕΚΕ. Στην περίπτωση αυτή η πρόσκληση προς τα μέλη του ΔΣ περιλαμβάνει τις αναγκαίες πληροφορίες για τη συμμετοχή αυτών στη συνεδρίαση.

9. Μέλος του ΔΣ δύναται να εκπροσωπηθεί από άλλο μέλος κατά την διαδικασία που προβλέπεται στον Κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας του ΤΕΚΕ. Κάθε μέλος μπορεί να εκπροσωπεί ένα μόνο απόν μέλος.

10. Το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν παρίστανται ή εκπροσωπούνται τέσσερα (4) τουλάχιστον μέλη, από τα οποία τρία (3) τουλάχιστον μέλη πρέπει να είναι φυσικά παρόντα. Μεταξύ των φυσικά παρόντων μελών πρέπει απαραιτήτως να είναι ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάσσεται ο Πρόεδρος ή ο Αντιπρόεδρος, κατά περίπτωση. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, οι αποφάσεις του ΔΣ λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία των μελών που μετέχουν στη συνεδρίαση, παρόντα ή εκπροσωπούμενα.

11. Για τους σκοπούς της εξέτασης και λήψης αποφάσεων επί ζητημάτων εξυγίανσης συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος, όπως ειδικότερα ορίζονται στα εσωτερικά άρθρα 95 έως 104 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015, το Διοικητικό Συμβούλιο ευρίσκεται σε απαρτία και συνεδριάζει έγκυρα όταν παρίστανται ή εκπροσωπούνται και τα πέντε (5) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που προβλέπονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1. Από τα πέντε (5) μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου τρία (3) τουλάχιστον μέλη πρέπει να είναι φυσικά παρόντα. Για τη λήψη αποφάσεων επί των ζητημάτων του πρώτου εδαφίου απαιτείται ομοφωνία των μελών που μετέχουν στη συνεδρίαση, παρόντα ή εκπροσωπούμενα.

12. Η ειδική πλειοψηφία του ΔΣ επιτυγχάνεται με τη σύμφωνη ψήφο πέντε (5) τουλάχιστον μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.

13. Η κατάρτιση και υπογραφή πρακτικού από όλα τα μέλη του ΔΣ ή τους αντιπροσώπους ισοδυναμεί με απόφαση του ΔΣ, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί συνεδρίαση.

14. Τα πρακτικά του ΔΣ υπογράφονται από τον Πρόεδρο, τον Αντιπρόεδρο και τα λοιπά μέλη του ΔΣ. Ακριβή αντίγραφα και αποσπάσματα των πρακτικών εκδίδονται από τον Πρόεδρο ή τον Αντιπρόεδρο του ΔΣ ή τον Διευθυντή του ΤΕΚΕ χωρίς να απαιτείται άλλη επικύρωσή τους και παρέχουν πλήρη απόδειξη για το περιεχόμενό τους.

15. Η αποζημίωση του Προέδρου, του Αντιπροέδρου και των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από πρόταση του ΔΣ και βαρύνει τον προϋπολογισμό του ΤΕΚΕ.

16. Το ΔΣ είναι αρμόδιο για κάθε ανεξαιρέτως θέμα, το οποίο υπάγεται στους σκοπούς του και αφορά στη διοίκηση, διαχείριση και εκπροσώπησή του.

17. Ο Πρόεδρος του ΔΣ εκπροσωπεί το ΤΕΚΕ ενώπιον κάθε αρχής και τρίτου, παρίσταται και εκπροσωπεί το ΤΕΚΕ δικαστικώς και εποπτεύει την ορθή εφαρμογή των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου, την ορθή εκτέλεση του προγράμματος και του προϋπολογισμού του ΤΕΚΕ, στο πλαίσιο της επίτευξης των σκοπών του, την τήρηση του Κανονισμού οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του ΤΕΚΕ περιλαμβανομένων των κανόνων λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο Πρόεδρος συγκαλεί σε συνεδριάσεις το Διοικητικό Συμβούλιο, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του και ορίζει τα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να αναθέτει την εκπροσώπηση του ΤΕΚΕ ενώπιον κάθε αρχής και τρίτων και τη δικαστική και εξώδικη παράσταση και εκπροσώπησή του για συγκεκριμένα ζητήματα σε άλλο μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, στον Διευθυντή του ΤΕΚΕ ή σε άλλο στέλεχος του ΤΕΚΕ.

18. Ο Διευθυντής του ΤΕΚΕ διορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο Διευθυντής του ΤΕΚΕ αποτελεί το ανώτερο διοικητικό όργανο μετά το Διοικητικό Συμβούλιο, ασκεί τη διοίκηση και εποπτεύει όλες τις υπηρεσίες του ΤΕΚΕ, σύμφωνα με τον Κανονισμό οργάνωσης και λειτουργίας. Με αποφάσεις του το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να απονέμει περαιτέρω εξουσίες στον Διευθυντή του ΤΕΚΕ για την πληρέστερη άσκηση των καθηκόντων του στο πλαίσιο της εύρυθμης λειτουργίας του ΤΕΚΕ.

19. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, το προσωπικό και οι συνεργάτες του ΤΕΚΕ, οι τυχόν οριζόμενοι εμπειρογνώμονες κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17, καθώς και οι ελεγκτές των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων του ΤΕΚΕ υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου και του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων.

20. Η απαγόρευση γνωστοποίησης σε πρόσωπα ή αρχές πληροφοριών που περιέρχονται σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ισχύει έναντι:
α) Της Τράπεζας της Ελλάδος. Η ευχέρεια της Τράπεζας της Ελλάδος να γνωστοποιεί τις σχετικές πληροφορίες, που προβλέπονται στην περίπτωση γ' της παρ. 6 του άρθρου 54 του ν. 4261/2014, επεκτείνεται και στο ΤΕΚΕ.
β) Του Υπουργείου Οικονομικών.
γ) Του Προέδρου και του Γενικού Γραμματέα της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, πλην εάν πρόκειται για θέματα που αφορούν τη διαδικασία εξυγίανσης συγκεκριμένου πιστωτικού ιδρύματος.
δ) Των ειδικών εξεταστικών επιτροπών της Βουλής των Ελλήνων κατά την, σύμφωνα με τον Κανονισμό της, ενάσκηση των καθηκόντων τους.
ε) Των δικαστικών αρχών και της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης.

21. Επιτρέπεται και δεν αποτελεί παράβαση του επαγγελματικού απορρήτου και του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του ΤΕΚΕ και των αρχών που είναι αρμόδιες για την εποπτεία και την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων στα λοιπά κράτη-μέλη της ΕΕ, των ρυθμιστικών οργάνων της ΕΕ, καθώς και των συστημάτων εγγύησης καταθέσεων και αποζημίωσης επενδυτών-πελατών και των εθνικών Ταμείων Εξυγίανσης που λειτουργούν σε αυτά, εφόσον οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους που συνδέονται με την εγγύηση καταθέσεων, αποζημίωση επενδυτών-πελατών και χρηματοδότηση εξυγίανσης.
Το ΤΕΚΕ μπορεί να συνάπτει συμφωνίες με τις αντίστοιχες αρχές τρίτων χωρών υπό τους αυτούς ως άνω όρους και προϋποθέσεις.

22. Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων των παραγράφων 19 έως 21 εφαρμόζονται οι κυρώσεις του άρθρου 371 του Π.Κ. και του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 (Α' 270) αναλόγως. Αμετάκλητη καταδίκη για παράβαση των διατάξεων της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν.δ. 1059/1971 συνεπάγεται αυτοδικαίως την άμεση απόλυση του καταδικασθέντος από τη θέση που κατέχει στο ΤΕΚΕ.

1. Το οικονομικό έτος αρχίζει την 1 η Ιανουαρίου και λήγει την 31 η Δεκεμβρίου.

2. Το ΤΕΚΕ συντάσσει προϋπολογισμό και απολογισμό και εκπονεί ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητές του. Ο προϋπολογισμός συντάσσεται μέχρι τέλος Οκτωβρίου κάθε οικονομικού έτους και μετά την έγκρισή του από το ΔΣ υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών, ο δε απολογισμός συντάσσεται μέχρι τέλος Μαρτίου του επομένου οικονομικού έτους. Ο απολογισμός περιλαμβάνει τον ισολογισμό και την ετήσια έκθεση του ΤΕΚΕ και υποβάλλεται για έγκριση στον Υπουργό Οικονομικών μαζί με την έκθεση του ελεγκτή. Ο απολογισμός κοινοποιείται στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων, στον Υπουργό Οικονομικών, στην Τράπεζα της Ελλάδος, στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών, στην Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος και στο ΔΣ. Η ετήσια έκθεση περιλαμβάνει κατάλογο των πιστωτικών ιδρυμάτων ή υποκαταστημάτων που συμμετέχουν στο ΤΕΚΕ. Μέχρι την 31η Μαρτίου εκάστου έτους το ΤΕΚΕ ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με το ύψος των εγγυημένων καταθέσεων και το ύψος των διαθέσιμων χρηματοδοτικών του μέσων ως έχουν κατά την 31 η Δεκεμβρίου του προηγουμένου έτους.

3. Ο έλεγχος της οικονομικής διαχείρισης και των οικονομικών καταστάσεων του ΤΕΚΕ ανατίθεται από το Διοικητικό Συμβούλιο σε έναν ή περισσότερους νόμιμους ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία ή κοινοπραξίες νομίμων ελεγκτών, που υποβάλλουν σχετική έκθεση προς τα πρόσωπα και τους φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο 2.

4.α. Οι διατάξεις του ν. 4270/2014 αναφορικά με την υποβολή δημοσιονομικών αναφορών, εφαρμόζονται μόνο ως προς την υποβολή:
α) ετήσιου προϋπολογισμού και οποιασδήποτε αναπροσαρμογής του κατά τη διάρκεια του έτους (προϋπολογιστικά),
β) μηνιαίας αναφοράς εκτέλεσης προϋπολογισμού και χρηματοδότησης (απολογιστικά) και
γ) μηνιαίων μισθολογικών στοιχείων (απολογιστικά).
β. Το ΤΕΚΕ εξαιρείται από κάθε άλλη διάταξη που εφαρμόζεται σε Φορείς Γενικής Κυβέρνησης.

1. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, ύστερα από πρόταση του ΔΣ, καθορίζεται η οργανική διάρθρωση του ΤΕΚΕ.

2. Το προσωπικό του ΤΕΚΕ απασχολείται με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου ή ορισμένου χρόνου. Η απασχόληση του προσωπικού διέπεται από τις μισθολογικές και λοιπές διατάξεις που ισχύουν για τους υπαλλήλους της Τράπεζας της Ελλάδος, εφαρμοζόμενες αναλόγως και συμπληρωματικά προς αυτές που προβλέπουν οι κανονισμοί του ΤΕΚΕ. Η απασχόληση υπαλλήλων που προέρχονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, την Ελληνική Ένωση Τραπεζών, την Ένωση Συνεταιριστικών Τραπεζών Ελλάδος ή τα συμμετέχοντα στο ΤΕΚΕ πιστωτικά ιδρύματα εξακολουθεί να διέπεται από το καθεστώς απασχόλησης, το ασφαλιστικό καθεστώς και την υπηρεσιακή εξέλιξη, που ισχύει στο φορέα προέλευσής τους. Κατ' εξαίρεση η ιεραρχική ένταξη των υπαλλήλων καθορίζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό πρόσληψης, υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης του προσωπικού του ΤΕΚΕ.

3. Με απόφαση του ΔΣ εκδίδονται Κανονισμός πρόσληψης, υπηρεσιακής κατάστασης και εξέλιξης προσωπικού και Κανονισμός οργάνωσης και λειτουργίας του ΤΕΚΕ. Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς και για ειδικότερα θέματα και διαδικασίες.

1. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προσωπικό του ΤΕΚΕ έχουν υποχρέωση πίστεως στο ΤΕΚΕ, ώστε να προκρίνουν τα συμφέροντα του ΤΕΚΕ έναντι των ιδίων αυτών συμφερόντων.

2. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και το προσωπικό του ΤΕΚΕ αποφεύγουν κάθε περίπτωση κατά την οποία μπορεί να προκύψει σύγκρουση συμφερόντων. Σύγκρουση συμφερόντων προκύπτει, όταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και του προσωπικού έχουν ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα, τα οποία μπορεί να επηρεάσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου ή του προσωπικού νοούνται οποιαδήποτε πιθανά πλεονεκτήματα υπέρ των ιδίων, των οικογενειών τους ή άλλων συγγενών τους μέχρι δευτέρου βαθμού ή του κύκλου των φίλων ή γνωστών εις αυτά προσώπων, εφόσον γνωρίζουν ότι υπάρχουν τέτοια πλεονεκτήματα.

3. Κανένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή του προσωπικού δεν λαμβάνει ή δέχεται υπόσχεση από οποιαδήποτε πηγή για οποιαδήποτε, οικονομικά ή μη, ωφελήματα, ανταμοιβές, αμοιβές ή δώρα πέραν ενός συνήθους ή αμελητέου ποσού, τα οποία ωφελήματα, ανταμοιβές, αμοιβές ή δώρα συνδέονται με οποιονδήποτε τρόπο με τις δραστηριότητές τους στο ΤΕΚΕ.

4. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ή του προσωπικού δεν κάνουν χρήση εμπιστευτικής πληροφόρησης στην οποία έχουν πρόσβαση, με σκοπό να διενεργούν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω τρίτων προσώπων, είτε αυτές διενεργούνται με κίνδυνο αυτών των ιδίων και για λογαριασμό τους είτε με κίνδυνο και για λογαριασμό τρίτου προσώπου.

5. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποχρεούνται να γνωστοποιούν πλήρως, πριν από την τελευταία ημερολογιακή ημέρα του Ιανουαρίου κάθε έτους, στο Διοικητικό Συμβούλιο τυχόν σημαντικά οικονομικά συμφέροντα τα οποία έχουν τα ίδια ή τα οποία έχει συγγενής μέχρι δεύτερου βαθμού ή του κύκλου των επαγγελματικών ή οικονομικών τους επαφών, άμεσα ή έμμεσα, και οι πληροφορίες αυτές πρέπει να είναι σύμφωνες με τους εσωτερικούς κανόνες που θα έχει υιοθετήσει το Διοικητικό Συμβούλιο για τέτοια ζητήματα. Το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθετεί τέτοιους κανόνες και για το προσωπικό του ΤΕΚΕ.

6. Οποτεδήποτε τίθεται οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με τέτοια συμφέροντα ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου, το μέλος το οποίο αυτά αφορούν, υποχρεούται να γνωστοποιήσει το συμφέρον του κατά την έναρξη της συζήτησης και να μην συμμετάσχει στη συζήτηση και στη λήψη απόφασης στο θέμα αυτό. Η παρουσία του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο απέχει από τη συζήτηση και λήψη αποφάσεων, λαμβάνεται υπόψη στον υπολογισμό της απαρτίας.

7. Τυχόν παράβαση των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων από μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή του προσωπικού συνιστά σοβαρό παράπτωμα που δύναται να αποτελέσει λόγο καταγγελίας της σύμβασής τους.

8. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα μέλη συλλογικών οργάνων και το εν γένει προσωπικό του ΤΕΚΕ δεν ευθύνονται αστικά έναντι τρίτων για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους εντός των κατά τον παρόντα νόμο αρμοδιοτήτων τους, εκτός αν τα υπαίτια πρόσωπα βαρύνονται με δόλο ή βαρειά αμέλεια.

1. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων πιστωτικών ιδρυμάτων ή υποκαταστημάτων που συμμετέχουν υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Αν πιστωτικό ίδρυμα που εδρεύει στην Ελλάδα ή υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί στην Ελλάδα, εδρεύει σε τρίτη χώρα και συμμετέχει υποχρεωτικά στο ΤΕΚΕ, δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως μέλος του ΤΕΚΕ, το ΤΕΚΕ ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία, σε συνεργασία με το ΤΕΚΕ, λαμβάνει αμελλητί τα κατάλληλα μέτρα, περιλαμβανομένου του διορισμού επιτρόπου, και, αν είναι αναγκαίο, επιβάλλει κυρώσεις, περιλαμβανομένου του διορισμού επιτρόπου, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 59 και στο άρθρο 137 του ν. 4261/2014, προς εξασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων του συγκεκριμένου μέλους του.
β) Αν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1, το μέλος του ΤΕΚΕ δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη συμμετοχή τους στο ΣΚΚ, το ΤΕΚΕ δύναται, με τη ρητή συναίνεση της Τράπεζας της Ελλάδος, να γνωστοποιήσει στο εν λόγω μέλος του ότι προτίθεται να το αποκλείσει από το ΣΚΚ, τάσσοντας προθεσμία όχι μικρότερη από ένα (1) μήνα, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Αν, μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής, το μέλος του ΤΕΚΕ δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, το ΤΕΚΕ αποκλείει το εν λόγω μέλος του από το ΣΚΚ και η Τράπεζα της Ελλάδος ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του.
γ) Αν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1, το μέλος του ΤΕΚΕ δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν από τη συμμετοχή του στο ΣΚΕ, το ΤΕΚΕ δύναται, με τη ρητή συναίνεση της Τράπεζας της Ελλάδος, να γνωστοποιήσει στο εν λόγω μέλος του ότι προτίθεται να το αποκλείσει από το ΣΚΕ, τάσσοντας προθεσμία όχι μικρότερη από δώδεκα (12) μήνες, προς εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Αν μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής το μέλος του ΤΕΚΕ δεν έχει συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του, το ΤΕΚΕ αποκλείει το εν λόγω μέλος του από το ΣΚΕ και η Τράπεζα της Ελλάδος ανακαλεί την άδεια λειτουργίας του.

2. Σε περίπτωση μη τήρησης των υποχρεώσεων υποκαταστημάτων που συμμετέχουν προαιρετικά στο ΤΕΚΕ ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Αν υποκατάστημα στην Ελλάδα πιστωτικού ιδρύματος που εδρεύει σε κράτος-μέλος της ΕΕ και καλύπτεται συμπληρωματικά από το ΣΚΕ δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του ως μέλους του ΣΚΕ, το ΤΕΚΕ ενημερώνει άμεσα την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία γνωστοποιεί τούτο στην εποπτική αρχή του κράτους-μέλους, στο οποίο εδρεύει το πιστωτικό ίδρυμα και σε συνεργασία με αυτήν λαμβάνονται όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλιστεί η τήρηση των υποχρεώσεων του υποκαταστήματος.
β) Αν, παρά τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 2, το υποκατάστημα δεν συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του, οι οποίες απορρέουν εκ της συμμετοχής του στο ΣΚΕ, και παρέλθει, μετά τη σχετική ειδοποίηση, χρονικό διάστημα όχι μικρότερο από δώδεκα (12) μήνες, το ΤΕΚΕ μπορεί, με τη συγκατάθεση και της εποπτικής αρχής του ενδιαφερόμενου κράτους-μέλους και κατόπιν σχετικής γνωστοποίησης προς την Τράπεζα της Ελλάδος, να αποκλείσει το υποκατάστημα από το ΣΚΕ. Οι υφιστάμενες κατά τη χρονική στιγμή αποκλεισμού απαιτήσεις επενδυτών - πελατών του υποκαταστήματος κατά τις διατάξεις του παρόντος καλύπτονται συμπληρωματικά από το ΣΚΕ. Το ΤΕΚΕ ενημερώνει τους επενδυτές-πελάτες του πιστωτικού ιδρύματος για την παύση της συμπληρωματικής κάλυψης και για την ημερομηνία κατά την οποία αρχίζει να παράγει αποτελέσματα.

3. Η προβλεπόμενη κάλυψη καταθετών και επενδυτών-πελατών παρέχεται για καταθέσεις που ελήφθησαν και απαιτήσεις από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν μέχρι την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος.

1. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, η κάλυψη των επενδυτών - πελατών πιστωτικών ιδρυμάτων για τις παρεχόμενες από αυτά καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες διέπεται αποκλειστικά από τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

2. Με την επιφύλαξη της διάταξης της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου, πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες και ιδρύονται ή εγκαθίστανται στην Ελλάδα μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συμμετέχουν υποχρεωτικά και αποκλειστικά στο ΣΚΕ κατά τις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 5, δεν υπέχουν δε οποιαδήποτε υποχρέωση έναντι του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997(Α' 228).

3. Πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συμμετέχουν στο Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997, εξακολουθούν να συμμετέχουν στο τελευταίο και δεν υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στο ΣΚΕ.

4. Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ απορροφήσει μέλος του Συνεγγυητικού, το πιστωτικό ίδρυμα συμμετέχει εφεξής μόνο στο ΣΚΕ. Αν μέλος του Συνεγγυητικού απορροφήσει πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ, η απορροφούσα εταιρεία συμμετέχει αποκλειστικά στο Συνεγγυητικό. Οι απαιτήσεις του μέλους του Συνεγγυητικού έναντι του τελευταίου, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεών του από την καταβολή εισφορών σύμφωνα με το ν. 2533/1997, όπως ισχύει, δεν θίγονται από την απορρόφηση του μέλους τούτου από πιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει στο ΣΚΕ. Αντίστοιχα, οι απαιτήσεις του συμμετέχοντος στο ΣΚΕ έναντι του τελευταίου από την ατομική του μερίδα δεν θίγονται από την απορρόφησή του από μέλος του Συνεγγυητικού. Η διαδικασία των καταβολών αυτών από το Συνεγγυητικό ή το ΤΕΚΕ και κάθε άλλο σχετικό θέμα, όπως ο ακριβής προσδιορισμός του καταβλητέου ποσού, η προθεσμία καταβολής κ.λπ., καθορίζονται κατά περίπτωση με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Συνεγγυητικού ή του ΤΕΚΕ.

5. Η πρώτη εφαρμογή της παραγράφου 6 του άρθρου 27 ξεκινάει με την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.

6. Από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 1 έως και 27 του ν. 3746/2009, και οποιαδήποτε παραπομπή σε αυτές, νοείται στο εξής ως παραπομπή στις αντίστοιχες κατά περιεχόμενο διατάξεις του παρόντος νόμου σύμφωνα με την αντιστοίχιση του Παραρτήματος III του παρόντος.

7. Υπουργικές αποφάσεις ή άλλες κανονιστικές πράξεις που έχουν εκδοθεί βάσει διατάξεων που καταργούνται δυνάμει της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου, εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος νόμου, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την αντικατάστασή τους με νέες κανονιστικές πράξεις, που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση του παρόντος νόμου.

1. Στο τέλος της παρ. 9 του εσωτερικού άρθρου 45 του άρθρου 2 του ν. 4335/2015 προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου δεν παραπέμπει το θέμα στην ΕΑΤ για δεσμευτική διαμεσολάβηση, εφόσον το επίπεδο που ορίζει η αρχή εξυγίανσης δεν απέχει κατά μία εκατοστιαία μονάδα από το ύψος της ελάχιστης απαίτησης που ορίζεται σε ενοποιημένο επίπεδο δυνάμει της παραγράφου 8 του παρόντος άρθρου.»

2. Στο εσωτερικό άρθρο 115 του άρθρου 2 προστίθενται παράγραφοι 3, 4 και 5 ως εξής:
«3. Κατά τη διάσπαση ανωνύμων εταιριών εφαρμόζονται οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2011/35/ΕΕ.
4. Η Οδηγία 2011/35/ΕΕ δεν εφαρμόζεται στην εταιρεία ή τις εταιρείες οι οποίες υπόκεινται στη χρήση των μέτρων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης των άρθρων 31 έως 83 και 110 του παρόντος νόμου.
5. Τα άρθρα 10, 19 παράγραφος 1, 29 παράγραφοι 1,2 και 3, 31 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, 33 έως 36, 40, 41 και 42 της Οδηγίας 2012/30/ΕΕ δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση χρήσης των μέτρων, εξουσιών και μηχανισμών εξυγίανσης των άρθρων 31 έως 83 και 110 του παρόντος νόμου.»

1. Η περίπτωση β' της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 28ης Ιουνίου 2015, όπως τροποποιήθηκε με την ΠΝΠ της 14ης Ιουλίου (Α'79) και κυρώθηκε με το ν. 4350/2015 (Α' 161) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Δημοσιονομικής Πολιτικής και Προϋπολογισμού της Γενικής Γραμματείας Δημοσιονομικής Πολιτικής/Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους του Υπουργείου Οικονομικών, με αναπληρωτές του, κατά σειρά δύο Προϊσταμένους Διεύθυνσης της ίδιας Γενικής Γραμματείας, που ορίζονται με εισήγηση του αρμοδίου Γενικού Γραμματέα.»

2. Μετά την περίπτωση στ' της παραγράφου 4 του άρθρου πρώτου της ΠΝΠ της 28ης Ιουνίου 2015, όπως αυτή τροποποιήθηκε και ισχύει, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Οι αρχές και οι φορείς των στοιχείων, γ',δ' και στ' μπορούν να ορίζουν μέχρι δύο αναπληρωτές για τον εκπρόσωπό τους στην ανωτέρω Επιτροπή.»

1. α. Στην παρ. 1 του άρθρου 77 του ν. 3862/2010 οι λέξεις «επιβάλλεται σε βάρος των παρόχων υπηρεσιών πληρωμών» αντικαθίστανται με τις λέξεις «επιβάλλεται σε βάρος των παρόχων και των δικαιούχων υπηρεσιών πληρωμών».
β. Στην παρ. 3 του άρθρου 77 του ν. 3862/2010 οι λέξεις «προβλέπεται σε βάρος των φορέων παροχής υπηρεσιών πληρωμών» αντικαθίστανται με τις λέξεις «προβλέπεται σε βάρος των φορέων παροχής και των δικαιούχων υπηρεσιών πληρωμών».

2. Το άρθρο 4γ του ν. 2251/1994 (Α' 191) αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο προμηθευτής δεν δικαιούται να επιβάλλει επιβαρύνσεις στους καταναλωτές για τη χρήση ενός συγκεκριμένου μέσου πληρωμής.»

Το άρθρο 9 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«Αρθρο 9
Επιτροπή Επεξεργασίας Στρατηγικής και Πολιτικών για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας
1. Συνιστάται στο Υπουργείο Οικονομικών Επιτροπή Επεξεργασίας Στρατηγικής και Πολιτικών για την αντιμετώπιση του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, (εφεξής: Επιτροπή Στρατηγικής).
2. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συγκροτείται η Επιτροπή Στρατηγικής με Πρόεδρο τον Γενικό Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών και μέλη υψηλόβαθμα στελέχη που προτείνονται από τους παρακάτω φορείς:
α) Υπουργείο Οικονομικών ( Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής, Γενική Διεύθυνση Φορολογικής Διοίκησης, Γενική Διεύθυνση Τελωνείων και Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος),
β) Υπουργείο Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης (Αρχηγείο Ελληνικής Αστυνομίας),
γ) Υπουργείο Εξωτερικών,
δ) Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Γενική Γραμματεία για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς),
ε) Υπουργείο Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού,
στ) Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής (Αρχηγείο Λιμενικού Σώματος),
ζ) Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης,
η) Τράπεζα της Ελλάδος,
θ) Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς,
ι) Επιτροπή Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων και
ια) Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων.
3. Οι φορείς μαζί με τα μέλη ορίζουν και τους αναπληρωτές τους, οι οποίοι τους αντικαθιστούν σε περίπτωση κωλύματος.
4. Η Επιτροπή Στρατηγικής μπορεί να καλεί, κατά περίπτωση, εκπροσώπους άλλων δημόσιων ή ιδιωτικών φορέων με σκοπό την εξέταση ορισμένων θεμάτων.
5. Γραμματειακή υποστήριξη στην Επιτροπή Στρατηγικής παρέχει η Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Πολιτικής του Υπουργείου Οικονομικών.
6. Το έργο της Επιτροπής Στρατηγικής συνίσταται:
α) Στην προετοιμασία και σχεδιασμό συγκεκριμένων πολιτικών για την αντιμετώπιση εντοπισμένων αδυναμιών στο γενικό μηχανισμό της χώρας με σκοπό την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.
β) Στη μελέτη και σχεδιασμό των απαραίτητων μέτρων νομοθετικής, κανονιστικής και οργανωτικής φύσης για τη βελτίωση του εποπτικού πλαισίου και τη συμμόρφωση της χώρας μας με τα διεθνή πρότυπα και απαιτήσεις.
γ) Στην ενημέρωσή της για το μελετητικό έργο του Κεντρικού Συντονιστικού Φορέα, του Τμήματος Μελετών και Διεθνών Σχέσεων της Αρχής, των αρμόδιων αρχών και άλλων φορέων και στην αξιολόγηση και αξιοποίηση αυτών των μελετών.
δ) Στην εξέταση τρόπων ενίσχυσης της αποτελεσματικότητας της Αρχής όσον αφορά στη στελέχωσή της με εξειδικευμένο προσωπικό, την αναβάθμιση της συνεργασίας της με τις αρμόδιες αρχές, την αύξηση των αναφορών ύποπτων και ασύνηθων συναλλαγών και βελτίωση της ποιότητάς τους, μέσω της αποτελεσματικότερης εποπτείας των αρμόδιων αρχών και μέσω της ενεργοποίησης και οργάνωσης άλλων δημόσιων φορέων για την υποβολή αναφορών ή διαβίβαση πληροφοριών από αυτούς προς την Αρχή.
ε) Στην παρακολούθηση των σχετικών εξελίξεων σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς, ιδίως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο Συμβούλιο της Ευρώπης, στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και στην Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force F.A.T.F.). Προς τούτο ενημερώνεται σχετικά από τον Κεντρικό Συντονιστικό Φορέα, που έχει την αρμοδιότητα εκπροσώπησης της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και φορείς, από την Αρχή, από άλλες αρμόδιες αρχές και από τον Φορέα Διαβούλευσης του άρθρου 11.
στ) Στην παρακολούθηση του βαθμού συμμόρφωσης της χώρας μας με τα διεθνή πρότυπα για την αντιμετώπιση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και την ταχεία και αποτελεσματική εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών και φορέων, σχετικά με την αντιμετώπιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και της διασποράς όπλων μαζικής καταστροφής.
ζ) Στη διαρκή ανάπτυξη της συνεργασίας των Υπουργείων και φορέων της παραγράφου 2 και στην προώθηση διμερών ή πολυμερών μνημονίων συνεργασίας.
η) Στην ανάπτυξη πρωτοβουλιών συνεργασίας με τον ιδιωτικό τομέα, με σκοπό την ανταλλαγή εμπειριών και τη μελέτη των αναγκαίων προσαρμογών που απαιτούνται για τη βελτίωση της συνεισφοράς των προσώπων του ιδιωτικού τομέα, για την αντιμετώπιση των αδικημάτων του άρθρου 2.
7. Η Επιτροπή Στρατηγικής συνεδριάζει ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, τουλάχιστον μία φορά το δίμηνο και εκτάκτως, με πρωτοβουλία του ιδίου. Ο Πρόεδρος μπορεί να συγκαλεί έκτακτες συνεδριάσεις με ορισμένα μέλη που συνδέονται με συγκεκριμένο αντικείμενο ή/και να αναθέτει σε υποεπιτροπές την εξέταση εξειδικευμένων θεμάτων. Η Επιτροπή Στρατηγικής συντάσσει Κανονισμό Λειτουργίας που εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών. Με τον Κανονισμό ορίζεται ο τρόπος κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης των συνεδριάσεων, λήψης αποφάσεων, οργάνωσης της γραμματειακής και επιστημονικής υποστήριξης και άλλα σχετικά θέματα.
8. Η Επιτροπή Στρατηγικής καταρτίζει ετήσια έκθεση που υποβάλλει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στην οποία περιγράφονται οι ενέργειες και δραστηριότητές της και προτείνονται πολιτικές και συγκεκριμένα μέτρα για τη συνεχή αναβάθμιση του μηχανισμού της χώρας μας, με σκοπό την πρόληψη και καταπολέμηση των αδικημάτων του άρθρου 2. Η έκθεση υποβάλλεται εντός του Ιανουαρίου εκάστου έτους.
9. Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας της Επιτροπής Στρατηγικής θεωρούνται εμπιστευτικές.»

1. Η παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 2778/1999 (Α'295) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, ύστερα από αίτηση της εταιρίας, να παρατείνει την προθεσμία της παραγράφου 1 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους τριάντα έξι (36) μήνες από την ημερομηνία λήξης αυτής σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή αν κρίνει ότι οι συνθήκες της αγοράς θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη της εισαγωγής των μετοχών της εταιρίας σε οργανωμένη αγορά.»

2. Για τις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδύσεων σε Ακίνητη Περιουσία του ν. 2778/1999 που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, των οποίων οι μετοχές δεν έχουν ακόμη εισαχθεί σε οργανωμένη αγορά, η προθεσμία της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 2778/1999, που είχε χορηγηθεί κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις, δύναται να παρατείνεται, κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για χρονικό διάστημα έως δώδεκα (12) μηνών, ύστερα από αίτηση της εταιρίας, κατ' ανάλογο εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 23 του ν. 2778/1999

Ο Υπουργός Οικονομικών, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, δύναται να υπογράφει συμβάσεις για τη χορήγηση προσωρινού δανείου εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης στο πλαίσιο της συμμετοχή της χώρας στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης του άρθρου 67 του Κανονισμού 806/2014 και σύμφωνα με τους όρους της Διακρατικής Συμφωνίας για τη Μεταφορά και Αμοιβαιοποίηση των εισφορών στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης που κυρώθηκε με το άρθρο 13 του ν. 4350/2015.

1.α) Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης β' της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 «Οργανισμός Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και κατάσταση των Λειτουργών και των Υπαλλήλων του» (Α'324), όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 175 του ν. 4261/2014 (Α' 107), αντικαθίσταται ως εξής:
«Ειδικά, για την αποδοχή δικαστικών αποφάσεων, κατά των οποίων δεν μπορεί να ασκηθεί παραδεκτά, λόγω ποσού της διαφοράς, έφεση ή αίτηση αναίρεσης και δεν συντρέχουν στην περίπτωση αυτή λόγοι για την κατ' εξαίρεση άσκηση αίτησης αναίρεσης, οι Τριμελείς Επιτροπές αποφαίνονται με σχετική πράξη, που υπογράφεται από τα μέλη που τις συγκροτούν, χωρίς να ακολουθείται η διαδικασία εισήγησης και πρακτικού.»
β) Η παρ. 7 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002, η οποία προστέθηκε με την παρ. 7 του άρθρου 326 του ν. 4072/2012 (Α'86), καταργείται.
γ) Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 7 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με την παρ. 2 του άρθρου 41 του ν. 4170/2013 (Α' 163), αντικαθίσταται ως εξής:
«Πρακτικά γνωμοδοτήσεων σε δικαστικές και εξώδικες υποθέσεις με χρηματικό αντικείμενο, ανά αιτούντα ή διάδικο, μέχρι ποσού εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, εγκρίνονται από τον Πρόεδρο του Ν.Σ.Κ., εκτός εκείνων που αφορούν υποθέσεις μείζονος σημασίας.»
δ) Η περίπτωση α' της παρ. 3 του άρθρου 8 του ν. 3086/2002, όπως ισχύει, αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Νομικό Σύμβουλο, Πάρεδρο ή Δικαστικό Πληρεξούσιο, που υπηρετεί στην Κεντρική Υπηρεσία, να υπογράφει τις εκθέσεις επίδοσης δικογράφων, δικαστικών αποφάσεων και γενικά εγγράφων προς το Δημόσιο, τις καταστάσεις εκκαθάρισης αποδοχών του κυρίου προσωπικού, τα έγγραφα που αναφέρονται στην περίπτωση β' της παρούσας και κάθε άλλο κατά την κρίση του έγγραφο.»
ε) Στην παρ. 3 του άρθρου 52 του ν. 3086/2002 προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Στο Τμήμα Πληροφορικής και Υποστήριξης Συστημάτων προΐστανται υπάλληλοι των κλάδων ΠΕ Πληροφορικής ή ΤΕ Πληροφορικής ή ΔΕ Χειριστών Η/Υ. Οι ανωτέρω υπάλληλοι δύναται να προΐστανται και στο Τμήμα Ευρετηρίου.»

2. α) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 54 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Το Υπηρεσιακό και Πειθαρχικό Συμβούλιο για το διοικητικό προσωπικό του Ν.Σ. Κ. συγκροτείται με απόφαση του Προέδρου για δύο έτη και αποτελείται από:»
β) Η διάταξη της προηγούμενης περίπτωσης καταλαμβάνει και την τρέχουσα θητεία του Συμβουλίου, η οποία άρχισε στην 1.1.2016.

3. Τα δύο τελευταία εδάφια της παρ. 1 του άρθρου 87 του ν. 3606/2007 (Α' 195) καταργούνται.

4. Οι διατάξεις του άρθρου 32 του π.δ. 238/2003 «Εκτέλεση των διατάξεων περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» (Α' 214) επαναφέρονται σε ισχύ, όπως ίσχυαν μέχρι την αντικατάστασή τους με το άρθρο 60 του ν. 4170/2013 (Α' 163), οι διατάξεις του οποίου καταργούνται από τότε που ίσχυσαν.

5. α) Η παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 4061/2012 (Α'66), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 5β του άρθρου 37 του ν. 4235/2014 (Α'32), αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Στην Επιτροπή Θεμάτων Γης και Επίλυσης Διαφορών μετέχει ως μέλος και Πρόεδρος αυτής εκπρόσωπος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους που υπηρετεί στην οικεία Περιφέρεια, για τα θέματα που εξετάζει η Επιτροπή, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 22. Για το μέλος αυτό και τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με πράξη του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., δεν ισχύει το κώλυμα του πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Η πρόσκληση της Επιτροπής αποστέλλεται στον εκπρόσωπο του Ν.Σ.Κ., με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες πριν από τη συνεδρίασή της.»
β) Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 17 του ν. 4061/2012, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 4351/2015 (Α' 164), αντικαθίσταται ως εξής:
«Στην έδρα κάθε Αποκεντρωμένης Διοίκησης συνιστάται τριμελής Επιτροπή Ελέγχου και Νομιμότητας, με μέλη δύο διοικητικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ και έναν υπάλληλο με πτυχίο τοπογράφου μηχανικού ή γεωπόνου, καθώς και τους αναπληρωτές τους. Με την πράξη συγκρότησης ορίζεται ο Πρόεδρος της Επιτροπής.»

6. Όπου, σε εφαρμογή κειμένων διατάξεων, προβλέπεται η συμμετοχή λειτουργού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σε συμβούλια, επιτροπές ή ομάδες εργασίας, που έχουν την έδρα τους σε Περιφερειακές Ενότητες, στις οποίες δεν λειτουργούν Γραφεία Νομικών Συμβούλων ή Δικαστικά Γραφεία, ο λειτουργός του Ν.Σ.Κ. και ο τυχόν προβλεπόμενος αναπληρωτής του αντικαθίστανται από τον κατά το άρθρο 24 του ν. 3086/2002 οριζόμενο δικηγόρο του Δημοσίου και τον αναπληρωματικό του.

7. Οι περιπτώσεις β' και γ' της παρ. 2 του άρθρου 43 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» (Α' 208) αντικαθίστανται ως εξής:
«β) Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή που συνέρχεται στην έδρα του δικηγορικού συλλόγου και αποτελείται από:
αα) Μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους με βαθμό τουλάχιστον Δικαστικού Πληρεξουσίου Α' Τάξεως ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, που ορίζεται από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
ββ) τρεις δικηγόρους, από τους οποίους ο ένας με 15ετή τουλάχιστον ευδόκιμη δικηγορική υπηρεσία, που ορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο του οικείου δικηγορικού συλλόγου για κάθε συγκεκριμένη προκήρυξη,
γγ) έναν εκπρόσωπο του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου. Καθήκοντα Προέδρου της Επιτροπής ασκεί το μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή ο νόμιμος αναπληρωτής του και καθήκοντα γραμματέα υπάλληλος του νομικού προσώπου.
γ) Η προκήρυξη για την πρόσληψη δικηγόρου κοινοποιείται με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου στον Πρόεδρο της Επιτροπής και στον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. Το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο επιμελείται την τοιχοκόλληση της προκήρυξης στο κατάστημα του πρωτοδικείου και στα γραφεία των Δικηγορικών Συλλόγων αντίστοιχα. Επίσης, η προκήρυξη δημοσιεύεται με πρόσκληση για την υποβολή υποψηφιοτήτων σε μία τουλάχιστον εφημερίδα, που εκδίδεται στην έδρα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, κατά προτίμηση ημερήσια. Μαζί με τις κοινοποιήσεις γνωστοποιείται και ο εκπρόσωπος του νομικού προσώπου που θα μετέχει στην επιτροπή επιλογής. Ο Πρόεδρος της Επιτροπής, συγκαλεί την επιτροπή μέσα σε πέντε ημέρες από την κοινοποίηση της προκήρυξης. Η επιτροπή με απόφασή της ορίζει τον τόπο και το χρόνο και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία της επιλογής και μπορεί κατά την κρίση της, να ορίσει συμπληρωματικές δημοσιεύσεις για τη γνωστοποίηση της προκήρυξης με δαπάνη του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου.»

8. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3148/2003 (Α' 136), που προστέθηκε με την παρ. 5 του άρθρου 47 του ν. 4305/2014 (Α'237), αντικαθίσταται ως εξής:
«Όταν το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδριάζει ως Πειθαρχικό Συμβούλιο, στη σύνθεσή του προστίθενται δύο μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, τα οποία ορίζονται από τον Πρόεδρό του, και οι αποφάσεις λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία, εφόσον τηρούνται οι όροι της απαρτίας και νόμιμης σύνθεσης του οργάνου.»

9. α) Στο άρθρο 83 του ν.δ. 356/1974 «Κώδικας Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α'90) προστίθεται, μετά την παράγραφο 2, παράγραφος 2α ως εξής:
«2α. Δεν επιτρέπεται ο αυτεπάγγελτος συμψηφισμός χρηματικών απαιτήσεων, που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω διαπίστωσης παραβιάσεων της Σύμβασης αυτής ή των Πρωτοκόλλων της, εξαιρουμένων των απαιτήσεων που επιδικάζονται για την παραπάνω αιτία προς αποκατάσταση υλικής ζημίας.»
β) Στην παράγραφο 2 του άρθρου 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προστίθεται περίπτωση στ' ως εξής:
«στ) απαιτήσεις που επιδικάζονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 41 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, λόγω διαπίστωσης παραβιάσεων της Σύμβασης αυτής ή των Πρωτοκόλλων της, εξαιρουμένων των απαιτήσεων που επιδικάζονται για την παραπάνω αιτία προς αποκατάσταση υλικής ζημίας. Το εν λόγω ακατάσχετο ισχύει όταν η κατάσχεση επισπεύδεται για την ικανοποίηση απαίτησης δανειστή, που ανήκει στο δημόσιο τομέα, όπως ορίζεται στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ) - δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α' 143).»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 91 του ν. 2960/2001, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4346/2015 (Α' 152), αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Ομοίως, απαλλάσσονται του ειδικού φόρου κατανάλωσης τα προϊόντα του άρθρου 90, καθώς και του άρθρου 92 του παρόντος Κώδικα, όταν χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ξυδιού σύμφωνα με τον ορισμό του κωδικού Σ.Ο. 22.09.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι, οι διαδικασίες, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας παραγράφου.»

2. Μετά την παρ. 3 του άρθρου 91 του ν. 2960/2001 προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:
«4. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι και οι διαδικασίες για τον έλεγχο και την εποπτεία των μονάδων παραγωγής, εμφιάλωσης και εμπορίας των προϊόντων των άρθρων 90 και 92 του παρόντα Κώδικα για φορολογικούς σκοπούς.»

3. Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος άρθρου αρχίζει από την 1.1.2016.

Η παράγραφος 12 του άρθρου 132 αναριθμείται σε 15 και, μετά την παράγραφο 11, προστίθενται νέες παράγραφοι 12, 13 και 14, ως ακολούθως:
«12. Απαλλάσσονται από δασμό, τέλος ταξινόμησης και ειδικό φόρο πολυτελείας τα αυτοκίνητα οχήματα που παραλαμβάνονται στα πλαίσια διπλωματικών ή προξενικών σχέσεων, σύμφωνα με τους όρους της Σύμβασης της Βιέννης της 18.4.1961 περί των διπλωματικών σχέσεων που κυρώθηκε με το ν.δ. 503/70 (Α' 108) και της Σύμβασης της Βιέννης της 24.4.1963 επί των προξενικών σχέσεων που κυρώθηκε με το ν. 90/1975 (Α' 150), αντίστοιχα.
13. Απαλλάσσονται από δασμό, τέλος ταξινόμησης και ειδικό φόρο πολυτελείας τα αυτοκίνητα οχήματα που παραλαμβάνονται από αναγνωρισμένους στην Ελλάδα διεθνείς οργανισμούς ή τα μέλη των οργανισμών αυτών, καθώς και το προσωπικό τους, μέσα στα όρια και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από τις διεθνείς συμβάσεις για την ίδρυσή τους ή από τις συμφωνίες για την έδρα τους.
14. α) Τα αυτοκίνητα οχήματα των παραγράφων 12 και 13 του παρόντος άρθρου απαγορεύεται να μεταβιβαστούν, μισθωθούν ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο παραχωρηθεί η χρήση τους πριν από την πάροδο πέντε (5) ετών από την ατελή παραλαβή τους χωρίς την άδεια της τελωνειακής αρχής και την καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων. Μετά την παρέλευση του ανωτέρω περιοριστικού διαστήματος, τα ανωτέρω αυτοκίνητα οχήματα, κατόπιν άδειας της τελωνειακής αρχής, δύνανται να μεταβιβάζονται ελεύθερα από δασμούς και φόρους.
β) Δεν απαιτείται η καταβολή των αναλογούντων δασμών και φόρων εντός του ανωτέρω περιοριστικού διαστήματος στις περιπτώσεις όπου τα ανωτέρω αυτοκίνητα οχήματα, είτε μεταβιβαστούν σε άλλο δικαιούχο της ατέλειας πρόσωπο, είτε εξαχθούν σε τρίτη χώρα, είτε αποσταλούν σε άλλο κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε εγκαταλειφθούν υπέρ του Δημοσίου, είτε καταστραφούν.»

Το άρθρο 17 του ν. 3833/2010 τροποποιείται ως ακολούθως:
1. Από την περίπτωση γ' της παραγράφου 3 διαγράφεται η φράση «και τα επαγγελματικά σκάφη αναψυχής».
2. Στην παράγραφο 3, μετά την περίπτωση δ' προστίθεται περίπτωση ε' ως ακολούθως:
«ε) Για σκοπούς εφαρμογής της περίπτωσης ιβ' της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, ως ιδιωτική χρήση νοείται η χρησιμοποίηση αεροπλάνου, υδροπλάνου και ελικόπτερου για μη εμπορική δραστηριότητα.»

Στο άρθρο 36 του ν. 1676/1986 προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως ακολούθως:
«3. Ο Υπουργός Οικονομικών μπορεί με απόφασή του στις περιπτώσεις που μεταποιητικές επιχειρήσεις είναι κάτοχοι πιστοποιητικού Εγκεκριμένου Οικονομικού Φορέα (ΑΕΟ), να καθορίζει το ποσό της εγγύησης με το οποίο θα διασφαλίζεται η είσπραξη των επιβαρύνσεων που έχουν ανασταλεί.»

Στο άρθρο 1 της με αριθμό Δ. 697/35/20.4.1990 ΑΥΟ, όπως έχει κυρωθεί νομοθετικά με την παρ. 2 του άρθρου 32 του ν. 1884/1990 και ισχύει, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
1. Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 1 προστίθεται νέα παράγραφος 3 ως ακολούθως:
«3. Σε περίπτωση κλοπής του αυτοκινήτου οι ανάπηροι δύνανται να το αντικαταστήσουν ατελώς πριν από την πάροδο των επτά (7) ετών από την ημερομηνία ατελούς παραλαβής του μέχρι την ημερομηνία της κλοπής του, με την καταβολή του οφειλόμενου τέλους ταξινόμησης και σύμφωνα με τους λοιπούς όρους και προϋποθέσεις που ισχύουν για τη χορήγηση της απαλλαγής από το φόρο. Σε περίπτωση κλοπής του αυτοκινήτου μετά την πάροδο των επτά (7) ετών από την ημερομηνία παραλαβής του, για την ατελή αντικατάστασή του εφαρμόζονται οι λοιποί όροι και προϋποθέσεις που ισχύουν για τη χορήγηση της απαλλαγής από το φόρο, χωρίς την καταβολή τέλους ταξινόμησης για το κλαπέν αυτοκίνητο.»
2. Η παράγραφος 3 αναριθμείται σε παράγραφο 4.

Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού παρατείνεται η θητεία της Διευθύντριας του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έως το πέρας της θητείας του υφιστάμενου Διοικητικού Συμβουλίου του Μουσείου.
Η ισχύς της διάταξης άρχεται αναδρομικά από τις 15.1. 2016.

Στο ν. 2636/1998 (Α' 198) προστίθεται άρθρο 3Α ως εξής:
« Αρθρο 3Α
1. Με απόφαση του Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διορίζεται ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής στο Ελληνικό Φεστιβάλ Α.Ε., για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεώνεται για μία ακόμη φορά. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
α) καταρτίζει το καλλιτεχνικό πρόγραμμα κάθε περιόδου,
β) καταρτίζει τον αναλυτικό προϋπολογισμό κάθε παραγωγής,
γ) είναι υπεύθυνος για την οργάνωση και υλοποίηση κάθε παραγωγής της «Ελληνικό Φεστιβάλ Α. Ε.», επιβλέπει την προετοιμασία κάθε παραγωγής και μεριμνά για την εργασία κάθε κατηγορίας προσωπικού που συμμετέχει στην υλοποίηση της παραγωγής,
δ) επιβλέπει και κατευθύνει κάθε σκηνική, σκηνογραφική, μουσική, ενδυματολογική και κάθε άλλη αναγκαία προετοιμασία, δοκιμή και παράσταση κάθε παραγωγής, εντός του προβλεπόμενου προϋπολογισμού,
ε) μετακαλεί συγκροτήματα ή καλλιτέχνες, υπογράφει τις συμβάσεις έργου και μετάκλησής τους και ορίζει τους όρους απασχόλησης και τις αμοιβές τους,
στ) αποφασίζει για τις παραστάσεις, τις εμφανίσεις σε φεστιβάλ ή άλλες εκδηλώσεις και περιοδείες και αποφασίζει τις διανομές, μετά από έγγραφη εισήγηση των σκηνοθετών,
ζ) υποβάλλει προς έγκριση κατ' έτος, απολογισμό του έργου του στο Δ.Σ. του Φεστιβάλ.
2. Ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής μετέχει στις συνεδριάσεις του Δ.Σ. χωρίς ψήφο.
3. Οι αποφάσεις στα θέματα, για τα οποία αρμόδιος είναι ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Φεστιβάλ, βρίσκονται εντός του προϋπολογισμού, των κατευθυντήριων γραμμών και της πολιτικής που έχει χαράξει το Δ.Σ..
4. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή, είναι δυνατόν να ανατίθενται ειδικές αρμοδιότητες (σε αναπλήρωση του Καλλιτεχνικού Διευθυντή) σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (καλλιτεχνικοί υπεύθυνοι). Με την απόφαση αυτή προσδιορίζονται οι σχετικές αρμοδιότητες, η διάρκεια ανάθεσης, καθώς επίσης και η αμοιβή του καλλιτεχνικού υπεύθυνου.
5. Οι αποδοχές του Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Φεστιβάλ καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Αθλητισμού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.»

1. Η παρ. 3 του άρθρου 33 του ν. 4368/2016 (Α'21) αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Για την παροχή των υπηρεσιών της παρούσας ρύθμισης προς τους δικαιούχους απαιτείται η κατοχή από αυτούς Αριθμού Μητρώου Κοινωνικής Ασφάλισης (ΑΜΚΑ), με εξαίρεση τις κατηγορίες της περίπτωσης γ' της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, για τους οποίους ο τρόπος διασφάλισης της πρόσβασης στις δημόσιες δομές υγείας καθορίζεται με την κοινή υπουργική απόφαση της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου.»

2. Η περίπτωση β' της παρ. 5 του άρθρου 35 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
« β) η παρ. 3 του άρθρου 55 του ν. 3918/2011 (Α' 31)».
Η έναρξη ισχύος της παραπάνω διάταξης ανατρέχει στην έναρξη ισχύος του ν. 4368/2016 (Α' 21).

3. Η παρ. 11 του άρθρου 34 του ν. 2519/1997 (Α' 165), η οποία προστέθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 37 του ν. 4368/2016 (Α' 21), αντικαθίσταται ως εξής:
«11. Ιατροί με ειδικότητα Γενικής Ιατρικής που διορίστηκαν με προκηρύξεις σε θέσεις ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 26 του ν. 2519/197 (Α' 165), μετά την 1.1.2010 και στο εξής, μονιμοποιούνται με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 7 του ν. 3754/2009 (Α' 43).»

4. Η παρ. 1 του άρθρου 44 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα δεύτερο και τρίτο εδάφια της περίπτωσης α' της παρ. 6 του άρθρου 26 του ν. 2519/1997 (Α' 165), όπως ισχύει, αντικαθίστανται ως εξής:
«Μετά τα οριστικά αποτελέσματα της προκήρυξης ανακοινώνεται νέα πρόσκληση ενδιαφέροντος, κατά παρέκκλιση του προηγούμενου εδαφίου, στην οποία συμπεριλαμβάνονται αφενός οι θέσεις που δεν καλύπτονται και αφετέρου οι θέσεις που είναι κενές και αφορούν σε νησιωτικές ή άγονες ή προβληματικές περιοχές, καθώς και στα χαρακτηρισμένα ως άγονα Περιφερειακά Ιατρεία. Προτεραιότητα έχουν οι αιτούντες ιατροί υπόχρεοι υπηρεσίας υπαίθρου. Στην πρόσκληση ενδιαφέροντος τηρείται η οριζόμενη στην εκάστοτε ισχύουσα υπουργική απόφαση διαδικασία διενέργειας, έκδοσης αποτελεσμάτων και τοποθέτησης ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου.»».

5. α) Η παρ. 1 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Καταργούνται όλες οι διατάξεις, γενικές και ειδικές, που ρυθμίζουν θέματα αποσπάσεων του νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού, πλην των Ιατρών Ε.Σ. Υ., μεταξύ των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Φ.Π.Υ.Υ.) των Δ.Υ.Πε., με εξαίρεση τις διατάξεις για τις συνυπηρετήσεις με σύζυγο, ένστολο ή μη, τις διατάξεις για αποσπάσεις σε παραμεθόριο περιοχή, καθώς και τις διατάξεις για λόγους υγείας.»
β) Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση διαφωνίας των Διοικητών των Υ.Πε., όπου απαιτείται κοινή απόφασή τους, για την απόσπαση αποφασίζει ο Υπουργός Υγείας.»
γ) Η παρ. 3 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Καταργούνται όλες οι διατάξεις, γενικές και ειδικές, που ρυθμίζουν θέματα μετατάξεων του νοσηλευτικού, παραϊατρικού και λοιπού προσωπικού, πλην των ιατρών Ε.Σ. Υ., μεταξύ των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Φ.Π.Υ.Υ.) των Δ.Υ.Πε., πλην των διατάξεων των άρθρων 69, 70 και 72 του ν. 3528/2007 (Α' 26) και του άρθρου 71 του ν. 3918/2011(Α' 31).»
δ) Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) μετά την φράση «εξαιρούνται οι μετατάξεις για λόγους υγείας...» προστίθεται η φράση «και για λόγους συνυπηρέτησης με σύζυγο».
ε) Το τρίτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τις μεταθέσεις του προσωπικού, πλην των Ιατρών του Ε.Σ.Υ., των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Φ.Π.Υ.Υ.), εξακολουθούν να ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 67 του ν. 3528/2007 (Α' 26), πλην της διάταξης της παραγράφου 9 αυτού.»
στ) Η παρ. 7 του άρθρου 50 του ν. 4368/2016 (Α' 21) αντικαθίσταται ως εξής:
«Δεν επιτρέπεται απόσπαση, μετάταξη ή μετάθεση του προσωπικού, πλην των ιατρών του Ε.Σ.Υ., των Φορέων Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Φ.Π.Υ.Υ.) των Δ.Υ.Πε., πριν παρέλθουν πέντε (5) έτη από το διορισμό ή από προηγούμενη μετάταξη ή μετάθεση, με εξαίρεση τις περιπτώσεις απόσπασης ή μετάταξης για λόγους συνυπηρέτησης με σύζυγο, ένστολο ή μη, απόσπασης ή μετάταξης σε παραμεθόριες περιοχές, αμοιβαίας μετάταξης ή μετάθεσης, καθώς και απόσπασης, μετάθεσης ή μετάταξης για λόγους υγείας του/της υπαλλήλου, του/της συζύγου του/της ή των τέκνων του/της.»

Στο τέλος του άρθρου 9 του ν. 2647/1998 (Α' 237) προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
«α) Κτίρια, εγκαταστάσεις και εν γένει κατασκευές και δίκτυα που βρίσκονται στους συνοριακούς σταθμούς της χώρας κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, θεωρείται ότι έχουν ανεγερθεί και λειτουργούν νόμιμα.
β) Με απόφαση του Συντονιστή ή του ασκούντα καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η οποία εκδίδεται έπειτα από αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας υπηρεσίας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και έγκριση σχετικής μελέτης που συντάσσεται κατά τις κείμενες διατάξεις, εγκρίνονται οι μελέτες, τα έργα και οι προμήθειες που αφορούν στην κατασκευή, επισκευή, συντήρηση των εγκαταστάσεων των συνοριακών σταθμών της περίπτωσης α' . Με την απόφαση του Συντονιστή ή του ασκούντα καθήκοντα Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης του προηγούμενου εδαφίου ολοκληρώνεται η αδειοδότηση και η έγκριση, αποκλειόμενης της εφαρμογής κάθε άλλης γενικής ή ειδικής διάταξης.
γ) Για τα έργα, μελέτες, προμήθειες αγαθών και υπηρεσιών, που είναι απολύτως αναγκαία για την κατασκευή, επισκευή, συντήρηση και αναβάθμιση των εγκαταστάσεων των συνοριακών σταθμών, είναι δυνατή η εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 36 του ν. 4325/2015 (Α' 47), και όχι πέραν της 30ης.9.2016, για λόγους κατεπείγουσας ανάγκης άμεσης συμμόρφωσης προς τα απαιτούμενα της εφαρμογής του κεκτημένου Σένγκεν.
δ) Η σύνδεση των εγκαταστάσεων της προηγούμενης περίπτωσης με δίκτυα Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας (π.χ. ύδρευσης, αποχέτευσης, ηλεκτροφωτισμού) γίνεται ύστερα από βεβαίωση της αρμόδιας Υπηρεσίας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης ότι τα έργα εκτελέσθηκαν σύμφωνα με τις εγκεκριμένες μελέτες.
ε) Για τα ανωτέρω κτίρια, εγκαταστάσεις, κατασκευές και δίκτυα που βρίσκονται και λειτουργούν στους Συνοριακούς Σταθμούς δεν ισχύουν οι διατάξεις για την ασφάλεια της υπεραστικής κυκλοφορίας του π.δ. 209/1998 (Α' 169), όπως ισχύει.
στ) Τα ανωτέρω εφαρμόζονται και στα χερσαία οδικά και σιδηροδρομικά σημεία εισόδου και εξόδου της χώρας.
ζ) Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος καταργείται.»

Η υποπαράγραφος Ι.Δ.1 της παρ. Ι.Δ. του άρθρου πρώτου, του ν. 4152/2013 (Α' 107) τροποποιείται ως εξής:
1. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου του στοιχείου 1, μετά τη φράση «... τη διευκόλυνση επανένταξής τους στην αγορά εργασίας» προστίθεται η φράση:
«Ειδικώς, για τη στελέχωση των σημείων (hot spots) παροχής υπηρεσιών Α' υποδοχής προσφύγων και μεταναστών με Ωφελουμένους των άνω Προγραμμάτων, επιτρέπεται η επέκταση της χρονικής διάρκειας των Προγραμμάτων αυτών με χρηματοδότηση της επιπλέον δαπάνης είτε από τον προϋπολογισμό του ΟΑΕΔ είτε από άλλους εθνικούς είτε από άλλους πόρους.»
2. Στο τρίτο εδάφιο του στοιχείου 1, μετά τη φράση «... εισφορών στους επιβλέποντες φορείς» προστίθεται η φράση:
«Με την κοινή υπουργική απόφαση που προβλέπεται στο μεθεπόμενο εδάφιο, ο ΟΑΕΔ δύναται να καλύπτει από πόρους του προϋπολογισμού του τη χρηματοδότηση της χρονικής επέκτασης των παραπάνω Προγραμμάτων, κατά το σκέλος των μη, από συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα, επιλεξίμων δαπανών.»
3. Στο πέμπτο εδάφιο του στοιχείου 1, μετά τη φράση «...και Κοινωνικής Αλληλεγγύης» προστίθεται η φράση:
«ρυθμίζονται τα ανωτέρω και».
4. Στο τέλος του στοιχείου 1 προστίθεται εσωτερική υ-ποπερίπτωση η' , η οποία έχει ως ακολούθως:
«η) Εφόσον το Πρόγραμμα περιλαμβάνει και σκέλος μη συγχρηματοδοτούμενο από πόρους του ΕΣΠΑ, τότε καθορίζεται το μέρος του Προγράμματος και το χρονικό διάστημα που:
i) συγχρηματοδοτείται από τους πόρους του ΕΣΠΑ και
ii) αυτό που χρηματοδοτείται από ετέρους πόρους, που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου 1.»

Επιτρέπεται η χρηματοδότηση από εθνικούς πόρους του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων του Υπουργείου Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης της δράσης «Εναρμόνιση Οικογενειακής και Επαγγελματικής Ζωής 2015-2016». Με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης επιχορηγείται η Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης Α. Ε. που είναι ο δικαιούχος της δράσης αυτής.

1. Ο τίτλος του άρθρου 7 «Διαδικασία επιλογής Γενικών Γραμματέων, αναπληρωτών Γενικών Γραμματέων και Ειδικών Γραμματέων» του ν. 4369/2016 (Α' 33) αντικαθίσταται ως εξής:
«Διαδικασία επιλογής Διοικητικών Γραμματέων».

2. Το τέταρτο και το πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 4369/2016 (Α'33) αντικαθίστανται ως εξής:
«Έως τις 30.9.2016 προκηρύσσονται όλες οι θέσεις του άρθρου 6, καθώς και οι κενές θέσεις του άρθρου 8, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος. Έως τις 31.12.2016 ολοκληρώνεται η πλήρωση των ανωτέρω θέσεων.»

3. Στην περίπτωση α' της παρ. 3 του άρθρου 30 «Μεταβατικές διατάξεις» του ν. 4369/2016 (Α' 33), μετά τη φράση «Τρεις (3) μονίμους υπαλλήλους» προστίθεται η φράση «και τους αναπληρωτές αυτών».

4. Η περίπτωση β' της παρ. 3 του άρθρου 30 «Μεταβατικές διατάξεις» του ν. 4369/2016 (Α'33) αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων και τους αναπληρωτές αυτών, οι οποίοι έχουν αναδειχθεί από τις τελευταίες εκλογές για την ανάδειξη αιρετών εκπροσώπων.»

5. Μετά την περίπτωση β' της παρ. 3 του άρθρου 30 «Μεταβατικές διατάξεις» του ν. 4369/2016 (Α'33) προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Γραμματέας του Υπηρεσιακού Συμβουλίου και νόμιμος αναπληρωτής του ορίζεται υπάλληλος του οικείου φορέα κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ με Α' βαθμό».

6. α) H παρ. 5 του άρθρου 65 του ν. 4369/2016 (Α' 33) αντικαθίσταται ως εξής:
«Η ισχύς της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 72 του ν. 4342/2015 (Α' 143) παρατείνεται έως την 28η Απριλίου 2016».
β) Η ισχύς της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου αρχίζει από τη δημοσίευση του ν. 4369/2016 στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Α' 33).

Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν άλλως ορίζεται στις επιμέρους διατάξεις. 

 

Παραρτήματα
 


 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 4 Μαρτίου 2016

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΠΡΟΚΟΠΙΟΣ Β. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΥΡΟΥΜΠΛΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΤΑΘΑΚΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΤΡΟΥΓΚΑΛΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΡΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
ΟΥΡΑΝΙΑ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ

ΥΓΕΙΑΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΞΑΝΘΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΥΓΕΙΑΣ
ΠΑΥΛΟΣ ΠΟΛΑΚΗΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ ΜΠΑΛΤΑΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΕΥΚΛΕΙΔΗΣ ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 7 Μαρτίου 2016

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021