NOMOΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3198/1955 Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 98
23 Απριλίου 1955
Νόμος υπ΄ αριθμ. 3198
Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων.

ΠΑΥΛΟΣ
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Ψηφισάμενοι ομοφώνως μετά της Βουλής, αποφασίζομεν και διατάσσομεν.

Επαναφέρονται εν ισχύι αι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 118/45, αίτινες τροποποιούμενοι δια του παρόντος, θέλουσιν ισχύσει εφεξής ως ακολούθως :
Επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις υπαγόμενοι εις τας περί ασφαλίσεως της ανεργίας διατάξεις του Ν.Δ. 2961/54 «περί συστάσεως Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας» δύνανται να καταγγέλουν την σχέσιν εργασίας του προσωπικού των εργατών τεχνιτών και υπηρετών, υποχρεούνται όμως να καταβάλλουν εις αυτό την υπό του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζομένην αποζημίωσιν δια την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας.
Κατά τας περιπτώσεις ταύτας δεν επιτρέπεται προειδοποίησις (προμήνυσις). Τα εν τη ανωτέρω δευτέρα παραγράφω οριζόμενα εφαρμόζονται και δια το εργατοτεχνικόν έκτακτον και ημερομίσθιον προσωπικόν των Δήμων.

Η κατά τον Ν. 2112/20 ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως αποζημίωσις των υπαλλήλων, των απολυομένων άνευ της τηρήσεως των περί προμηνύσεως διατάξεων του άρθρου 1 του προειρημένου Νόμου, εφ' όσον δεν υπερβαίνει τας αποδοχάς εξ μηνών δι' εκάστον, καταβάλεται υπό του εργοδότου κατά την ημέραν της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Εάν η αποζημίωσις είναι μεγαλύτερα των αποδοχών έξι μηνών, ο εργοδότης υποχρεούται ωσαύτως να καταβολή κατά την απόλυσιν το μέχρι των αποδοχών εξ μηνών μέρος ταύτης, το δε υπόλοιπον επί πλέον ποσόν εις τριμηνιαίας δόσεις, εκάστη των οποίων δεν δύναται να είναι κατωτέρα των αποδοχών τριών μηνών, εκτός εάν προς εξόφλησιν του συνόλου της αποζημιώσεως υπολείπεται μικρότερον ποσόν.
Η πρώτη των δόσεων είναι καταβλητέα την επομένην της συμπληρώσεως τριμήνου από της απολύσεως.

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις του άρθρου 3 καταργήθηκαν από 1.1.1967 σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 9 του Ν.Δ 4577/1966]

Σχόλια Taxhorizon.club[Το άρθρο 3 πριν την κατάργησή του]

Εργοδότης εκ των κατά το άρθρον 1 του παρόντος επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων προτιθέμενος να προβή εις απολύσεις ενός ή περισσοτέρων μισθωτών κατά τα ανωτέρω άρθρ.1 και 2 δύναται να ζήτηση την υπό του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας καταβολήν της αποζημιώσεως εις τους δικαιούχους, επί χρεώσει αυτού δια του αναλόγου ποσού.
Το Δ.Σ. του Οργανισμού δι' ητιολογημένης αποφάσεως του δέχεται ή απορρίπτει την υποβληθείσαν αίτησιν του εργοδότου. Εν περιπτώσει αποδοχής αυτής, δια της ιδίας αποφάσεως το Δ.Σ. καθορίζει τους όρους ως και τας παρασχεθησομένας εγγυήσεις εξοφλήσεως.
Η απόφασις αύτη τελεί υπό την έγκρισιν των Υπουργών Συντονισμού και Εργασίας χορηγουμένην δια κοινής αυτών αποφάσεως.
Η υπό του Οργανισμού καταβολή της αποζημιώσεως εις τους μισθωτούς ενεργείται κατόπιν εντολής του εργοδότου, γνωρίζοντος άμα εις τον Οργανισμόν τα στοιχεία των απολυομένων και το ποσόν όπερ έκαστος τούτων δικαιούται.

Εάν δια της καταγγελίας τάσσηται η υπό του άρθρου 1 του Ν. 2112/20 ως ούτος ετροποποιήθη μεταγενεστέρως προβλεπομένη προθεσμία προκειμένου μόνον περί υπαλλήλων, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλη εις τον απολυόμενον, άμα τη εκπνοή της προθεσμίας ταύτης, το ήμισυ της προβλεπομένης υπό του ως άνω Νόμου αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν της απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας. Της αυτής ως άνω αποζημιώσεως δικαιούνται και υπάλληλοι, αποχωρούντες της εργασίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου αυτών, διαρκούντος του χρόνου της προμηνύσεως.

1. Ο υπολογισμός της αποζημιώσεως γίνεται βάσει των τακτικών αποδοχών του τελευταίου μηνός υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Κατά τον υπολογισμόν τούτον προκειμένου περί υπαλλήλου, αι μηνιαίοι αυτού αποδοχαί δεν λαμβάνονται υπ' όψει καθ' ο ποσόν υπερβαίνουν το οκταπλάσιον του ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, πολλαπλασιαζόμενον επί τον αριθμό 30.

2. Η αποζημιώσις των μισθωτών των αμειβομένων επί ποσοστοίς κατ' αποκοπήν ή μονάδα παραγόμενης εργασίας υπολογίζεται, βάσει του μέσου όρου των αποδοχών αυτών των δύο τελευταίων προ της καταγγελίας της σχέσεως εργασίας μηνών. Πάντως το ποσόν ταύτης δεν δύναται να είναι κατώτερον του προκύπτοντος επί τη βάσει της μισθολογικής κλάσεως εις η ο μισθωτός κατατάσσεται κατά το άρθρον 25 του Α.Ν. 1846/51.

3. Η καταγγελία της εργασιακής σχέσης θεωρείται έγκυρη, εφόσον έχει γίνει εγγράφως, έχει καταβληθεί η οφειλομένη αποζημίωση και έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του απολυόμενου στα τηρούμενα για το Ι.Κ.Α. μισθολόγια ή έχει ασφαλιστεί ο απολυόμενος.
Η καθυστέρηση δόσης της αποζημίωσης από τις, στην παρ.1 εδ. β' του άρθρου 2, οφειλόμενες και η μη καταχώρηση κατά τα ανωτέρω του εργαζόμενου στα μισθολόγια του Ι Κ.Α. ή η μη ασφάλιση του συνεπάγονται την ακυρότητα της καταγγελίας και ο διαδρομών χρόνος θεωρείται ως χρόνος συνέχισης της εργασίας του.
Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης υποχρεούται στην καταβολή του συνόλου των εργοδοτικών εισφορών προς το Ι.Κ.Α και τους λοιπούς ασφαλιστικούςοργανισμούς, χωρίς να δικαιούται να αναζητήσει την αποζημίωση που κατέβαλε.
Η αποζημίωση που έχει καταβληθεί συμψηφίζεται με τις οφειλόμενες λόγω της ακύρωσης της καταγγελίας, τακτικές αποδοχές, ο δε υπάλληλος υποχρεούται να καταβάλει στο Ι.Κ.Α. ή άλλους ασφαλιστικούς οργανισμούς τις αναλογούσες σε αυτόν εργατικές εισφορές.

1. Πάσα αξίωσις μισθωτού πηγάζουσα εξ άκυρου καταγγελίας της σχέσεως εργασίας τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός τριμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της λύσεως της σχέσεως εργασίας.
Η διάταξις της παρούσης εφαρμόζεται μόνον επί καταγγελίας σχέσεων εξηρτημένης εργασίας.

2. Πάσα αξίωσις μισθωτού περί καταβολή ή συμπληρώσεως της κατά τον Ν. 2112/20, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή το Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 αποζημιώσεως, τυγχάνει απαράδεκτος, εφ' όσον η σχετική αγωγή δεν εκοινοποιήθη εντός εξαμήνου αφ' ης κατέστη απαιτητή. Προκειμένου περί απαιτήσεων υφισταμένων κατά την έναρξιν της ισχύος του παρόντος η κατ' ανωτέρω προθεσμία άρχεται από της δημοσιεύσεως του παρόντος.

3. Η εκ μέρους του μισθωτού απόληψις της υπό του εργοδότου καταβαλλομένης εις αυτόν αποζημιώσεως, έστω και ανεπιφυλάκτως γενομένη δεν αποτελεί παραίτησιν αυτού της τυχόν περί μείζονος αποζημιώσεως αξιώσεως του.

Αι διατάξεις του παρόντος δεν εφαρμόζονται επί μισθωτών απολυομένων συνεπεία υποβολής κατ' αυτών μηνύσεως συμφώνως προς τα υπό της παρ. 1 του άρθρου 5 του Ν. 2112/20 ή της παρ. 1 του άρθρου 6 του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζόμενα. Εάν όμως επακολούθηση απαλλαγή του μισθωτού δια βουλεύματος ή δικαστικής αποφάσεως, αι διατάξεις του παρόντος έχουσι εφαρμογήν και επ' αυτού από της εις τον εργοδότην κοινοποιήσεως υπό του ενδιαφερομένου του απαλλακτικού βουλεύματος ή της αποφάσεως.

Μισθωτοί συνδεόμενοι δια σχέσεως εργασίας αορίστου διαρκείας συμπληρώσαντες δεκαπενταετή υπηρεσίαν παρά τω αυτώ εργοδότη , υπό την έννοιαν της παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2112/20, ή το υπό του οικείου Ασφαλιστικού Οργανισμού όριον ηλικίας εν ελλείψει δε τοιούτου το 65ον έτος της ηλικίας των αποχωρούντες της υπηρεσίας τη συγκαταθέσει του εργοδότου, δικαιούνται του ημίσεος της υπό του Ν. 2112, ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως ή του Β.Δ. της 16/18 Ιουλίου 1920 οριζόμενης αποζημιώσεως δια την περίπτωσιν απροειδοποίητου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, υπολογιζόμενης βάσει των παρ. 1 και 2 του άρθρου 5 του παρόντος.
Μισθωτοί εν γένει υπαγόμενοι εις την ασφάλισιν οιουδήποτε ασφαλιστικού οργανισμού, δια την χορήγησιν συντάξεως συμπληρώσαντες ή συμπληρούντες τας προς λήψιν πλήρους συντάξεως γήρατος προϋποθέσεις, δύνανται εάν μεν έχουν την ιδιότητα του εργατοτεχνίτου ν' αποχωρώσι της εργασίας, εάν δε έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου, είτε ν' αποχωρώσιν είτε ν' απομακρύνωνται της εργασίας των παρά του εργοδότου των, λαμβάνοντες εις απάσας τας περιπτώσεις ταύτας οι μεν επικουρικώς ησφαλισμένοι, τα 40%, οι δε μη ησφαλισμένοι επικουρικώς τα 50% της αποζημιώσεως της οποίας δικαιούνται κατά τας εκάστοτε ισχύουσας διατάξεις, δια την περίπτωσιν απροειδοποιήτου καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, εκ μέρους του εργοδότου. 
Δια την κατά τα ανωτέρω χορηγουμένην, εις τους αποχωρούντας ή απομακρυνομένους μισθωτούς αποζημίωσιν εφαρμόζονται κατά τα λοιπά πάντα τα οριζόμενα υπό των άρθρων 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8 και 9 του Ν.Δ. 3198/1955 ως και των διατάξεων του Ν. 2112/1920 «περί υποχρεωτικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας ιδιωτικών υπαλλήλων» ως ούτος ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, και του Β. Δ/τος της 16/18 Ιουλίου 1920 «περί επεκτάσεως του Ν. 2112 «περί καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας των ιδιωτικών υπαλλήλων» και επί των εργατών, τεχνιτών και υπηρετών, πλην των διατάξεων των αφορωσών την προειδοποίησιν.

1. Ο καταγγελλών την σχέσιν εργασίας εργοδότης υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας 8 ημερών από της παραδόσεως του εγγράφου της καταγγελίας εις τον απολυόμενον, αναγγείλη την υπ' αυτού ενεργηθείσαν καταγγελίαν εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας ως και εις τον αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, όπερ υποχρεούται να πρωτοκόλληση ταύτην αυθημερόν.
Εις ας περιφερείας δεν υπάρχει Υπηρεσία Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας, η αναγγελία γίνεται εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν.

2. Η αναγγελία ενεργείται, δια της παραδόσεως αντιγράφου του εγγράφου καταγγελίας εις τας υπηρεσίας τας αναφερόμενος εις την προηγουμένην παράγραφον αρμοδία δε υπηρεσία του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας και Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ορίζεται το του τόπου απασχολήσεως του μισθωτού.

3. Οι εργοδόται υποχρεούνται εις αναγγελίαν και όταν η σχέσις εργασίας λύεται ουχί συνεπεία καταγγελίας, αλλ' εξ άλλου λόγου ήτοι δια της παρόδου του συμπεφωνημένου χρόνου, εις την περίπτωσιν της συμβάσεως διαρκείας ωρισμένου χρόνου, ή οσάκις προκύπτει τοιούτη διάρκεια εκ του δηλωθέντος σκοπού εργασίας, ή δια της αποπερατώσεως του έργου εις την περίπτωσιν συμβάσεως ωρισμένου έργου.
Η αναγγελία εις τας περιπτώσεις ταύτας ενεργείται δια παραδόσεως εις την αρμοδίαν υπηρεσίαν του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως Ανεργίας, ως και το αρμόδιον Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας ή άλλως εις την πλησιεστέραν Αστυνομικήν Αρχήν, εγγράφου περιλαμβάνοντος τα δι αποφάσεων του Υπουργού Εργασίας, δημοσιευομένων δια της εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορισθησόμενα στοιχεία.

4. Κατά παντός εργοδότου παραβαίνοντος τας διατάξεις του παρόντος άρθρου, ως και κατά του αναγράφοντος ψευδή στοιχεία εις την καταγγελίαν της σχέσεως εργασίας, επιβάλλονται κατ' έγκλησιν του αρμοδίου Γραφείου Ευρέσεως εργασίας ή του Οργανισμού Απασχολήσεως και Ασφαλίσεως της Ανεργίας αι ποιναί αι οριζόμενοι εις την παρ. 4 του άρθρου 5 του Ν.Δ. 2656/1953 «περί οργανώσεως και ελέγχου της αγοράς εργασίας».

5. Αντίγραφο της καταγγελίας σύμβασης εργασίας που κοινοποιείται στον Ο.Α.Ε.Δ. σύμφωνα με τις ανωτέρω παραγράφους 1, 2 και 3 διαβιβάζεται υποχρεωτικά εντός μηνός από τον Ο.Α.Ε.Δ. στο αρμόδιο υποκατάστημα του Ι.Κ.Α..

1. Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν, αντί της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις (3) μήνες ετησίως, μόνο εφόσον προηγουμένως προβούν σε διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 240/2006 (ΦΕΚ 252 Α΄) και του ν. 1767/1988 (ΦΕΚ 63 Α΄).
Αν στην επιχείρηση δεν υπάρχουν εκπρόσωποι εργαζομένων η ενημέρωση και η διαβούλευση γίνεται με το σύνολο των εργαζομένων. Η ενημέρωση μπορεί να γίνει με εφάπαξ ανακοίνωση σε εμφανές και προσιτό σημείο της επιχείρησης. Η διαβούλευση πραγματοποιείται σε τόπο και χρόνο που ορίζει ο εργοδότης. Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το ήμισυ του μέσου όρου των τακτικών αποδοχών των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης. Μετά την εξάντληση του τριμήνου, προκειμένου να τεθεί εκ νέου ο ίδιος εργαζόμενος σε διαθεσιμότητα απαιτείται και η παρέλευση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στις οικείες Υπηρεσίες του ΣΕΠΕ, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ με οποιονδήποτε τρόπο τη σχετική δήλωση περί διαθεσιμότητας, μέρους ή του συνόλου του προσωπικού του.
 

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 10 καταργήθηκαν από 07.04.2014 σύμφωνα με την με την περίπτωση 4 της υποπαραγράφου ΙΑ.6. του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014]

Σχόλια Taxhorizon.club[Οι διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 πριν την κατάργησή τους]

2. Για τη θέση των μισθωτών σε διαθεσιμότητα στις επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις κοινής ωφελείας που απασχολούν περισσότερους από πέντε χιλιάδες (5.000) μισθωτούς, απαιτείται έγκριση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που χορηγείται με αίτηση του εργοδότη, μετά τη γνώμη της Ολομελείας του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Εάν μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, δεν αποφανθεί ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, ο εργοδότης μπορεί και χωρίς έγκριση να θέσει σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς, τηρώντας τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου.

3. Επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις της προηγούμενης παραγράφου που θέτουν σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, κατά παράβαση των ανωτέρω διατάξεων, υποχρεούνται στην καταβολή πλήρων αποδοχών, έστω και αν οι μισθωτοί αποδέχθηκαν τη διαθεσιμότητα και δεν παρείχαν τις υπηρεσίες τους.

1. Προειδοποιήσεις προς μισθωτούς γενόμενοι μέχρι της ισχύος του παρόντος εφ' όσον μέχρι της ημέρας ταύτη είχεν επέλθει λύσις της συμβάσεως εργασίας δεν υπάγονται εις τας διατάξεις του νόμου τούτου.
Εάν όμως διαρκή η προειδοποίησις, ο εργοδότης δικαιούται όπως εντός μηνός από τη δημοσιεύσεως του παρόντος προβή εις έγγραφον ανάκλησιν της προειδοποιήσεως.

2. Εάν ο εργοδότης δεν επιθυμή να προβή εις τοιαύτην ανάκλησιν και εφ' όσον εν τω μεταξύ δεν έχει λυθή η σύμβασις εργασίας υποχρεούται όπως εντός της αυτής προθεσμίας επαναλάβη την καταγγελίαν συμφώνως προς τα άρθρα 1 και 2 του παρόντος, οπότε εκ της προειδοποιήσεως ή της καταβληθησομένης εις τον μισθωτόν αποζημιώσεως αφαιρείται ο μέχρι της ισχύος του παρόντος διανυθείς χρόνος προμηνύσεως.

3. Εάν η σύμβασις εργασίας ελύθη κατά το μετά την 9ης Φεβρουαρίου και μέχρι της δημοσιεύσεως του παρόντος χρονικόν διάστημα, ο εργοδότης υποχρεούται, όπως εντός μηνός από της δημοσιεύσεως τούτου, επί τη αιτήσει του μισθωτού, καταβολή την αποζημίωσιν αυτού ή συμπλήρωση ταύτην κατά τας διατάξεις του παρόντος, εν περιπτώσει δε μη συμμορφώσεως του εντός της ως άνω τασσομένης προθεσμίας, η γενομένη καταγγελία θεωρείται άκυρος.

Η ισχύς του παρόντος άρχεται από της 9ης Φεβρουαρίου 1955. Ο παρών Νόμος ψηφισθείς υπό της Βουλής και παρ' Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω δια της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους.

 



Εν Αθήναις τη 20 Απριλίου 1955.

ΠΑΥΛΟΣ Β.

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΑΝΔΡ. ΣΤΡΑΤΟΣ

Εθεωρήθη και ετέθη η μεγάλη του Κράτους σφραγίς.

Εν Αθήναις τη 22 Απριλίου 1955

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
ΚΛ. ΘΕΟΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ 

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021