ΝΟΜΟΣ ΥΠ' ΑΡΙΘ. 3606/2007 Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

 
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ
Αρ. Φύλλου 195
17 Αυγούστου 2007
ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3606
Αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και άλλες διατάξεις.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

Σκοπός του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «Για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου» της 21ης Απριλίου 2004 (L 145/30.4.2004).

Για τους σκοπούς του νόμου αυτού, νοούνται ως:
1. «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΕΠΕΥ): κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου το σύνηθες επάγγελμα ή δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή η διενέργεια μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση. Ως ΕΠΕΥ νοείται και κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί σχετική άδεια από άλλο κράτος - μέλος σύμφωνα με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ.

2. «Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» (ΑΕΠΕΥ): ΕΠΕΥ η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού.

3. «Πιστωτικό ίδρυμα»: το πιστωτικό ίδρυμα κατά την έννοια του ν. 3601/2007 (ΦΕΚ 178 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για πιστωτικό ίδρυμα με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η επιχείρηση κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1α του άρθρου 4 της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ (L 177 /30.6.2006).

4. «Συστηματικός εσωτερικοποιητής»: ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα που συναλλάσσεται κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά για ίδιο λογαριασμό εκτελώντας εντολές πελατών εκτός οργανωμένης αγοράς ή Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ).

5. «Ειδικός διαπραγματευτής»: πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοπιστωτικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να συναλλάσσεται για ίδιο λογαριασμό αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοπιστωτικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος.

6. «Πελάτης»: φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο παρέχει επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα.

7. «Επαγγελματίας πελάτης»: ο πελάτης ο οποίος διαθέτει την πείρα, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται και ο οποίος πληροί τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 6.

8. «Ιδιώτης πελάτης»: κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας.

9. «Διαχειριστής αγοράς»: πρόσωπο το οποίο διευθύνει ή διαχειρίζεται τις δραστηριότητες μιας οργανωμένης αγοράς.

10. «Οργανωμένη αγορά»: πολυμερές σύστημα το οποίο:
(α) τελεί υπό τη διεύθυνση ή τη διαχείριση διαχειριστή αγοράς,
(β) επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων συμφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του οι οποίοι δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοπιστωτικά μέσα, τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση, βάσει των κανόνων και των συστημάτων του, και
(γ) έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

11.«Πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ)»: πολυμερές σύστημα το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή διαχειριστή αγοράς και εντός του οποίου συναντώνται πλείονα συμφέροντα τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοπιστωτικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στις διατάξεις των Κεφαλαίων Β΄ έως Δ΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

12. «Εντολή με όριο»: εντολή αγοράς ή πώλησης ορισμένου αριθμού χρηματοπιστωτικών μέσων σε συγκεκριμένη ή σε καλύτερη τιμή.

13. «Κινητές αξίες»: οι κατηγορίες κινητών αξιών που είναι δεκτικές διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής και ιδίως:
(α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιριών, προσωπικών εταιριών και άλλων οντοτήτων, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,
(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, καθώς και πιστοποιητικά κατάθεσης αυτών,
(γ) κάθε άλλη κινητή αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης παρόμοιων μεταβιβάσιμων κινητών αξιών ή που είναι δεκτική διακανονισμού με ρευστά διαθέσιμα και που προσδιορίζεται με αναφορά προς κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη.

14. «Μέσα χρηματαγοράς»: κατηγορίες μέσων που αποτελούν συνήθως αντικείμενο διαπραγμάτευσης στη χρηματαγορά, όπως τα έντοκα γραμμάτια, τα αποδεικτικά κατάθεσης (Certificates of Deposit) και τα εμπορικά γραμμάτια (Commercial Paper) εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής.

15. «Κράτος - μέλος»: κάθε κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.).

16 «Κράτος μέλος καταγωγής»:
(α) της ΕΠΕΥ:
(αα) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,
(ββ) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,
(γγ) εάν η ΕΠΕΥ δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,
(β) της οργανωμένης αγοράς: το κράτος - μέλος στο οποίο είναι καταχωρημένη η οργανωμένη αγορά ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους - μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος - μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της οργανωμένης αγοράς.

17. «Κράτος - μέλος υποδοχής»: το κράτος - μέλος, διάφορο του κράτους - μέλους καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες ή ασκεί δραστηριότητες, ή το κράτος - μέλος στο οποίο οργανωμένη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση μελών εξ αποστάσεως ή συμμετεχόντων εγκατεστημένων στο εν λόγω κράτος - μέλος στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές.

18. «Εταιρία διαχείρισης»: η εταιρία διαχείρισης κατά την έννοια της παραγράφου 4 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004 (ΦΕΚ 210 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για εταιρία διαχείρισης με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος, η επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 1α της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου (L 375/31.12.1975), συμπεριλαμβανομένης και της Ανώνυμης Εταιρίας Διαχείρισης Αμοιβαίων Κεφαλαίων (ΑΕΔΑΚ) της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του ν. 3283/2004, καθώς και κάθε επιχείρηση η οποία έχει την καταστατική της έδρα εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η οποία θα ήταν υποχρεωμένη να ζητήσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, εάν είχε την καταστατική της έδρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

19. «Υποκατάστημα»: τόπος επιχειρηματικής δραστηριότητας πλην της έδρας, ο οποίος αποτελεί τμήμα της ΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες ενδεχομένως δε και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που συγκροτούνται στο αυτό κράτος - μέλος από ΕΠΕΥ με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα.

20. «Ειδική συμμετοχή»: άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ που αντιπροσωπεύει το 10% τουλάχιστον του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά την έννοια των άρθρων 9 και 10 της Οδηγίας 2004/109/ΕΚ (L 390/31.12.2004), λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στις παραγράφους 4 και 5 του άρθρου 12 της Οδηγίας αυτής ή που επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διαχείριση της ΕΠΕΥ στην οποία υπάρχει η εν λόγω συμμετοχή. Για τον προσδιορισμό της ειδικής συμμετοχής δεν προσμετρώνται τα δικαιώματα ψήφου που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο παροχής της επενδυτικής υπηρεσίας της αναδοχής ή τοποθέτησης χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, υπό την προϋπόθεση αφ’ ενός ότι τα δικαιώματα αυτά δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται με άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διαχείριση του εκδότη και αφ’ ετέρου ότι θα μεταβιβαστούν μέσα σε ένα (1) έτος από την απόκτησή τους.

21. «Μητρική επιχείρηση»: η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 37 Α΄) ή, εφόσον πρόκειται για μητρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ (L 193/18.7.1983).

22. «Θυγατρική επιχείρηση»: η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε ή της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του κ.ν. 2190/1920 ή, εφόσον πρόκειται για θυγατρική επιχείρηση με καταστατική έδρα σε άλλο κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 1 της έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ. Όλες οι θυγατρικές επιχειρήσεις θυγατρικών επιχειρήσεων θεωρούνται θυγατρικές επιχειρήσεις της μητρικής επιχείρησης.

23. «Έλεγχος»: μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920 ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ.

24. «Στενοί δεσμοί»: κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:
(α) «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,
(β) «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920 ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.
Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων.

1. Οι διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού εφαρμόζονται στις ΑΕΠΕΥ, στις οργανωμένες αγορές και τους διαχειριστές αγοράς, καθώς και στις Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ), εφόσον παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες σύμφωνα με την άδεια λειτουργίας τους.

2. Στα πιστωτικά ιδρύματα, εφόσον παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) το άρθρο 2,
(β) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού, καθώς και τα άρθρα 6, 7, 12 έως 15 και 19,
(γ) τα άρθρα 25 έως 30,
(δ) οι παράγραφοι 1, 6 και 7 του άρθρου 31, οι παράγραφοι 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 32, τα άρθρα 34 και 49 έως 58,
(ε) τα άρθρα 59 έως 62, 66 και 69 και
(στ) το άρθρο 71.

3. Στις ΑΕΔΑΚ, εφόσον παρέχουν τις επενδυτικές υπηρεσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 του ν. 3283/2004, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις:
(α) η παράγραφος 5 του άρθρου αυτού και
(β) τα άρθρα 10, 12 και 25.

4. Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται:
(α) στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις του άρθρου 2 του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α΄) ή στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Οδηγίας 73/239/ΕΟΚ (L 228/16.8.1973) ή του άρθρου 1 της Οδηγίας 2002/83/ΕΚ (L 345/19.12.2002), και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στην Οδηγία 64/225/ΕΟΚ (ΕΕ 56/4.4.1964),
(β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
(γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία ως παρεπόμενη δραστηριότητα στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής,
(δ) στα πρόσωπα που δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες πλην της διενέργειας πράξεων για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν είναι ειδικοί διαπραγματευτές ή εάν διενεργούν πράξεις για ίδιο λογαριασμό εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ κατά τρόπο οργανωμένο, συχνά και συστηματικά, παρέχοντας ένα σύστημα προσβάσιμο σε τρίτα μέρη, ώστε να πραγματοποιούν συναλλαγές με αυτά,
(ε) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων,
(στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται μόνο στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων και στην παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων,
(ζ) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες και στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του,
(η) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα συνταξιοδοτικά ταμεία, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε κοινοτικό επίπεδο είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των επιχειρήσεων,
(θ) στα πρόσωπα τα οποία προβαίνουν σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με αντικείμενο χρηματοπιστωτικά μέσα ή τα οποία παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες με αντικείμενο παράγωγα επί εμπορευμάτων ή συμβάσεις επί παραγώγων, που περιλαμβάνονται στην περίπτωση ι΄ του άρθρου 5 στους πελάτες της κύριας δραστηριότητάς τους, υπό τον όρο ότι αυτό αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και ότι η εν λόγω κύρια δραστηριότητά τους δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ούτε η παροχή τραπεζικών υπηρεσιών βάσει του ν. 3601/2007 ή της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ,
(ι) στα πρόσωπα τα οποία παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας, που δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών.
(ια) στα πρόσωπα των οποίων η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό με αντικείμενο εμπορεύματα ή παράγωγα επί εμπορευμάτων, εφόσον δεν αποτελούν μέρος ομίλου, κύρια δραστηριότητα του οποίου είναι η παροχή άλλων επενδυτικών υπηρεσιών ή τραπεζικών υπηρεσιών βάσει του ν. 3601/2007 ή της Οδηγίας 2006/48/ΕΚ,
(ιβ) στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες που συνίστανται αποκλειστικά στη διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό σε αγορές συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή δικαιωμάτων προαίρεσης επί χρηματοπιστωτικών μέσων ή άλλων παραγώγων και σε αγορές αξιών με μόνο σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνων θέσεων σε αγορές παραγώγων ή στις επιχειρήσεις οι οποίες διενεργούν συναλλαγές για λογαριασμό άλλων μελών των αγορών αυτών ή διαμορφώνουν τιμές για τα μέλη των αγορών αυτών, εφόσον οι επιχειρήσεις καλύπτονται από την εγγύηση εκκαθαριστικών μελών των αγορών αυτών και την ευθύνη για τις συμβάσεις που συνάπτουν οι επιχειρήσεις αυτές φέρουν τα εκκαθαριστικά μέλη των αγορών αυτών.

5. Τα δικαιώματα που απορρέουν από το νόμο αυτόν δεν ισχύουν για υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με τη Συνθήκη και το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει εθνικών διατάξεων.

1. Ως επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες νοούνται οι εξής:
(α) Η λήψη και διαβίβαση εντολών, η οποία συνίσταται στη λήψη και διαβίβαση εντολών για λογαριασμό πελατών, για κατάρτιση συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
(β) Η εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών, η οποία συνίσταται στην κατάρτιση συμβάσεων αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών.
(γ) Η διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, η οποία συνίσταται στη διαπραγμάτευση από ΕΠΕΥ με κεφάλαιά της ενός ή περισσότερων χρηματοπιστωτικών μέσων προς κατάρτιση συναλλαγών επ’ αυτών.
(δ) Η διαχείριση χαρτοφυλακίων, η οποία συνίσταται στη διαχείριση, κατά τη διακριτική ευχέρεια της ΕΠΕΥ, χαρτοφυλακίων πελατών, στο πλαίσιο εντολής τους, που περιλαμβάνουν ένα ή περισσοτερα χρηματοπιστωτικά μέσα.
(ε) Η παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία συνίσταται στην παροχή προσωπικών συμβουλών σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήσεώς του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοπιστωτικά μέσα.
(στ) Η αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.
(ζ) Η τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.
(η) Η λειτουργία πολυμερούς μηχανισμού διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ).

2. Ως παρεπόμενες υπηρεσίες νοούνται οι εξής:
(α) Η φύλαξη και διοικητική διαχείριση χρηματοπιστωτικών μέσων για λογαριασμό πελατών, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών θεματοφύλακα και παροχής συναφών υπηρεσιών όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων ή παρεχόμενων ασφαλειών.
(β) Η παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοπιστωτικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η ΕΠΕΥ, η οποία παρέχει την πίστωση ή το δάνειο.
(γ) Η παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου τους, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και παροχή συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων.
(δ) Η παροχή υπηρεσιών ξένου συναλλάγματος εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
(ε) Η έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
(στ) Η παροχή υπηρεσιών σχετιζόμενων με την αναδοχή.
(ζ) Η παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στις περιπτώσεις ε΄ έως ζ΄ και ι΄ του άρθρου 5, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

Για τους σκοπούς του νόμου αυτού στην έννοια των χρηματοπιστωτικών μέσων εμπίπτουν:
(α) Οι κινητές αξίες.
(β) Τα μέσα χρηματαγοράς.
(γ) Τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
(δ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής, οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων και άλλες παράγωγες συμβάσεις σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοπιστωτικούς δείκτες ή άλλα χρηματοπιστωτικά μεγέθη που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα.
(ε) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης).
(στ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση, εφόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ.
(ζ) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που είναι δεκτικά εκκαθάρισης με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στην περίπτωση στ΄ του άρθρου αυτού και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.
(η) Τα παράγωγα μέσα για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου.
(θ) Οι χρηματοπιστωτικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences).
(ι) Τα συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, οι συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), οι προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους, άδειες εκπομπής ρύπων, ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που εκκαθαρίζονται υποχρεωτικά με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαρισθούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους (αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν άρθρο, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι διαπραγματεύσιμα σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ, υπόκεινται σε εκκαθάριση ή διακανονισμό μέσω αναγνωρισμένων γραφείων συμψηφισμού ή σε τακτικές κλήσεις για κάλυψη περιθωρίων.

1. Για τους σκοπούς του νόμου αυτού θεωρούνται ως επαγγελματίες πελάτες, για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και ως προς όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, οι εξής πελάτες:
(α) Οι ακόλουθες επιχειρήσεις, οι οποίες υποχρεούνται να λάβουν άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται υποχρεωτικά σε εποπτικούς κανόνες για να ασκήσουν τις χαρακτηριστικές δραστηριότητές τους στις χρηματοπιστωτικές αγορές ανεξάρτητα από το εάν έχουν λάβει άδεια από ένα κράτος - μέλος κατ’ εφαρμογή κοινοτικής νομοθεσίας ή έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται στους εποπτικούς κανόνες κράτους - μέλους χωρίς αναφορά σε οδηγία ή είναι επιχειρήσεις που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε εποπτικούς κανόνες τρίτης χώρας:
(αα) πιστωτικά ιδρύματα,
(ββ) ΕΠΕΥ,
(γγ) άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα,
(δδ) ασφαλιστικές επιχειρήσεις,
(εε) οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και οι εταιρίες διαχείρισής τους,
(στστ) συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρίες διαχείρισής τους,
(ζζ) διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων,
(ηη) τοπικές επιχειρήσεις,
(θθ) ανώνυμες εταιρίες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και άλλοι θεσμικοί επενδυτές.
(β) Μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν σε ατομική βάση τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα κριτήρια μεγέθους:
(αα) σύνολο ισολογισμού: 20.000.000 ευρώ,
(ββ) καθαρό κύκλο εργασιών: 40.000.000 ευρώ,
(γγ) ίδια κεφάλαια: 2.000.000 ευρώ.
(γ) Εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, δημόσιοι φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
(δ) Άλλοι θεσμικοί επενδυτές των οποίων κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοπιστωτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.

2. Οι επαγγελματίες πελάτες έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι ΕΠΕΥ μπορούν να δεχθούν να τους παράσχουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Πριν παράσχει υπηρεσίες σε πελάτη που εντάσσεται στην παράγραφο 1, η ΕΠΕΥ πρέπει να τον ενημερώσει:
(α) ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η ίδια, επαγγελματίας πελάτης,
(β) ότι μπορεί να ζητήσει την αλλαγή των όρων της σύμβασης για να τύχει υψηλότερης προστασίας, και
(γ) ότι θα αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης, εκτός εάν η ΕΠΕΥ και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά.

3. Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας έχει το βάρος να ζητήσει υψηλότερο επίπεδο προστασίας εάν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί ορθά τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται.

4. Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας παρέχεται εάν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την ΕΠΕΥ ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων συμπεριφοράς ΕΠΕΥ. Η συμφωνία πρέπει να διευκρινίζει εάν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες υπηρεσίες ή συναλλαγές, ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

1. Πελάτες που δεν εντάσσονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 6, περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων και των ιδιωτών επενδυτών ατομικά, δύνανται να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες συμπεριφοράς των ΕΠΕΥ. Οι ΕΠΕΥ μπορούν να αντιμετωπίζουν τους πελάτες αυτούς ως επαγγελματίες, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται στην επόμενη παράγραφο. Οι πελάτες αυτοί δεν πρέπει ωστόσο να θεωρούνται ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο άρθρο 6.

2. Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων συμπεριφοράς ισχύει μόνο εάν η ΕΠΕΥ πεισθεί ευλόγως μετά από κατάλληλη αξιολόγηση της ικανότητας, της πείρας και των γνώσεων του πελάτη, ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν. Ως κριτήρια για την αξιολόγηση της πείρας και των γνώσεων μπορεί να χρησιμοποιούνται ανάλογα τα κριτήρια καταλληλότητας που χρησιμοποιούνται στους διαχειριστές και στους διευθυντές εταιριών που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή. Στην περίπτωση μιας μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της ανωτέρω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

3. Πριν δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η EΠEY οφείλει να λάβει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) ο πελάτης πραγματοποίησε κατά μέσον όρο 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου ανά τρίμηνο στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων,
(β) η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοπιστωτικών μέσων του πελάτη, οριζόμενο ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοπιστωτικά μέσα, υπερβαίνει τα πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ,
(γ) ο πελάτης κατέχει ή κατείχε επί ένα (1) έτος τουλάχιστον επαγγελματική θέση στο χρηματοπιστωτικό τομέα η οποία απαιτεί γνώση των σχεδιαζόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.

4. Οι πελάτες του άρθρου αυτού μπορούν να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων συμπεριφοράς μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:
(α) οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην ΕΠΕΥ την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως επαγγελματίες πελάτες, είτε γενικά είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων,
(β) η ΕΠΕΥ τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση στην οποία διευκρινίζει σαφώς την προστασία και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απωλέσουν,
(γ) οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτής της προστασίας.

5. Οι ΕΠΕΥ ταξινομούν τους πελάτες ως ιδιώτες ή επαγγελματίες σύμφωνα με την εσωτερική πολιτική και τις διαδικασίες που έχουν διατυπώσει εγγράφως. Τυχόν μεταβολές της εσωτερικής πολιτικής και των διαδικασιών ΕΠΕΥ δεν επηρεάζει υποχρεωτικά τις σχέσεις της με τους πελάτες που έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο αυτό.

6. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΕΠΕΥ κάθε μεταβολή που μπορεί να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Εάν η ΕΠΕΥ διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων ταξινομήθηκε ως επαγγελματίας πελάτης, λαμβάνει κατάλληλα μέτρα και ιδίως τον ταξινομεί ως ιδιώτη πελάτη και τον ενημερώνει σχετικά.

1. Με εξαίρεση τις ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατ’ επάγγελμα παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα επιτρέπεται μόνο στις ΑΕΠΕΥ και στα πιστωτικά ιδρύματα, καθώς και στις ΑΕΕΔ και στις ΑΕΔΑΚ, κατά τις διακρίσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία και την άδεια λειτουργίας τους.

2. Όποιος με πρόθεση παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες κατά παράβαση της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες παρέχονται ή ασκούνται από νομικά πρόσωπα, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, εφόσον αυτή έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική διοίκησή της στην Ελλάδα. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που επιτρέπεται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ. Προϋπόθεση για την παροχή παρεπόμενης υπηρεσίας από ΑΕΠΕΥ αποτελεί η αδειοδότησή της για την παροχή τουλάχιστον μιας κύριας επενδυτικής υπηρεσίας.

2. Οι ΑΕΠΕΥ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «ΑΕΠΕΥ».

3. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειας λειτουργίας της για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων ή παρεπόμενων υπηρεσιών οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην άδεια λειτουργίας της.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τηρεί μητρώο ΑΕΠΕΥ στο οποίο καταχωρεί τις ΑΕΠΕΥ στις οποίες έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΑΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται εντός ευλόγου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής. Κάθε μεταβολή στο μητρώο κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Εποπτική Αρχή (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών) ("ΕΑΚΑΑ") που ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Η ΕΑΚΑΑ καταρτίζει κατάλογο όλων των ΕΠΕΥ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακαλέσει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 1, στοιχεία β' έως δ', η απόφαση ανάκλησης παραμένει στον κατάλογο επί πέντε έτη από τη λήψη της.

5. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο Β΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους.

6. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση ότι εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

1. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ ανέρχεται τουλάχιστον σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) ευρώ.

2. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ η οποία προβαίνει σε διαπραγμάτευση για ίδιο λογαριασμό, σε αναδοχή χρηματοπιστωτικών μέσων ή τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων με δέσμευση ανάληψης ή σε λειτουργία Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης (ΠΜΔ) ανέρχεται τουλάχιστον σε επτακόσιες τριάντα χιλιάδες (730.000) ευρώ.

3. Το μετοχικό κεφάλαιο ΑΕΠΕΥ που παρέχουν μία ή περισσότερες από τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες των περιπτώσεων α' , β' , δ' και ε' της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007 και δεν είναι αδειοδοτημένες να παρέχουν την παρεπόμενη υπηρεσία της περίπτωσης α' της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3606/2007, και οι οποίες δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια ή τίτλους πελατών τους και, για τον λόγο αυτό, δεν μπορούν σε καμία χρονική στιγμή να εμφανίζουν οφειλές έναντι αυτών των πελατών, ανέρχεται τουλάχιστον σε πενήντα χιλιάδες (50.000) ευρώ.

4. Οι μετοχές των ΑΕΠΕΥ είναι ονομαστικές.

5. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή αποκλείεται. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μεταβάλλεται το ελάχιστο μετοχικό κεφάλαιο των εταιριών του παρόντος άρθρου. Στην περίπτωση αυτή για τις εταιρίες που λειτουργούν λαμβάνονται υπόψη τα ίδια κεφάλαιά τους.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται και σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον λειτουργούν τουλάχιστον για ένα (1) έτος και πληρούν τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού.

2. Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της ΑΕΠΕΥ παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να αξιολογήσει ότι η ΑΕΠΕΥ κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αιτούσα εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδειας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την απόρριψη της άδειας.

4. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής, όταν η αιτούσα:
(α) είναι θυγατρική ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή
(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ΕΠΕΥ, πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή
(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν ΕΠΕΥ, πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια σε άλλο κράτος - μέλος.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΑΕΠΕΥ, τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης, όταν η αιτούσα:
(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή
(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που εδρεύει στην Ελλάδα, ή
(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα ή ασφαλιστική επιχείρηση που εδρεύει στην Ελλάδα.

1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται με τις οργανωτικές απαιτήσεις των παραγράφων 2 έως 9, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους.

2. Οι ΑΕΠΕΥ εφαρμόζουν κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή τους, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους, με τις υποχρεώσεις που υπέχουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, καθώς και κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

3. Οι ΑΕΠΕΥ καταρτίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να ενεργούν όλα τα ευλόγως πρακτέα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 13.

4. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και κανονική εκτέλεση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων και χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, μέσα και διαδικασίες.

5. Οι ΑΕΠΕΥ, όταν αναθέτουν σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την εκτέλεση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, μεριμνούν ώστε να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για την αποφυγή αδικαιολόγητης επιδείνωσης του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΑΕΠΕΥ με τις υποχρεώσεις της.

6. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να έχουν υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

7. Οι ΑΕΠΕΥ καταγράφουν όλες τις υπηρεσίες που παρέχουν και τις συναλλαγές που εκτελούν, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να ελέγχει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις του νόμου αυτού και ιδίως τη συμμόρφωση των ΑΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις τους έναντι των πελατών ή δυνητικών πελατών.

8. Οι ΑΕΠΕΥ, όταν κατέχουν χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προστατεύουν τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας, και να αποτρέπουν τη χρησιμοποίηση χρηματοπιστωτικών μέσων πελατών για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

9. Οι ΑΕΠΕΥ όταν κατέχουν κεφάλαια πελατών υποχρεούνται να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να προστατεύουν τα συμφέροντα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, να μη χρησιμοποιούν κεφάλαια πελατών για ίδιο λογαριασμό.

10. Δανειστές ΑΕΠΕΥ απαγορεύεται να κατάσχουν ή να δεσμεύσουν περιουσιακά στοιχεία πελατών της ενδεικτικά, υπό μορφή χρημάτων κατατεθειμένων σε τραπεζικούς λογαριασμούς πελατών που τηρούνται στο όνομα της εταιρίας ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφόσον δικαιούχοι, σύμφωνα με τα τηρούμενα στην εταιρία βιβλία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι οι παραπάνω πελάτες.

11. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα που δεν είναι δεκτικά κατάσχεσης και δέσμευσης σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ, σύμφωνα με τους κανόνες του εμπράγματου δικαίου, και εκείνα που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα στο όνομά της και για λογαριασμό του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ και των οποίων πραγματικός δικαιούχος, σύμφωνα με τα τηρούμενα σε αυτήν βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο, είναι πελάτης της, ανεξάρτητα από το αν τα χρηματοπιστωτικά μέσα είναι καταχωρισμένα στο μητρώο του θεματοφύλακα ή άλλου φορέα συστήματος καταχώρησης τίτλων στο όνομα του δικαιούχου πελάτη.

12. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος εξειδικεύονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 9, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 13 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

13. Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρά­γραφο 7 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στο υποκατάστημα ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

1. Οι ΑΕΠΕΥ κατά την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο για τον εντοπισμό των συγκρούσεων συμφερόντων:
(α) μεταξύ αυτών, περιλαμβανομένων των διευθυντών και υπαλλήλων τους, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων τους και κάθε προσώπου που συνδέεται, άμεσα ή έμμεσα, με την ΑΕΠΕΥ με σχέση ελέγχου και πελατών τους, ή
(β) μεταξύ πελατών τους.

2. Εάν οι οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των συγκρούσεων συμφερόντων δεν διασφαλίζουν σε ικανοποιητικό βαθμό την αποφυγή διακινδύνευσης των συμφερόντων των πελατών, η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί με σαφήνεια στον πελάτη τη γενική φύση της σύγκρουσης συμφερόντων και τις πηγές της σύγκρουσης συμφερόντων προτού αναλάβει την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών προς τον πελάτη.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται για τις ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα αντίστοιχα σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 3 του άρθρου 18 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ:
(α) τα μέτρα που οφείλουν να λάβουν οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα για να εντοπίζουν, να αποφεύγουν, να αντιμετωπίζουν και να γνωστοποιούν τις συγκρούσεις συμφερόντων κατά την παροχή των επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών,
(β) τα κατάλληλα κριτήρια για τον προσδιορισμό των μορφών σύγκρουσης συμφερόντων, η ύπαρξη των οποίων θα μπορούσε να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των πελατών ή των δυνητικών πελατών της ΑΕΠΕΥ ή του πιστωτικού ιδρύματος.

1. Υπάλληλοι και στελέχη ΑΕΠΕΥ, ΑΕΕΔ, ΑΕΔΑΚ και Ανώνυμων Εταιριών Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (ΑΕΕΧ) που είναι αρμόδιοι κατά περίπτωση:
(α) για τη λήψη και τη διαβίβαση εντολών,
(β) την εκτέλεση εντολών,
(γ) την παροχή επενδυτικών συμβουλών,
(δ) τη διαχείριση χαρτοφυλακίων και
(ε) την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων, το πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η χορήγηση του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας δύναται να ανατίθεται και σε άλλους φορείς με τις αποφάσεις των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου αυτού.
Με κοινή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος συγκροτείται τριμελής Επιτροπή Εξετάσεων που είναι αρμόδια για τη διατύπωση των θεμάτων των εξετάσεων και την εποπτεία της διενέργειας αυτών. Με την ίδια Απόφαση ορίζεται και η αμοιβή της Επιτροπής Εξετάσεων που βαρύνει τους προϋπολογισμούς της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος.

2. Φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν υπαλληλική είτε οποιαδήποτε άλλη σχέση συνεργασίας με τις εταιρίες της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν. 4099/2012, και τα οποία διαθέτουν μερίδια ή μετοχές ΟΣΕΚΑ ή και άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό καταλληλότητας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Εφόσον πρόκειται για υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων ή ασφαλιστικών επιχειρήσεων, το πιστοποιητικό καταλληλότητας χορηγείται από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εξετάσεις για τη χορήγηση του πιστοποιητικού καταλληλότητας διενεργούνται με ευθύνη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή από κοινού της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η εξαίρεση από την υποχρέωση συμμετοχής σε εξετάσεις και η τυχόν ανάθεση της χορήγησης του πιστοποιητικού καταλληλότητας και σε άλλους φορείς, καθορίζονται με τις αποφάσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα τυπικά προσόντα και οι προϋποθέσεις για τη συμμετοχή στις εξετάσεις, η εξεταστέα ύλη, η διοργάνωση σχετικών σεμιναρίων επιμόρφωσης, η διαδικασία των εξετάσεων, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία ανανέωσης και ανάκλησης του πιστοποιητικού επαγγελματικής επάρκειας, τα τέλη που πρέπει να καταβάλουν οι υποψήφιοι και οι εταιρίες στις οποίες απασχολούνται ή πρόκειται να απασχοληθούν και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. Με την ίδια απόφαση μπορεί να προβλέπεται η διαδικασία αναγνώρισης πιστοποιητικών επαγγελματικής επάρκειας που έχουν χορηγηθεί με διαδικασία πιστοποίησης κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντίστοιχης με αυτή του άρθρου αυτού, η δυνατότητα ανάθεσης, εν όλω ή εν μέρει, της διενέργειας των εξετάσεων σε άλλους φορείς, καθώς και λεπτομέρειες σχετικά με την εφαρμογή της εξαίρεσης από την υποχρέωση συμμετοχής σε εξετάσεις.

4. Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα αναφερόμενα στην παράγραφο 3 αναφορικά με υπαλλήλους και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες.

5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα στοιχεία της παραγράφου 3 αναφορικά με το πιστοποιητικό καταλληλότητας που οφείλουν να διαθέτουν υπάλληλοι και στελέχη ΑΕΠΕΥ που είναι αρμόδιοι για την εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων.

6. Με κοινή απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα στοιχεία της παραγράφου 3 αναφορικά με το πιστοποιητικό καταλληλότητας που οφείλουν να διαθέτουν υπάλληλοι και στελέχη πιστωτικών ιδρυμάτων που είναι αρμόδια για την εκκαθάριση συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ σε ΑΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς, εφόσον επιπρόσθετα των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 12:
(α) καταρτίζουν διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες για τη δίκαιη και ομαλή διαπραγμάτευση,
(β) καθορίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
(γ) θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικούς με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοπιστωτικών μέσων, η διαπραγμάτευση των οποίων επιτρέπεται στα συστήματά τους,
(δ) καταρτίζουν και εφαρμόζουν κανόνες διαφανείς και βασισμένους σε αντικειμενικά κριτήρια, οι οποίοι να διέπουν την πρόσβαση στον ΠΜΔ, εφαρμοζομένης της παραγράφου 3 του άρθρου 45, και
(ε) παρέχουν, όπου συντρέχει η περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες δημόσια διαθέσιμες ή διασφαλίζουν ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του ΠΜΔ να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση, ανάλογα με τη φύση των χρηστών και με τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοπιστωτικών μέσων.

2. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγεί άδεια λειτουργίας ΠΜΔ σε πιστωτικό ίδρυμα εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή του να λειτουργεί ΠΜΔ ταυτόχρονα με την υποβολή σχετικής αίτησης στην Τράπεζα της Ελλάδος. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων των περιπτώσεων α΄ έως ε΄ της παραγράφου 1 και ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος.

3. Τα άρθρα 25, 27 και 28 του νόμου αυτού δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται μεταξύ μελών ενός ΠΜΔ ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του στο πλαίσιο της λειτουργίας του σύμφωνα με τους κανόνες που το διέπουν. Τα μέλη ενός ΠΜΔ συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα εν λόγω άρθρα υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των ΠΜΔ.

4. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ υποχρεούνται επίσης να ενημερώνουν σαφώς τους χρήστες τους για την ευθύνη τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του ΠΜΔ και οφείλουν να έχουν δημιουργήσει τους αναγκαίους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποτελεσματικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στο πλαίσιο του ΠΜΔ.

5. Εάν κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση έναντι του ΠΜΔ ως προς την αρχική, τη συνεχή και την κατά περίπτωση δημοσιοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον ΠΜΔ.

6. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για την αναστολή ή τη διακοπή της διαπραγμάτευσης συγκεκριμένου χρηματοπιστωτικού μέσου.

7. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ και να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού που οφείλουν να τηρούν οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε ΑΕΠΕΥ μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της ΑΕΠΕΥ και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν χορηγεί άδεια εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η ΑΕΠΕΥ έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει εκ των προτέρων την απόκτηση ή διάθεση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με την παράγραφο αυτή. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προτίθεται:
(α) να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η ΑΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη σκοπούμενη συναλλαγή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 7,
(β) να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το ύψος της συμμετοχής και την πρόθεσή του να μειώσει τη συμμετοχή του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η ΑΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.

4. Η εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής υπόκειται στην προηγούμενη διαβούλευση που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 11 εάν το πρόσωπο που αποκτά τη συμμετοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 είναι:
(α) πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρία διαχείρισης Οργανισμού Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής,
(β) μητρική πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ ή εταιρίας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής ή
(γ) πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ ή εταιρία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος, ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η απόκτηση συμμετοχής.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αναφέρει στην απόφασή της για την έγκριση ειδικής συμμετοχής τις απόψεις ή επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης του προηγούμενου εδαφίου.

5. ΑΕΠΕΥ, η οποία λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται κάτω από τα όρια του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3, ενημερώνει άμεσα την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατείχαν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών, κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και, προκειμένου περί ΑΕΠΕΥ, των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

6. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως την αίτηση λήψης δικαστικών μέτρων, την επιβολή κυρώσεων κατά διοικητικών στελεχών και μελών του διοικητικού συμβουλίου ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι. Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθετη απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

7. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται η περίοδος και η διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, καθώς και οι σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε ΑΕΠΕΥ, κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΑΕΠΕΥ οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΠΕΥ.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ εάν διατηρεί επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την ΑΕΠΕΥ ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ΑΕΠΕΥ αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.

3. Η ΑΕΠΕΥ γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή στη διοίκησή της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της ΑΕΠΕΥ παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση ΑΕΠΕΥ εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνωστοποίηση της μεταβολής.

4. Η ΑΕΠΕΥ οφείλει να έχει τουλάχιστον δύο πρόσωπα τα οποία πραγματικά διευθύνουν τις δραστηριότητές της και πληρούν τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1. Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να διαθέτουν πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στην περίπτωση γ΄της παραγράφου 1 του άρθρου14.

5. Σε περίπτωση που ελλείπουν τα πρόσωπα που απαιτούνται για τη νόμιμη συγκρότηση του διοικητικού συμβουλίου ΑΕΠΕΥ, την κατά το άρθρο 69 Α.Κ. αίτηση για διορισμό προσωρινής διοίκησης μπορεί να υποβάλλει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Τα μέλη διοικητικού συμβουλίου ΑΕΠΕΥ που έχουν διορισθεί βάσει της διαδικασίας αυτής, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν ευθύνονται ποινικά, ούτε ενέχονται ατομικά προς καταβολή, λόγω της μη καταβολής φόρων ή εν γένει χρεών προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστικό οργανισμό, τα οποία είχαν γεννηθεί πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους ως μελών της προσωρινής διοίκησης της ΑΕΠΕΥ. Με τη διάταξη αυτή δεν θίγεται η ευθύνη των παραπάνω προσώπων για φόρους χρέη προς το Δημόσιο ή οποιαδήποτε άλλη αρχή ή ασφαλιστικό οργανισμό που θα γεννηθούν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ως προσωρινής διοίκησης της εταιρίας.

6. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπο-ρούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου ΑΕΠΕΥ, καθώς και των λοιπών προσώπων που διευθύνουν τη δραστηριότητά της.

1. Οι ΑΕΠΕΥ συντάσσουν Oικονομικές Kαταστάσεις σύμφωνα με τα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα που υιοθε- τούνται από την Eυρωπαϊκή Ένωση, όπως προβλέπεται από τον Kανονισμό (EK) 1606/2002 του Eυρωπαϊκού Kοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Eυρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Iουλίου 2002.

2. Ο τακτικός έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις ΑΕΠΕΥ από ορκωτό ελεγκτή λογιστή.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή του να απαιτεί από τις ΑΕΠΕΥ την υποβολή κάθε χρόνο έκθεσης των τακτικών ελεγκτών τους σχετικά με την ύπαρξη επαρκών διαδικασιών για τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 12 και στις κανονιστικές πράξεις που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο και ο τρόπος υποβολής της έκθεσης του προηγούμενου εδαφίου και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

4. Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, γίνονται στο μητρώο που γίνονται οι καταχωρήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων.

1. Προϋπόθεση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών από ΑΕΠΕΥ είναι η συμμετοχή της σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών.

2. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν υποχρεωτικά προς τους πελάτες τους, πριν από την έναρξη παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών στο οποίο συμμετέχουν.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου να αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία ΑΕΠΕΥ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παράβασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Η προσωρινή αναστολή μπορεί να αποφασίζεται και για ορισμένες μόνον από τις επενδυτικές υπηρεσίες, ως προς τις οποίες έχει παρασχεθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής μπορεί να τίθεται σύντομη προθεσμία στην εταιρία μέσα στην οποία οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και ιδίως ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΠΕΥ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ’ ανώτατο όριο μετά τη λήξη της.

2. Η περί προσωρινής αναστολής απόφαση είναι αμέσως εκτελεστή, γνωστοποιείται στην ΑΕΠΕΥ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής, και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ, το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής και ενδεχομένως την επιβολή κυρώσεων είτε την ανάκληση της άδειας της λειτουργίας της εταιρίας σύμφωνα με το άρθρο 21.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με την απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 μπορεί να διορίζει υπάλληλο ή στέλεχός της ή και τρίτο πρόσωπο ως προσωρινό επίτροπο της ΑΕΠΕΥ και να ορίζει τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται ελεύθερα από την ΑΕΠΕΥ, καθώς και τις πράξεις που επιτρέπεται να διενεργούνται μόνον κατόπιν προηγούμενης άδειας του προσωρινού επιτρόπου. Οποιαδήποτε πράξη της διοίκησης της ΑΕΠΕΥ που διενεργείται χωρίς την προηγούμενη άδεια του προσωρινού επιτρόπου, εφόσον αυτή απαιτείται, είναι άκυρη. Η ευθύνη του προσωρινού επιτρόπου κατά την άσκηση των καθηκόντων του περιορίζεται σε δόλο και βαριά αμέλεια.

4. Ο προσωρινός επίτροπος υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και τα καθήκοντά του διαρκούν για όσο χρονικό διάστημα η εταιρία τελεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής λειτουργίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι το διορισμό επόπτη εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 22. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να παρατείνεται το έργο του προσωρινού επιτρόπου όσο απαιτείται για σκοπούς παράδοσης στον επόπτη εκκαθάρισης και το πολύ έναν (1) μήνα μετά την ανάληψη των καθηκόντων του επόπτη εκκαθάρισης.

5. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντικαθίσταται ο προσωρινός επίτροπος.

6. Η αμοιβή του προσωρινού επιτρόπου καθορίζεται με την απόφαση διορισμού του και βαρύνει την ΑΕΠΕΥ της οποίας αναστέλλεται προσωρινά η λειτουργία. Προκειμένου περί υπαλλήλων ή στελεχών της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η αμοιβή αυτή καταβάλλεται επιπλέον των τυχόν αποδοχών τους από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

7. Ο προσωρινός επίτροπος, όταν ενάγεται ή κατηγορείται για πράξεις ή παραλείψεις που έγιναν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του και εξαιτίας αυτής, παρίσταται στις σχετικές δίκες με μέλη της Νομικής Υπηρεσίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Ο προσωρινός επίτροπος δεν υπόκειται σε προσωπική κράτηση ούτε υπέχει οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό του, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΠΕΥ εν όλω ή ως προς ορισμένες επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες ή παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες έχει χορηγηθεί σε αυτήν άδεια λειτουργίας:
(α) εάν η ΑΕΠΕΥ δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,
(β) εάν απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο,
(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,
(δ) εάν η ΑΕΠΕΥ δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων,
(ε) εάν η ΑΕΠΕΥ έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΠΕΥ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της ΑΕΠΕΥ και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικώς.

1. Πιστωτικό ίδρυμα ή ΑΕΠΕΥ που έχει αποφασίσει να παύσει να παρέχει συγκεκριμένες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες, ως προς κάποια ή όλα τα χρηματοπιστωτικά μέσα, (μεταβιβάζουσα επιχείρηση) δύναται να μεταβιβάσει σε άλλο πιστωτικό ίδρυμα που είναι εγκατεστημένο και λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα ή ΑΕΠΕΥ (ανάδοχος επιχείρηση), τις συμβάσεις παροχής επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών με πελάτες του, ως προς όλες ή κάποιες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες επί κάποιων ή όλων των χρηματοπιστωτικών μέσων (μεταφορά υπηρεσιών). με την ολοκλήρωση της μεταβίβασης των συμβάσεων του προηγούμενου εδαφίου οι εν λόγω επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες παρέχονται πλέον από την ανάδοχο επιχείρηση ως προς τους πελάτες και για τις υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που αφορά η μεταβίβαση, καθώς επίσης, εφόσον συντρέχει περίπτωση, μεταφέρονται και τα χαρτοφυλάκια (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) που αντιστοιχούν στους πελάτες που αφορά η μεταφορά. Σε περίπτωση χρηματοπιστωτικών μέσων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, η μεταφορά τους διενεργείται με την αλλαγή του χειριστή λογαριασμού στο Σύστημα Άυλων Τίτλων (ΣΑΤ), σύμφωνα με τον Κανονισμό λειτουργίας του ΣΑΤ. Από την ημέρα μεταφοράς, που προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από τη μεταβιβάζουσα επιχείρηση ενώ στην ανάδοχο επιχείρηση προβάλλονται αξιώσεις για απαιτήσεις που γεννήθηκαν μετά την ημέρα μεταφοράς.

2. Για τη μεταφορά της παραγράφου 1 τηρείται η εξής διαδικασία:
α. με ευθύνη της αναδόχου και της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, ενημερώνεται ο πελάτης, τον οποίο αφορά η μεταφορά, με τα μέσα του άρθρου 3 της απόφασης 1/452/1.11.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για τη διενεργούμενη μεταφορά, τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που μεταφέρονται και τα χρηματοπιστωτικά μέσα επί των οποίων η ανάδοχος επιχείρηση θα παρέχει υπηρεσίες. Η ως άνω ενημέρωση περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο: αα) τις πληροφορίες της παραγράφου 3 του άρθρου 25 και της παραγράφου 3 του άρθρου 27, όπως εξειδικεύονται από την απόφαση 1/452/1.11.2007 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, εφόσον διαφοροποιούνται από την ανάδοχο επιχείρηση, πλην της περίπτωσης των οικονομικών όρων που δύναται να διαφοροποιηθούν μόνον εφόσον υπάρχει σχετική συμβατική πρόβλεψη στη μεταβιβαζόμενη σύμβαση, ββ) το δικαίωμα του πελάτη να αντιταχθεί στη μεταφορά, καθώς και τις συνέπειες της αντιρρήσεώς του, γγ) τον τρόπο και την προθεσμία άσκησης αυτού, καθώς και δδ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία προκειμένου οι πελάτες της μεταβιβάζουσας επιχείρησης να διαμορφώσουν τεκμηριωμένη γνώμη για τη μεταφορά. Στην ως άνω ενημέρωση αναφέρεται επίσης υποχρεωτικά και η ημερομηνία μεταφοράς, η οποία σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι προγενέστερη της καταληκτικής ημερομηνίας υποβολής αντιρρήσεων σύμφωνα με την περίπτωση β΄.
β. Εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών από την αποστολή της ενημέρωσης στους πελάτες κατά τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α΄ κάθε πελάτης της μεταβιβάζουσας επιχείρησης μπορεί να προβάλλει αντιρρήσεις κατά της μεταφοράς. Η προβολή αντιρρήσεων συνεπάγεται τη μη μεταφορά της συμβατικής του σχέσης στην ανάδοχο επιχείρηση.
γ. Η μεταφορά ολοκληρώνεται με τη σύνταξη λεπτομερούς πρωτοκόλλου παράδοσης και παραλαβής των χαρτοφυλακίων των πελατών (χρηματοπιστωτικά μέσα και μετρητά) των οποίων οι συμβάσεις μεταβιβάζονται. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφεται αρμοδίως από τη μεταβιβάζουσα και την ανάδοχο επιχείρηση και κοινοποιείται, κατά περίπτωση, στον διαχειριστή του Συστήματος ΄Αυλων Τίτλων για αλλαγή χειριστή στους λογαριασμούς των πελατών ή στα πιστωτικά ιδρύματα και λοιπούς θεματοφύλακες για μεταφορά των λογαριασμών των εν λόγω πελατών.

3. Η μεταφορά της παραγράφου 1 διενεργείται εφόσον πληρούνται οι κατωτέρω προϋποθέσεις:
α. Έχει τηρηθεί η διαδικασία της παραγράφου 2.
β. Η ανάδοχος επιχείρηση έχει την απαιτούμενη άδεια για την παροχή των μεταφερόμενων επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών επί των συγκεκριμένων χρηματοπιστωτικών μέσων που αφορά η μεταφορά.
γ. Ο πελάτης δεν έχει προβάλλει αντιρρήσεις για τη μεταφορά.

4. Η μεταφορά ολοκληρώνεται αυτόματα από την ημερομηνία μεταφοράς, όπως αυτή αναφέρεται στην ενημέρωση του πελάτη, χωρίς πρόσθετη υποχρέωση αναγγελίας. Τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο της μεταβιβάζουσας επιχείρησης, λόγω επελεύσεως αποτελεσμάτων εταιρικού μετασχηματισμού, δεν επηρεάζει την ολοκλήρωση της μεταφοράς.

5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται αναλογικά σε ΑΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα της παραγράφου 1 και στην περίπτωση απόσχισης κλάδου κατά τα προβλεπόμενα στο ν. 2166/1993 (Α΄137), το ν.δ. 1297/1972 (Α΄ 217) και το ν. 2992/2002 (Α΄54).

6. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις ΑΕΔΑΚ που παρέχουν τις υπηρεσίες της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4099/2012, καθώς και στις ΑΕΕΔ.

7. Κάθε ειδικό ή τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

1. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ επιφέρει υποχρεωτικά τη λύση της εταιρίας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί άμεσα την απόφαση της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΠΕΥ και το διορισμό Επόπτη της εκκαθάρισης στο Υπουργείο Ανάπτυξης. Περίληψη αυτής της απόφασης υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας που προβλέπει το άρθρο 7β του κ.ν. 2190/1920. Μετά τη λύση της εταιρίας ακολουθεί το στάδιο της ειδικής εκκαθάρισης της σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Κατά το στάδιο αυτό και μέχρι την έκδοση της προβλεπόμενης από την παράγραφο 9 του άρθρου αυτού απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η ΑΕΠΕΥ δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση. Για το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται και οι ατομικές διώξεις και κάθε αναγκαστική εκτέλεση κατά της ΑΕΠΕΥ.

2. Με απόφασή της η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διορίζει τον Επόπτη της εκκαθάρισης, ο οποίος, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να προσλάβει ως σύμβουλό του φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέματα λειτουργίας των ΑΕΠΕΥ. Με την ίδια απόφαση, ορίζεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς η αμοιβή του Επόπτη και του συμβούλου του, η οποία βαρύνει την ΑΕΠΕΥ και δύνανται επίσης να ρυθμίζονται θέματα της διαδικασίας εκκαθάρισης εν γένει. Εάν, μετά τη θέση ΑΕΠΕΥ στην ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού, διαπιστωθεί ότι η υπό εκκαθάριση εταιρία στερείται των αναγκαίων πόρων για την πορεία των εργασιών της εκκαθάρισης, το Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α΄), ύστερα από σχετική αιτιολογημένη αίτηση του Επόπτη, καλύπτει τις δαπάνες της αμοιβής του Επόπτη και του εκκαθαριστή, καθώς και τις λοιπές αναγκαίες λειτουργικές δαπάνες της εκκαθάρισης για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες από την ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων του Επόπτη. Η προθεσμία του προηγούμενου εδαφίου μπορεί να παραταθεί με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα εργασιών της ειδικής εκκαθάρισης που συμφωνείται μεταξύ Συνεγγυητικού και Επόπτη. Ο διορισμός του επόπτη εκκαθάρισης συνεπάγεται αυτοδικαίως την παύση της εξουσίας του διοικητικού συμβουλίου.

3. Ο Επόπτης υποβάλλει, μέσα σε τρεις (3) ημέρες από την επίδοση του διορισμού του, αίτηση διορισμού εκκαθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Μετά το διορισμό εκκαθαριστή ο Επόπτης παρακολουθεί τις εργασίες της εκκαθάρισης, γνωμοδοτεί, εφόσον το ζητήσει ο εκκαθαριστής σε θέματα της εκκαθάρισης, ενημερώνει γραπτά την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την πορεία της εκκαθάρισης τουλάχιστον ανά δίμηνο και όποτε άλλοτε του ζητηθεί και υποβάλλει έκθεση μετά τη λήξη της εκκαθάρισης. Τυχόν ακυρότητα του διορισμού του Επόπτη δεν θίγει το κύρος των πράξεων από του διορισμού του μέχρι την ακύρωση αυτού.

4. Ο κατά την προηγούμενη παράγραφο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίθετες διατάξεις των καταστατικών δεν ισχύουν. Εκκαθαριστής διορίζεται φυσικό ή νομικό πρόσωπο εξειδικευμένο σε θέματα ΑΕΠΕΥ από κατάλογο είκοσι (20) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται κατ’ έτος από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Το δικαστήριο δικάζει την αίτηση μέσα σε πέντε (5) ημέρες και εκδίδει την απόφασή του το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από την εκδίκαση της αίτησης. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή η οποία βαρύνει την εταιρία. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν επιτρέπεται.
4α. Μετά το διορισμό του ο Επόπτης της εκκαθάρισης ζητάει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση με αίτηση του προς τον ειρηνοδίκη του τόπου της έδρας της εταιρίας τη σφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της εταιρίας, καθώς και των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων αυτής. Το αργότερο μέσα σε πέντε (5) ημέρες από τη σφράγιση, ο Επόπτης της εκκαθάρισης οφείλει να ζητήσει από τον ειρηνοδίκη την αποσφράγιση και την απογραφή της εταιρίας. Μετά την απογραφή τους τα γραφεία και τα υποκαταστήματα της εταιρίας, καθώς και τα περιουσιακά της στοιχεία παραδίδονται στον επόπτη εκκαθάρισης. Για τη σφράγιση, αποσφράγιση και απογραφή εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 826-841 Κ.Πολ.Δ.

5. Αμέσως μετά το διορισμό του, ο Επόπτης προβαίνει σε απογραφή και αποχωρίζει από τα λοιπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας τα περιουσιακά στοιχεία, χρήματα και τίτλους της εταιρίας, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία, χρήματα και τίτλους τρίτων, τα οποία συνδέονται με την παροχή από την εταιρία των επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4 του νόμου αυτού και βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας ή έχουν παραδοθεί από αυτές στο Κεντρικό Αποθετήριο Αξιών ή Τράπεζες προς φύλαξή τους. Ο Επόπτης καλεί, μέσα σε δέκα (10) ημέρες από το διορισμό του, τους δικαιούχους κάθε φύσεως απαιτήσεων, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες από τις οποίες τρεις τουλάχιστον είναι οικονομικές, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις (3) μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Η παραπάνω ανακοίνωση γνωστοποιείται εγγράφως στον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. της έδρας της εταιρίας.

6. Ειδικά για τις απαιτήσεις που αφορούν την αυτούσια παράδοση χρημάτων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτήν επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4, ο εκκαθαριστής επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της εταιρίας, μέσα σε χρονικό διάστημα τριών (3) μηνών.

7. Μέσα σε χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες από την επαλήθευση των απαιτήσεων, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παραπάνω παράγραφο, ο εκκαθαριστής προβαίνει στην αυτούσια παράδοση των χρηματικών ποσών και των χρηματοπιστωτικών μέσων τρίτων που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας και συνδέονται με την παροχή από αυτές επενδυτικών υπηρεσιών του άρθρου 4. Ειδικότερα, ο εκκαθαριστής ικανοποιεί συμμέτρως τους δικαιούχους ανωνύμων τίτλων και χρηματικών ποσών, στην περίπτωση που οι υφιστάμενοι ανώνυμοι τίτλοι και τα χρηματικά ποσά που κατέχει η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών της δεν επαρκούν για την ικανοποίηση των δικαιούχων ανωνύμων τίτλων ή χρηματικών ποσών αντίστοιχα.

8. Σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δεκαπέντε (15) ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης περιουσιακών στοιχείων πελατών ΑΕΠΕΥ, κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 5 έως και 7 του άρθρου αυτού, ο Επόπτης ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 του ν. 2533/1997, για τις υποβληθείσες απαιτήσεις ως προς επενδυτικές υπηρεσίες, που δεν ικανοποιήθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον Επόπτη κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της εταιρίας, για ποιες από αυτές υπάρχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2533/1997. Το Συνεγγυητικό, χωρίς να υποχρεούται στην τήρηση οποιασδήποτε πρόσθετης διαδικασίας ή γνωστοποίησης, καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαι-ούχους, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2533/1997 και ενημερώνει αμελλητί τον Επόπτη για τις σχετικές καταβολές. Ο εκκαθαριστής μειώνει ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων κατά της εταιρίας.

9. Μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, με τη διαδικασία αυτούσιας παράδοσης ή με την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, ολοκληρώνεται η ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού. Η περάτωση της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού κηρύσσεται με απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της εταιρίας που δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 739 και επόμενα του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ύστερα από αίτηση του Επόπτη ή κάθε άλλου που έχει έννομο συμφέρον. Με την ίδια απόφαση, το Δικαστήριο διατάσσει τον Επόπτη και τον εκκαθαριστή να συγκαλέσουν γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρίας προκειμένου να αποφασισθεί η εκλογή νέων εκκαθαριστών, σύμφωνα με τις διατάξεις του καταστατικού της εταιρίας και του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/ 1920, όπως ισχύει, και ορίζει ως χρόνο περάτωσης της εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και λήξης της θητείας Επόπτη και εκκαθαριστή το χρόνο κατά τον οποίο αναλαμβάνουν καθήκοντα οι κατά τα ανωτέρω εκλεγόμενοι εκκαθαριστές. Αν για οποιονδήποτε λόγο δεν καταστεί δυνατή η κατά τα ανωτέρω εκλογή νέων εκκαθαριστών, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 69 του Αστικού Κώδικα. Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στο Δικαστήριο από τον Επόπτη. Στην περίπτωση αυτή, η ειδική εκκαθάριση του άρθρου αυτού περατώνεται και η θητεία του Επόπτη και του εκκαθαριστή λήγει από την ανάληψη των καθηκόντων των κατά τα ανωτέρω διορισθέντων από το Δικαστήριο εκκαθαριστών. Η περάτωση της ειδικής εκκαθάρισης του άρθρου αυτού και η λήξη της θητείας του Επόπτη και του εκκαθαριστή γνωστοποιούνται με επιμέλεια του Επόπτη στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία παύει να ενημερώνεται περαιτέρω για την πορεία της εκκαθάρισης της εταιρίας. Ταυτόχρονα με τη γνωστοποίηση του προηγούμενου εδαφίου, ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής υποβάλλουν προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απολογισμό για την εκκαθάριση του άρθρου αυτού. Κατά τα λοιπά η περάτωση των εκκρεμών υποθέσεων της εταιρίας, συμπεριλαμβανομένης και της ικανοποίησης των απαιτήσεων του Συνεγγυητικού, σύμφωνα με το άρθρο 67 παράγραφος 4 του ν. 2533/1997, όπως ισχύει, των απαιτήσεων από επενδυτικές υπηρεσίες στην έκταση που αυτές δεν ικανοποιήθηκαν κατά τη διαδικασία της αυτούσιας παράδοσης ή λήψης αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, καθώς και κάθε άλλου είδους απαιτήσεων κατά της εταιρίας, συνεχίζεται κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, από τους εκκαθαριστές.

10. Εάν η εταιρία, μετά την καταβολή των αποζημιώσεων από το Συνεγγυητικό, σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997, στερείται παντελώς περιουσιακών στοιχείων και εξ αυτού του λόγου καθίσταται αδύνατη η πρόοδος της εκκαθάρισης κατά τις διατάξεις του άρθρου 49 του κ.ν. 2190/1920, ο Επόπτης ή οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον μπορεί αντί για την εφαρμογή της παραγράφου 9 να ζητήσει από το Δικαστήριο να βεβαιώσει την παντελή έλλειψη περιουσιακών στοιχείων, να κηρύξει την παύση της εκκαθάρισης και να διατάξει τη διαγραφή της εταιρίας από τα μητρώα των ανωνύμων εταιριών. Η απόφαση του Δικαστηρίου κοινοποιείται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς με επιμέλεια του Επόπτη.

11. Λύση του νομικού προσώπου ΑΕΠΕΥ, που επέρχεται για οποιονδήποτε λόγο, εκτός από πτώχευση και τους λόγους της παραγράφου 1, γνωστοποιείται αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η οποία μπορεί με απόφασή της, που εκδίδεται μέσα σε δύο (2) μήνες, να θέσει την επιχείρηση σε εκκαθάριση κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού. Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε απαλλοτρίωση περιουσιακών στοιχείων της ΑΕΠΕΥ κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου μέχρι την έκδοση της ως άνω απόφασής της ή τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

12. Ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής δεν προσωποκρατούνται ούτε υπέχουν οποιαδήποτε ποινική, αστική ή άλλη ευθύνη έναντι οποιουδήποτε για χρέη της υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ που έχουν γεννηθεί πριν από το διορισμό τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους.

13. Με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τιμωρείται όποιος κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης του παρόντος άρθρου:
α) Παρεμποδίζει με οποιονδήποτε τρόπο τη σφράγιση, αποσφράγιση και την απογραφή της εταιρίας, καθώς και την παράδοση αυτής και των περιουσιακών της στοιχείων στον Επόπτη της εκκαθάρισης.
β) Εξαφανίζει ή αποκρύπτει τα εμπορικά βιβλία ή άλλα στοιχεία της εταιρίας ή παρασιωπά την ύπαρξη εμπορικών βιβλίων ή άλλων στοιχείων αυτής, καταστρέφει ή βλάπτει εμπορικά ή άλλα στοιχεία, η τήρηση των οποίων είναι υποχρεωτική από την κείμενη νομοθεσία, πριν παρέλθει η προθεσμία που πρέπει να τα διατηρήσει ώστε να δυσχεραίνεται η διαπίστωση της κατάστασης της περιουσίας της.
γ) Εξαφανίζει ή παρασιωπά περιουσιακά στοιχεία της εταιρίας ή βλάπτει ή καθιστά αυτά χωρίς αξία, ελαττώνει την περιουσία της με άλλον τρόπο ή παρασιωπά ή αποκρύπτει τις πραγματικές δικαιοπρακτικές της σχέσεις.
δ) Παριστά ψευδώς ότι η εταιρία είναι οφειλέτης άλλων ή αναγνωρίζει ανύπαρκτα δικαιώματα τρίτων σε βάρος της εταιρίας.

1. Κάθε καταβολή οποιουδήποτε ποσού σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 ανακοινώνεται από τον Επόπτη στο Συνεγγυητικό και, αντιστρόφως, κάθε καταβολή από το Συνεγγυητικό σε επενδυτή πελάτη υπό εκκαθάριση ΑΕΠΕΥ ανακοινώνεται από το Συνεγγυητικό στον εκκαθαριστή ή τους εκκαθαριστές της εταιρίας.

2. Οι πελάτες ΑΕΠΕΥ των οποίων οι αξιώσεις από παροχή επενδυτικών υπηρεσιών δεν έχουν ικανοποιηθεί ολοσχερώς από την οφειλέτιδα εταιρία ή από το Συνεγγυητικό κατατάσσονται πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ. και ικανοποιούνται προνομιακώς από τυχόν χρηματικό ποσό που επιστρέφεται στην ΕΠΕΥ από το Συνεγγυητικό σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 74 του ν. 2533/1997.
2 α. Κατά την εκκαθάριση των επιχειρήσεων επενδύσεων του σημείου 2 της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθμ. 575/2013 που υπόκεινται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου που καθορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 29 του ν. 4261/2014, οι αξιώσεις του Συνεγγυητικού από αποζημιώσεις σύμφωνα με τα άρθρα 65 έως 67 του ν. 2533/1997 που υπερβαίνουν τις κατά το άρθρο 71 του ν. 2533/1997 εισφορές της επιχείρησης επενδύσεων κατατάσσονται ύστερα από τις αξιώσεις πελατών κατά την προηγούμενη παράγραφο και πριν από τη σειρά των απαιτήσεων που ορίζεται στην περίπτωση 3 του άρθρου 975 του ΚΠολΔ και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του ΚΠολΔ.

3. Αν ΑΕΠΕΥ λυθεί και τεθεί σε εκκαθάριση, τα εν γένει χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία και αποδίδονται στους δικαιούχους τους, εκτός εάν:
(α) έχει συσταθεί επ’ αυτών ενέχυρο, οπότε παραδίδονται στον ενεχυρούχο δανειστή ή
(β) υφίσταται απαίτηση της ΑΕΠΕΥ κατά των δικαιούχων, οπότε συμψηφίζoνται οι αντίθετες ομοειδείς απαιτήσεις.

4. Στα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες της ΑΕΠΕΥ και αποχωρίζονται από την προς διανομή εταιρική περιουσία περιλαμβάνονται, εκτός από τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τα χρηματικά ποσά που ανήκουν στους πελάτες της ΑΕΠΕΥ σύμφωνα με τους κανόνες του εμπραγμάτου δικαίου, και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, σε υλική ή άυλη μορφή, και τα χρηματικά ποσά που κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, η ΑΕΠΕΥ για λογαριασμό πελατών, επί των οποίων η απαίτηση των πελατών επαληθεύεται με βάση τις εγγραφές στα βιβλία και στοιχεία της ΑΕΠΕΥ, καθώς και με κάθε άλλο έγγραφο αποδεικτικό μέσο.

5. Ο πίνακας των χρηματοπιστωτικών μέσων και χρηματικών ποσών της ΑΕΠΕΥ, τα οποία ανήκουν σε πελάτες της, συντάσσεται από τον εκκαθαριστή και κοινοποιείται σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις γενικής φύσεως δυσκολίες που συναντούν οι ΑΕΠΕΥ, κατά την εγκατάστασή τους ή την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων σε τρίτες χώρες.

1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να ενεργούν κατά την παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες με αμεροληψία, εντιμότητα και επαγγελματισμό, ώστε να εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών τους και ειδικότερα να συμμορφώνονται με τις αρχές που αναφέρονται στις παραγράφους 2 έως 8 του άρθρου αυτού.

2. Οι πληροφορίες που παρέχουν οι ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, πρέπει να είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές. Οι διαφημιστικές ανακοινώσεις πρέπει να μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

3. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες ή στους δυνητικούς πελάτες κατάλληλη πληροφόρηση σε κατανοητή μορφή, ώστε αυτοί να είναι ευλόγως σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της προσφερόμενης επενδυτικής ή παρεπόμενης υπηρεσίας και της συγκεκριμένης κατηγορίας του προτεινόμενου χρηματοπιστωτικού μέσου και ως εκ τούτου να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί τη βάσει αντικειμενικής πληροφόρησης. Οι πληροφορίες αυτές μπορεί να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή. Η πληροφόρηση περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με:
(α) την ΑΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της,
(β) τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, καθώς και κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα ή με την υιοθέτηση των εν λόγω επενδυτικών στρατηγικών,
(γ) τους τόπους εκτέλεσης και
(δ) το κόστος και τις σχετικές παρεπόμενες επιβαρύνσεις.

4. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνουν σε διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλουν να αντλούν τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, καθώς και σχετικά με τη χρηματοοικονομική κατάσταση και τους επενδυτικούς στόχους του, ώστε να μπορούν να τους συστήσουν τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή τους (έλεγχος καταλληλότητας).

5. Όταν οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες εκτός από αυτές που αναφέρονται στην παράγραφο 4, ζητούν από τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη να παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα που σχετίζεται με τη συγκεκριμένη κατηγορία του προσφερόμενου ή ζη-τούμενου χρηματοπιστωτικού μέσου ή υπηρεσίας, ώστε να μπορούν οι ΑΕΠΕΥ να εκτιμήσουν κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επενδυτική υπηρεσία ή το χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλο για τον πελάτη (έλεγχος συμβατότητας). Εφόσον οι ΑΕΠΕΥ κρίνουν, βάσει των πληροφοριών που έχουν λάβει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, ότι το χρηματοπιστωτικό μέσο ή η υπηρεσία δεν είναι κατάλληλα για τον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη, οφείλουν να τον προειδοποιήσουν σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή. Εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης δεν παράσχει τις κατά το πρώτο εδάφιο πληροφορίες σχετικά με τις γνώσεις και την εμπειρία του ή αν παράσχει ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τον προειδοποιήσουν ότι η απόφασή του αυτή δεν τους επιτρέπει να κρίνουν κατά πόσον η προσφερόμενη ή ζητούμενη επενδυτική υπηρεσία ή το προσφερόμενο ή ζητούμενο χρηματοπιστωτικό μέσο είναι κατάλληλα γι’ αυτόν. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

6. Οι ΑΕΠΕΥ που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών πελατών ή τη λήψη και διαβίβαση εντολών με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες μπορούν να παρέχουν τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες τους χωρίς να έχουν λάβει τις πληροφορίες και χωρίς να έχουν καταλήξει στην κρίση που προβλέπεται στην παράγραφο 5, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι παρακάτω προϋποθέσεις:
(α) Οι εν λόγω υπηρεσίες αφορούν μετοχές, εισηγμένες για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας, μέσα χρηματαγοράς, ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, (με την εξαίρεση των ομολογιών ή άλλων μορφών τιτλοποιημένου χρέους που ενσωματώνουν παράγωγα), μερίδια ΟΣΕΚΑ και άλλα μη σύνθετα χρηματοπιστωτικά μέσα. Αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με οργανωμένη αγορά, εάν πληροί ισοδύναμες απαιτήσεις με τις οριζόμενες στο Κεφάλαιο ΣΤ΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.
(β) Η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη.
(γ) Ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΑΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να αξιολογήσει τη συμβατότητα του χρηματοπιστωτικού μέσου που προσφέρεται ή της υπηρεσίας που παρέχεται και ότι δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής συμπεριφοράς. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
(δ) Η ΑΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 13 υποχρεώσεις της.

7. Οι ΑΕΠΕΥ τηρούν αρχείο με τα έγγραφα και τις συμβάσεις που καταρτίζονται μεταξύ του πελάτη και της ΑΕΠΕΥ, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους η ΑΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών μπορούν να ορίζονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

8. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν σε κάθε πελάτη εγγράφως επαρκή ενημέρωση σχετικά με τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στην ενημέρωση αυτή περιλαμβάνεται, όπου συντρέχει περίπτωση, το κόστος των συναλλαγών που εκτελούνται για λογαριασμό του και των υπηρεσιών που του παρέχονται.

9. Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοπιστωτικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας ή σε κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη όσον αφορά την αξιολόγηση του κινδύνου των πελατών και τις απαιτήσεις περί πληροφοριών, η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με το άρθρο αυτό υποχρεώσεις.

10. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΕΠΕΥ που καθορίζονται στις παραγράφους 2 έως 8, σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 10 του άρθρου 19 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

1. ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει, με τη μεσολάβηση άλλης ΕΠΕΥ, οδηγίες για την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη μπορεί να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ. Η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

2. Η ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες για την παροχή υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη από μεσολαβούσα ΕΠΕΥ μπορεί να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις έχουν δοθεί στον πελάτη από τη μεσολαβούσα ΕΠΕΥ σχετικά με την υπηρεσία ή με τη συναλλαγή. Η μεσολαβούσα ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα των παρεχόμενων συστάσεων ή συμβουλών για το συγκεκριμένο πελάτη.

3. Η ΑΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη με τη μεσολάβηση άλλης ΕΠΕΥ παραμένει υπεύθυνη για την παροχή της υπηρεσίας ή την ολοκλήρωση της συναλλαγής βάσει αυτών των πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Κεφαλαίου αυτού.

1. Οι ΑΕΠΕΥ λαμβάνουν κάθε εύλογο μέτρο, ώστε να επιτυγχάνουν, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο αποτέλεσμα για τον πελάτη, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή, το κόστος, την ταχύτητα, την πιθανότητα εκτέλεσης και διακανονισμού, τον όγκο, τη φύση και οποιονδήποτε άλλον παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Σε περίπτωση που υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΑΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

2. Οι ΑΕΠΕΥ καταρτίζουν και εφαρμόζουν αποτελεσματικές ρυθμίσεις για να συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1. Οι ΑΕΠΕΥ πρέπει, ιδίως, να καταρτίζουν και να εφαρμόζουν πολιτική εκτέλεσης εντολών που να τους επιτρέπει να επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών τους, σύμφωνα με την παράγραφο 1.

3. Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοπιστωτικών μέσων, στοιχεία σχετικά με τους διάφορους τόπους διαπραγμάτευσης όπου η ΑΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή του τόπου διαπραγμάτευσης. Η πολιτική περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η ΑΕΠΕΥ μπορεί συστηματικά να επιτυγχάνει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών. Οι ΑΕΠΕΥ παρέχουν στους πελάτες τους κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν και λαμβάνουν την προηγούμενη συναίνεση των πελατών τους σχετικά με την εν λόγω πολιτική.

4. Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ, οι ΑΕΠΕΥ ενημερώνουν σχετικά τους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες τους. Οι ΑΕΠΕΥ εξασφαλίζουν εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών τους προτού εκτελέσουν εντολές πελατών εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ. Οι ΑΕΠΕΥ μπορούν να εξασφαλίζουν την εν λόγω συναίνεση με τη μορφή γενικής συμφωνίας ή για συγκεκριμένες συναλλαγές.

5. Οι ΑΕΠΕΥ παρακολουθούν την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζουν και να διορθώνουν, όπου χρειάζεται, τυχόν ελλείψεις. Ειδικότερα, οι ΑΕΠΕΥ εξετάζουν τακτικά κατά πόσον οι τόποι διαπραγμάτευσης, που προβλέπονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών, επιτυγχάνουν το βέλτιστο αποτέλεσμα για τους πελάτες τους και να τροποποιούν αναλόγως τις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν. Οι ΑΕΠΕΥ πληροφορούν τους πελάτες τους για κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθούν ως προς την εκτέλεση εντολών.

6. Οι ΑΕΠΕΥ, κατόπιν αιτήματος των πελατών τους, παρέχουν σε αυτούς τα στοιχεία ότι έχουν εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθούν.

7. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 3, 4 και 5 σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 6 του άρθρου 21 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών εφαρμόζουν διαδικασίες και μηχανισμούς που διασφαλίζουν την έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών πελατών σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών ή με τα συμφέροντα της ΑΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων των επενδύσεων της ΑΕΠΕΥ σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Οι εν λόγω διαδικασίες και μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση συγκρίσιμων εντολών πελατών με χρονική προτεραιότητα ανάλογα με το χρόνο λήψης κάθε εντολής από την ΑΕΠΕΥ.

2. Σε περίπτωση εντολής πελάτη με όριο που αφορά μετοχές εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά η οποία δεν εκτελείται αμέσως υπό τις επικρατούσες συνθήκες της αγοράς, οι ΑΕΠΕΥ πρέπει, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβουν μέτρα για να διευκολύνουν την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής ανακοινώνοντας αμέσως δημόσια την εντολή αυτή του πελάτη με τρόπο προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Οι ΑΕΠΕΥ θεωρείται ότι εκπληρώνουν την υποχρέωσή τους αυτή εάν διαβιβάσουν την εντολή του πελάτη σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί:
(α) να εξειδικεύονται οι υποχρεώσεις των ΑΕΠΕΥ του άρθρου αυτού και
(β) να απαλλάσσονται οι ΑΕΠΕΥ από την υποχρέωση δημοσιοποίησης εντολής με όριο της οποίας το μέγεθος είναι μεγάλο σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος των συναλλαγών στην αγορά σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 56.

1. Οι ΑΕΠΕΥ μπορούν να ορίζουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα ως συνδεδεμένους αντιπροσώπους, εφόσον είναι εγγεγραμμένοι στο μητρώο της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος προκειμένου για πιστωτικά ιδρύματα. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι δεν επιτρέπεται να κατέχουν χρήματα ή χρηματοπιστωτικά μέσα για λογαριασμό πελατών.

2. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν για λογαριασμό μιας και μόνο ΑΕΠΕΥ υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη της. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι μπορούν να διαφημίζουν τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που δύναται να παρέχει η ΑΕΠΕΥ σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοπιστωτικά μέσα, να μεσολαβούν για την τοποθέτηση χρηματοπιστωτικών μέσων και να παρέχουν συμβουλές σε πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά μέσα και υπηρεσίες που παρέχει η ΑΕΠΕΥ.

3. Οι ΑΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος γνωστοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την ΑΕΠΕΥ την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με δυνητικό πελάτη ή προτού διαφημίσει ή παράσχει τις υπηρεσίες της παραγράφου 2 σε πελάτη.

4. Οι ΑΕΠΕΥ που ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα νόμο δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που ασκεί αυτός για λογαριασμό της ΑΕΠΕΥ.

5. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα εγγράφονται από την ΑΕΠΕΥ ή το πιστωτικό ίδρυμα που αντιπροσωπεύουν σε μητρώο συνδεδεμένων αντιπροσώπων που τηρείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος αντίστοιχα. Το μητρώο ενημερώνεται τακτικά και η πρόσβαση του κοινού είναι ελεύθερη. Οι ΑΕΠΕΥ και τα πιστωτικά ιδρύματα που προτείνουν την εγγραφή συνδεδεμένου αντιπροσώπου στο μητρώο βεβαιώνουν ότι αυτός διαθέτει καλή φήμη και κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις που τους επιτρέπουν να παρέχουν με ακρίβεια στον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη κάθε χρήσιμη πληροφορία για την προτεινόμενη υπηρεσία.

6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος καθορίζονται αντίστοιχα οι προϋποθέσεις για την εγγραφή των συνδεδεμένων αντιπροσώπων στο μητρώο, το οποίο τηρείται κατά περίπτωση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και την Τράπεζα της Ελλάδος αντίστοιχα, καθώς και οι τεχνικές λεπτομέρειες για την τήρηση και ενημέρωση του μητρώου και την πρόσβαση του επενδυτικού κοινού σε αυτό. Με την ίδια απόφαση και πράξη ορίζονται οι οργανωτικές απαιτήσεις των ΑΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων αντίστοιχα, που χρησιμοποιούν συνδεδεμένους αντιπροσώπους, καθώς και των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο θέμα σχετικά με τη λειτουργία των συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

1. Οι ΑΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια να εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών ή να διαπραγματεύονται για ίδιο λογαριασμό ή να λαμβάνουν και να διαβιβάζουν εντολές μπορούν να συμφωνούν τη διενέργεια συναλλαγών με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους χωρίς να υποχρεούνται να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις των άρθρων 25 και 27 και της παραγράφου 1 του άρθρου 28, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

2. Ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι νοούνται οι ΑΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές εταιρίες, οι Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και οι εταιρίες διαχείρισής τους, οι ανώνυμες εταιρίες επενδύσεως χαρτοφυλακίου, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρίες διαχείρισής τους, άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις κοινοτικού δικαίου ή του δικαίου κράτους - μέλους, οι επιχειρήσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του νόμου αυτού σύμφωνα με τις περιπτώσεις ια΄ και ιβ΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 3, οι εθνικές κυβερνήσεις και οι αντίστοιχες υπηρεσίες τους, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, οι κεντρικές τράπεζες και οι υπερεθνικοί οργανισμοί. Οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΑΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 25, 27 και 28.

3. Σε περίπτωση συναλλαγής, στην οποία ο επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος είναι επιχείρηση εγκατεστημένη σε άλλο κράτος - μέλος, οι ΑΕΠΕΥ αποδέχονται το καθεστώς του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία του κράτους - μέλους εγκατάστασής του.

4. Οι ΑΕΠΕΥ, πριν διενεργήσουν συναλλαγές της παραγράφου 1, λαμβάνουν από τον επιλέξιμο αντισυμβαλλόμενο, εφόσον συντρέχει περίπτωση, ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι διαδικασίες αίτησης για τη μεταχείριση πελατών ως επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι, οι διαδικασίες λήψης ρητής επιβεβαίωσης από αυτούς και κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια σύμφωνα με τα εκτελεστικά μέτρα της παραγράφου 5 του άρθρου 24 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ.

1. ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου με τις οποίες το εν λόγω κράτος προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ μπορεί να παρέχει ελεύθερα επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκεί ελεύθερα επενδυτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση, εφόσον αυτές οι υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα. ΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες μετά τη διαβίβαση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετικής γνωστοποίησης από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής.

2. Οι ΑΕΠΕΥ που επιθυμούν να παράσχουν για πρώτη φορά επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκήσουν δραστηριότητες στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους χωρίς εγκατάσταση ή να τροποποιήσουν το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχουν ή των δραστηριοτήτων που ασκούν με τον τρόπο αυτόν, ανακοινώνουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
(α) το κράτος - μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες ή να ασκεί δραστηριότητες,
(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο αναφέρει ιδίως τις επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και τις τυχόν παρεπόμενες υπηρεσίες που σκοπεύει να παρέχει και να ασκεί, καθώς και το αν σκοπεύει να χρησιμοποιεί συνδεδεμένους αντιπροσώπους στο έδαφος των κρατών - μελών στα οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί εντός ευλόγου χρόνου στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, μετά από αίτησή της, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που σκοπεύει να χρησιμοποιήσει η ΑΕΠΕΥ. Το κράτος - μέλος υποδοχής μπορεί να δημοσιοποιήσει τις πληροφορίες αυτές. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως αρμόδια για επικοινωνία σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 65. Η ΑΕΠΕΥ μπορεί να αρχίσει να παρέχει και να ασκεί τις σχετικές επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο κράτος - μέλος υποδοχής μετά τη διαβίβαση στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής των πληροφοριών αυτών.

5. Σε περίπτωση που ΑΕΠΕΥ σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοιχεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 2, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έναν (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

6. Οι ΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς άλλων κρατών - μελών που διαχειρίζονται ΠΜΔ επιτρέπεται να εγκαθιστούν στην Ελλάδα κατάλληλες υποδομές για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη χρήση των συστημάτων τους από εξ αποστάσεως χρήστες ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, αφού κοινοποιηθεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σχετική ανακοίνωση της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής να της γνωστοποιήσει την ταυτότητα των εγκατεστημένων στο κράτος - μέλος καταγωγής των μελών ή των συμμετεχόντων στον ΠΜΔ.

7. ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς που διαχειρίζεται ΠΜΔ στην Ελλάδα γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το κράτος - μέλος στο οποίο προτίθεται να εγκαταστήσει την υποδομή που αναφέρεται στην παράγραφο 6. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί εντός μηνός την πληροφορία αυτή στο κράτος - μέλος όπου πρόκειται να εγκατασταθεί η υποδομή. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κατόπιν αίτησης των αρμόδιων αρχών του κράτους - μέλους υποδοχής, την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα.

8. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

1. ΕΠΕΥ που έχει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους σύμφωνα με τις διατάξεις του εθνικού δικαίου, με τις οποίες το εν λόγω κράτος προσαρμόστηκε στην Οδηγία 2004/39/ΕΚ, μπορεί να παρέχει στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες οι οποίες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της, μετά τη σχετική γνωστοποίηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς την ΕΠΕΥ και το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής της προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή δραστηριότητα.

2. Η παροχή των υπηρεσιών από υποκατάστημα ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα υπόκειται στις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27, 28 και 49 έως 54, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών εκδιδόμενων κανονιστικών πράξεων. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και μπορεί να ζητεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την ΕΠΕΥ για τη συμμόρφωση του υποκαταστήματος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τις επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες που παρέχει και τις επενδυτικές δραστηριότητες που ασκεί το υποκατάστημα στην Ελλάδα.

3. Η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, να προβεί σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.

4. ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται, για στατιστικούς λόγους, να υποβάλλουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα.

5. ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται να παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις που ισχύουν γι’ αυτές.

6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκαταστήματος ΕΠΕΥ που έχει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος - μέλος και την έναρξη παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών από αυτά στην Ελλάδα.

7. ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή τρίτου κράτους μπορούν να παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες και να λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ύστερα από άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κεφαλαίου Β΄ του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, καθώς και οι ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο άδειας και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

8. Αν η ΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους χρησιμοποιεί στην Ελλάδα συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του νόμου αυτού.

1. ΑΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος - μέλος γνωστοποιεί προηγουμένως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς:
(α) τα κράτη - μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα,
(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται ιδίως οι επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, η οργανωτική διάρθρωση του υποκαταστήματος, καθώς και αν προβλέπεται να χρησιμοποιηθούν συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι,
(γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος - μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα,
(δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

2. Αν η ΑΕΠΕΥ χρησιμοποιεί στο κράτος - μέλος υποδοχής συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του νόμου αυτού.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εάν δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, που έχει οριστεί ως αρμόδια για επικοινωνία σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 58 της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, τις πληροφορίες της παραγράφου 1 εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη τους και ενημερώνει σχετικά την ΑΕΠΕΥ.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής λεπτομέρειες σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΑΕΠΕΥ είναι μέλος. Σε περίπτωση μεταβολής των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης ΑΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής, μπορεί να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 3 στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, αιτιολογώντας τους λόγους της άρνησής της στην ΑΕΠΕΥ εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

6. Μόλις λάβει η ΑΕΠΕΥ σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας γνωστοποίησης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της παραγράφου 3 από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος - μέλος υποδοχής.

7. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού, η ΑΕΠΕΥ ενημερώνει εγγράφως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη μεταβολή αυτή, έναν (1) μήνα τουλάχιστον πριν τεθεί σε ισχύ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

1. Οι ΕΠΕΥ έχουν δικαίωμα πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης ή διακανονισμού που λειτουργούν στην Ελλάδα για την οριστικοποίηση ή τη διευθέτηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα. Η πρόσβασή τους στα εν λόγω συστήματα υπόκειται στα ίδια διαφανή, αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις κριτήρια, τα οποία εφαρμόζονται στα μέλη των συστημάτων αυτών, που έχουν καταστατική έδρα και κεντρική διοίκηση στην Ελλάδα. Η χρήση των συστημάτων αυτών δεν περιορίζεται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε οργανωμένη αγορά ή σε ΠΜΔ που λειτουργεί στην Ελλάδα.

2. Οι οργανωμένες αγορές που λειτουργούν στην Ελλάδα οφείλουν να επιτρέπουν στα μέλη τους να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα που διενεργούνται σε αυτές, εφόσον υφίστανται:
(α) οι αναγκαίοι σύνδεσμοι και οι αναγκαίες συμφωνίες μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής για την εξασφάλιση αποτελεσματικού και οικονομικού διακανονισμού συγκεκριμένης συναλλαγής, και
(β) η σύμφωνη γνώμη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγορά μέσω συστήματος διακανονισμού, διαφορετικού από εκείνο που έχει ορίσει η οργανωμένη αγορά, επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών. Η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως επιβλέπουσα τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού. Για την αποφυγή επικάλυψης ελέγχων, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη που ήδη ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος και συνεργάζεται μαζί της, όπου απαιτείται.

3. Τα δικαιώματα που παρέχει στις ΕΠΕΥ το άρθρο αυτό δεν θίγουν το δικαίωμα των διαχειριστών συστήματος κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης ή διακανονισμού να αρνηθούν για θεμιτούς εμπορικούς λόγους την πρόσβαση στις υπηρεσίες που παρέχουν.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος, εάν κρίνει ότι η άσκηση δραστηριοτήτων σε αυτό το κράτος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαγορεύσει σε ΑΕΠΕΥ την ίδρυση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος εάν, με βάση τα στοιχεία που τους υποβάλλει η ΑΕΠΕΥ και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή της ΑΕΠΕΥ, κρίνει ότι η ίδρυση υποκαταστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των επενδυτών.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, κράτος.

1. Οι ΑΕΕΔ λειτουργούν με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας. Στην επωνυμία τους πρέπει να προσδιορίζονται ως «Ανώνυμη Εταιρία Επενδυτικής Διαμεσολάβησης» και στο διακριτικό τους τίτλο ως «ΑΕΕΔ».

2. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στη λήψη και διαβίβαση εντολών επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στην παροχή επενδυτικών συμβουλών που αφορούν κινητές αξίες και μερίδια που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων. Οι ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να κατέχουν κεφάλαια και χρηματοπιστωτικά μέσα πελατών τους.

3. Οι ΑΕΕΔ επιτρέπεται να διαβιβάζουν εντολές επί κινητών αξιών και μεριδίων που εκδίδονται από οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων μόνο σε:
(α) ΕΠΕΥ που εδρεύουν σε κράτος - μέλος,
(β) πιστωτικά ιδρύματα που εδρεύουν σε κράτος - μέλος,
(γ) υποκαταστήματα ΕΠΕΥ ή πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα που λειτουργούν νομίμως σε κράτος - μέλος, εφόσον οι εν λόγω ΕΠΕΥ ή τα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κανόνες προληπτικής εποπτείας τουλάχιστον ισοδύναμους με τους κανόνες που ισχύουν για την προληπτική εποπτεία των ΕΠΕΥ ή των πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε κράτος - μέλος, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων τους,
(δ) Οργανισμούς Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος - μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δύνανται να διαθέτουν μερίδια στο κοινό σύμφωνα με το ν. 3283/2004.

4. Το μετοχικό κεφάλαιο των ΑΕΕΔ δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο από εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, κατόπιν εισήγησης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να μεταβάλλεται το ποσό του προηγούμενου εδαφίου.

5. Οι μετοχές των ΑΕΕΔ είναι ονομαστικές.

6. Για να εκδοθεί, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, άδεια σύστασης ΑΕΕΔ ή για να μετατραπεί υφιστάμενη ανώνυμη εταιρία σε ΑΕΕΔ πρέπει προηγουμένως να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Στην άδεια λειτουργίας απαριθμούνται οι επενδυτικές υπηρεσίες που δικαιούται να παρέχει η ΑΕΕΔ.

7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος που προβλέπεται από τις διατάξεις του κ.ν. 2190/1920 για τις ανώνυμες εταιρίες ασκείται στις εταιρίες του άρθρου αυτού από ορκωτό ελεγκτή.

8. Οι ΑΕΕΔ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7α παράγραφος 1 του κ.ν. 2190/1920.

1. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κρίνει:
(α) αν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 36,
(β) την επάρκεια της οργάνωσης, της οργανωτικής δομής και των τεχνικών και οικονομικών μέσων της εταιρίας,
(γ) την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα της ΑΕΕΔ και τα οποία δεν μπορεί να είναι λιγότερα από δύο ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΕΔ, καθώς και
(δ) την καταλληλότητα των μετόχων που διαθέτουν ειδική συμμετοχή στην εταιρία για τη διασφάλιση της χρηστής και συνετής διαχείρισής της.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης της ΑΕEΔ εάν διατηρεί επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την ΑΕΕΔ ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ΑΕΕΔ αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.

3. Η ΑΕΕΔ γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε μεταβολή στη διοίκησή της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της ΑΕΕΔ παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση ΑΕΕΔ εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνωστοποίηση της μεταβολής.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, κρίνοντας βάσει της αξιοπιστίας και πείρας των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την ΑΕΕΔ να απαιτήσει την απομάκρυνση των προσώπων από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΑΕΕΔ, την απομάκρυνση των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν ή τη συμπλήρωση της στελέχωσης της εταιρίας, εφόσον κρίνει ότι τούτο απαιτείται για τη διασφάλιση των συμφερόντων των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία της ΑEEΔ, καθώς και της κεφαλαιαγοράς. Αν η ΑΕΕΔ δεν συμμορφωθεί εντός ευλόγου χρόνου στις σχετικές αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η τελευταία μπορεί, πέραν της επιβολής κυρώσεων του άρθρου 61, να λάβει και τα μέτρα που προβλέπονται στα άρθρα 38 και 39.

5. Μέτοχος ΑΕΕΔ ο οποίος προτίθεται να μεταβιβάσει μετοχές της, έτσι ώστε μετά τη μεταβίβαση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να κατέρχεται κάτω των ορίων του 20%, 1/3, 50% του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία παύσει να είναι θυγατρική του μεταβιβάζοντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν (1) μήνα πριν από τη μεταβίβαση των μετοχών. Επίσης, όποιος προτίθεται να αποκτήσει ή να αυξήσει τη συμμετοχή του σε ΑΕΕΔ, έτσι ώστε μετά την απόκτηση το ποσοστό συμμετοχής του στο μετοχικό κεφάλαιο να φθάνει ή υπερβαίνει τα όρια του 20%, 1/3, 50% του μετοχικού κεφαλαίου ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου ή εφόσον η εταιρία πρόκειται να καταστεί θυγατρική του αποκτώντος, υποχρεούται να ενημερώσει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τουλάχιστον έναν (1) μήνα πριν από την απόκτηση των μετοχών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να μην εγκρίνει απόκτηση και διάθεση μετοχικής συμμετοχής εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλισθεί η ορθή και συνετή διαχείριση της ΑΕΕΔ, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των νέων μετόχων. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβάλλει, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ΑΕΕΔ και να ορίζονται οι προϋποθέσεις για τη σύσταση υποκαταστήματος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται σε κάθε περίπτωση μεταβολής των μελών του Δ.Σ., των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν την ΑΕΕΔ, καθώς και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή σύμφωνα με την παράγραφο 5.

1. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αναστέλλει προσωρινά την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ, όταν έχει σοβαρές ενδείξεις παραβίασης της νομοθεσίας της κεφαλαιαγοράς, που καθιστά τη λειτουργία της επικίνδυνη για τους επενδυτές και την εύρυθμη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις η αναστολή αποφασίζεται από την Εκτελεστική Επιτροπή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και η σχετική απόφαση εγκρίνεται στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Η διάρκεια της αναστολής δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες. Στην απόφαση αναστολής της άδειας λειτουργίας μπορεί να τίθεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην ΑΕΕΔ σύντομη προθεσμία, μέσα στην οποία αυτή οφείλει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση των παραβάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις ή ύστερα από αίτηση της ίδιας της ΑΕΕΔ, η αναστολή λειτουργίας μπορεί να παραταθεί για άλλες σαράντα πέντε (45) ημέρες κατ’ ανώτατο όριο μετά τη λήξη του χρόνου ισχύος της πρώτης αναστολής.

2. Η απόφαση με την οποία επιβάλλεται προσωρινή αναστολή είναι αμέσως εκτελεστή και γνωστοποιείται στην ΑΕΕΔ με κάθε πρόσφορο μέσο και δημοσιοποιείται στο διαδυκτιακό τόπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και στα μέσα ενημέρωσης. Το αργότερο μέχρι την παρέλευση του χρόνου αναστολής και αφού λάβει υπόψη τις θέσεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει είτε την άρση της αναστολής είτε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ΑΕΕΔ σύμφωνα με το άρθρο 39.

3. Κατά τα λοιπά στην προσωρινή αναστολή λειτουργίας της ΑΕΕΔ εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 έως 7 του άρθρου 20.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας ΑΕΕΔ εν όλω ή ως προς μία επενδυτική υπηρεσία για την οποία έχει χορηγηθεί σε αυτήν η άδεια λειτουργίας:
(α) εάν η ΑΕΕΔ δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός έξι (6) μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της ή παύσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες για συνεχόμενο χρονικό διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,
(β) εάν η ΑΕΕΔ απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,
(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,
(δ) εάν το ύψος των ιδίων κεφαλαίων ΑΕΕΔ σύμφωνα με τον τελευταίο ισολογισμό της είναι μικρότερο των τριάντα επτά χιλιάδων πεντακοσίων (37.500) ευρώ,
(ε) εάν η ΑΕΕΔ έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων της νομοθεσίας.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΑΕΕΔ τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις και την πρόθεσή της για να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία τουλάχιστον δέκα (10) ημερών από τη γνωστοποίηση να παράσχει εξηγήσεις και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της ανωτέρω προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη τις απόψεις της ΑΕΕΔ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει οριστικά.

1. Με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται τα βιβλία και στοιχεία που τηρούν και εκδίδουν οι ΑΕΕΔ σε σχέση με τις επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχουν, το περιεχόμενο των υποχρεωτικών εγγραφών στα παραπάνω βιβλία και στοιχεία και κάθε άλλο τεχνικό ζήτημα και αναγκαία λεπτομέρεια.

2. Οι διατάξεις του άρθρου 25 και των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του εφαρμόζονται αναλόγως και στις ΑΕΕΔ.

1. Η λειτουργία οργανωμένης αγοράς στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

2. Με την επιφύλαξη των σχετικών διατάξεων του ν. 3340/ 2005 (ΦΕΚ 112 Α΄), οι συναλλαγές που διενεργούνται σε οργανωμένη αγορά, η άδεια λειτουργίας της οποίας έχει χορηγηθεί από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε οργανωμένη αγορά εάν:
(α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή η οργανωμένη αγορά δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες,
(β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,
(γ) η οργανωμένη αγορά δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
(δ) ο διαχειριστής της αγοράς κατά τη διαχείριση της οργανωμένης αγοράς έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων του νόμου αυτού,
(ε) ανακληθεί η άδεια λειτουργίας του διαχειριστή της οργανωμένης αγοράς.

4. Κάθε ανάκληση αδείας λειτουργίας σε οργανωμένη αγορά κοινοποιείται στην ΕΑΚΑΑ.

1. Ο διαχειριστής αγοράς λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό της οργανωμένης αγοράς που διαχειρίζεται και ευθύνεται για τη συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην ισχύουσα νομοθεσία.

2. Το αρχικό μετοχικό κεφάλαιο του διαχειριστή αγοράς ανέρχεται τουλάχιστον σε είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) ευρώ. Για τη χορήγηση άδειας σύστασης απαιτείται να έχει κατατεθεί προηγουμένως το μετοχικό κεφάλαιο σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα. Άδεια λειτουργίας μπορεί να χορηγείται σε υφιστάμενες ανώνυμες εταιρίες εφόσον λειτουργούν τουλάχιστον για (1) ένα έτος και πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού. Τα ίδια κεφάλαια του διαχειριστή αγοράς δεν μπορεί να υπολείπονται του αρχικού μετοχικού κεφαλαίου καθόλη τη διάρκεια λειτουργίας του. Οι μετοχές του διαχειριστή αγοράς είναι ονομαστικές.

3. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί με τον ίδιο τρόπο και κάθε αλλαγή στα στοιχεία αυτά.

4. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την αξιοπιστία και την πείρα των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητα του διαχειριστή αγοράς, ή που είναι επιφορτισμένα με τη διοίκηση και διαχείριση των οργανωμένων αγορών ή των ΠΜΔ, καθώς και των προσώπων που κατέχουν ειδική συμμετοχή, κατά την έννοια της περιπτώσεως 20 του άρθρου 2, στο μετοχικό του κεφάλαιο και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκήσουν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και στη διαχείριση της οργανωμένης αγοράς για τη διασφάλιση της ορθής και συνετής διοίκησης και λειτουργίας της οργανωμένης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.

5. Έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς απαιτείται και για κάθε αλλαγή των μελών του διοικητικού συμβουλίου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του και των προσώπων που είναι σε θέση να ασκούν άμεσα ή έμμεσα ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δεν εγκρίνει τις προτεινόμενες αλλαγές εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι αλλαγές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς. Από τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου εξαιρείται η Τράπεζα της Ελλάδος όταν έχει την ιδιότητα του διαχειριστή αγοράς.

6. Για τη μεταβίβαση μετοχών του διαχειριστή αγοράς συνεπεία της οποίας το ποσοστό συμμετοχής μετόχου φθάνει ή υπερβαίνει το 20%, 1/3, 50% ή 2/3 του μετοχικού κεφαλαίου του απαιτείται προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Για τη χορήγηση της άδειας αυτής η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ελέγχει την καταλληλότητα του προσώπου που αποκτά τις μετοχές σύμφωνα με την παράγραφο 4. Η απόκτηση μετοχών χωρίς την προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχει ως συνέπεια τη στέρηση του δικαιώματος ψήφου στη γενική συνέλευση.

7. Ο τακτικός και έκτακτος έλεγχος του διαχειριστή αγοράς, ο οποίος προβλέπεται από τις διατάξεις για τις ανώνυμες εταιρίες, ασκείται από δύο ορκωτούς ελε-γκτές. Οι καταχωρήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας για τις ανώνυμες εταιρίες γίνονται στο Μητρώο της παραγράφου 8 του άρθρου 7β του κ.ν. 2190/ 1920.

8. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας διαχειριστή αγοράς εάν:
(α) ο διαχειριστής δεν έχει κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από τη χορήγησή της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή η οργανωμένη αγορά δεν έχει λειτουργήσει για συνεχόμενο διάστημα έξι (6) μηνών,
(β) η άδεια λειτουργίας αποκτήθηκε με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλον παράνομο τρόπο,
(γ) ο διαχειριστής δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους του χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
(δ) ο διαχειριστής έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις του νόμου αυτού.

9. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, περιλαμβανομένων των όρων και προϋποθέσεων για την έγκριση της καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου και των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του, των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση και διαχείριση της οργανωμένης αγοράς και των μετόχων του, και κάθε άλλο τεχνικό θέμα ή αναγκαία λεπτομέρεια.

1. Η οργανωμένη αγορά πρέπει κατ’ ελάχιστο:
(α) να έχει μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών για τη λειτουργία της ή για τα μέλη της, από κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ αφ’ ενός της οργανωμένης αγοράς, του διαχειριστή της αγοράς ή των προσώπων που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στο μετοχικό του κεφάλαιο και αφ’ ετέρου της υγιούς λειτουργίας της οργανωμένης αγοράς, ιδίως εάν αυτή η σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εκπλήρωση των λειτουργιών που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τυχόν αναθέσει στην οργανωμένη αγορά,
(β) να διαθέτει κατάλληλα μέσα που να της επιτρέπουν να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία της κινδύνων και να έχει λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων,
(γ) να έχει μηχανισμούς που να επιτρέπουν την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, και ιδίως αποτελεσματικούς μηχανισμούς έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων,
(δ) να εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που να εξασφαλίζουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και να έχει διατυπώσει αντικειμενικά κριτήρια για την αποτελεσματική εκτέλεση των εντολών,
(ε) να έχει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να επιτρέπουν την αποτελεσματική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της,
(στ) να διαθέτει, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας της και σε μόνιμη βάση, επαρκείς χρηματοπιστωτικούς πόρους για να διασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγορά, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη,
(ζ) να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας με τον οποίο να ρυθμίζονται ιδίως θέματα σχετικά με τις υποχρεώσεις των μελών της οργανωμένης αγοράς, οι κανόνες πρόσβασης στην οργανωμένη αγορά, οι κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων για διαπραγμάτευση, οι κανόνες διαπραγμάτευσης, καθώς και οι κανόνες σχετικά με την αναστολή και διαγραφή των χρηματοπιστωτικών μέσων, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 44 έως 46.

2. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας οργανωμένης αγοράς εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 43 έως 45. Ταυτόχρονα με τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας οργανωμένης αγοράς η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς ως προς τη νομιμότητά του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ε-γκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα μέλη της οργανωμένης αγοράς, τους εκδότες των κινητών αξιών που έχουν εισαχθεί ή έχουν υποβάλει αίτηση για την εισαγωγή τους στην οργανωμένη αγορά και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία και να καθορίζονται ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας οργανωμένης αγοράς. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας οργανωμένης αγοράς και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησής του.

1. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβάνει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοπιστωτικών μέσων προς διαπραγμάτευση.

2. Οι κανόνες αυτοί διασφαλίζουν ιδίως:
(α) ότι κάθε χρηματοπιστωτικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά είναι δεκτικό δίκαιης, ομαλής και αποτελεσματικής διαπραγμάτευσης,
(β) προκειμένου περί κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες,
(γ) προκειμένου περί παραγώγων χρηματοπιστωτικών μέσων που απαριθμούνται στις περιπτώσεις δ΄ έως ι΄ του άρθρου 5, ότι οι όροι των συμβολαίων των παράγωγων χρηματοπιστωτικών μέσων επιτρέπουν την ομαλή διαμόρφωση των τιμών τους, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών όρων διακανονισμού.

3. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβάνει επίσης ρυθμίσεις:
(α) για την εξακρίβωση της συμμόρφωσης των εκδοτών κινητών αξιών που είναι εισηγμένες στην οργανωμένη αγορά με τις υποχρεώσεις για την αρχική, διαρκή και, κατά περίπτωση, δημοσιοποίηση πληροφοριών,
(β) για τη διευκόλυνση της πρόσβασης των μελών της στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
(γ) για τον έλεγχο σε τακτά χρονικά διαστήματα του εάν τα χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην οργανωμένη αγορά πλη-ρούν τους όρους εισαγωγής σε αυτήν.

4. Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά μπορεί στη συνέχεια να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες οργανωμένες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων του ν. 3401/2005 (ΦΕΚ 257 Α΄). Ο εκδότης ενημερώνεται από την οργανωμένη αγορά για το ότι οι κινητές αξίες του εισάγονται προς διαπραγμάτευση στην εν λόγω οργανωμένη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 3. Οι όροι και η διαδικασία εισαγωγής κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά σύμφωνα με την παράγραφο αυτή ορίζονται στον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς.

1. Ο Κανονισμός της οργανωμένης αγοράς περιλαμβάνει διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες, οι οποίοι βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση στην οργανωμένη αγορά ή την ιδιότητα του μέλους της.

2. Οι κανόνες αυτοί ορίζουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της οργανωμένης αγοράς που απορρέουν από:
(α) τη διενέργεια των συναλλαγών,
(β) τα επαγγελματικά πρότυπα προς τα οποία πρέπει να συμμορφώνεται το προσωπικό των μελών της οργανωμένης αγοράς,
(γ) τις διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στην οργανωμένη αγορά,
(δ) τους όρους που ισχύουν για τα μέλη της που δεν είναι ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα.

3. Οι οργανωμένες αγορές μπορούν να δέχονται ως μέλη ΕΠΕΥ πιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν:
(α) εχέγγυα ήθους και ικανότητας,
(β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας και επάρκειας,
(γ) εφόσον συντρέχει περίπτωση, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις και
(δ) επαρκή μέσα για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων χρηματοοικομικών ρυθμίσεων που τυχόν επιβάλλει η οργανωμένη αγορά για να εγγυάται τον προσήκοντα διακανονισμό των συναλλαγών.

4. Τα μέλη οργανωμένης αγοράς:
(α) δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27 και 28 ως προς τις συναλλαγές που διενεργούνται στην αγορά και
(β) εφαρμόζουν έναντι των πελατών τους τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27 και 28 όταν εκτελούν εντολές για λογαριασμό πελατών τους στην οργανωμένη αγορά.

5. Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στην οργανωμένη αγορά ή την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της πρέπει να προβλέπουν την άμεση ή την εξ αποστάσεως συμμετοχή των ΕΠΕΥ, εφόσον οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της αγοράς δεν απαι-τούν αυτοπρόσωπη παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών.

6. Οργανωμένη αγορά, η οποία έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, μπορεί να δημιουργήσει κατάλληλα συστήματα σε άλλο κράτος - μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη της που είναι εγκατεστημένα στο κράτος - μέλος αυτό, ύστερα από γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί την πληροφορία αυτή εντός μηνός στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί, εντός ευλόγου χρόνου, την ταυτότητα των μελών της οργανωμένης αγοράς που είναι εγκατεστημένα στο κράτος - μέλος υποδοχής.

7. Οργανωμένες αγορές που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος - μέλος μπορούν να δημιουργήσουν κατάλληλα συστήματα στην Ελλάδα για να διευκολύνουν την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών από τα μέλη ή τους συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα. H αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς γνωστοποιεί στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεση της οργανωμένης αγοράς να δημιουργήσει συστήματα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει να πληροφορηθεί την ταυτότητα των μελών ή συμμετεχόντων στην οργανωμένη αγορά που είναι εγκατεστημένα στην Ελλάδα. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

8. Ο διαχειριστής της οργανωμένης αγοράς οφείλει να ανακοινώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τον κατάλογο των μελών της.

1. Με την επιφύλαξη των περιπτώσεων ε΄ και στ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 59 του νόμου αυτού και του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 και του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 17 του ν. 3371/2005 (ΦΕΚ 178 Α΄) για τη διακοπή, αναστολή και διαγραφή κινητών αξιών, ο διαχειριστής αγοράς μπορεί να διακόψει ή να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες της οργανωμένης αγοράς, εκτός εάν το μέτρο αυτό ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Ο διαχειριστής αγοράς δημοσιοποιεί αμέσως την απόφασή του για τη διακοπή ή την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου και την κοινοποιεί ταυτόχρονα στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει

2. Αν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποφασίζει να ζητήσει την αναστολή διαπραγμάτευσης ή αποφασίζει τη διαγραφή χρηματοπιστωτικού μέσου, το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ, δημοσιοποιεί αμέσως την απόφασή της αυτή και ενημερώνει σχετικά την ΕΑΚΑΑ και τις Αρμόδιες Αρχές των άλλων κρατών - μελών.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ζητά την αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγράφει χρηματοπιστωτικό μέσο το οποίο αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά ή ΠΜΔ, εφόσον ενημερωθεί ότι η αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους έχει ζητήσει την αναστολή ή έχει αποφασίσει τη διαγραφή αυτού του χρηματοπιστωτικού μέσου από την οργανωμένη αγορά που υπάγεται στην εποπτεία της, εκτός αν η ενέργεια αυτή θα έβλαπτε σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

Η εμπορία και εν γένει η κατ’ επάγγελμα άμεση ή έμμεση διάθεση, μέσω ηλεκτρονικών συστημάτων, των στοιχείων και δεδομένων των συναλλαγών που συνάπτονται σε οργανωμένη αγορά, όπως ιδίως των τιμών των συναλλαγών, του όγκου τους, των τιμών ζήτησης και προσφοράς επιτρέπεται μόνο ύστερα από έγγραφη άδεια της οργανωμένης αγοράς, με την οποία καθορίζονται οι όροι υπό τους οποίους μπορεί να παρέχονται οι πληροφορίες και τα στοιχεία αυτά, ο τρόπος με τον οποίο διοχετεύονται, το εύρος της πληροφόρησης, καθώς και η αμοιβή της οργανωμένης αγοράς.

Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς καταρτίζει κατάλογο των οργανωμένων αγορών για τις οποίες έχει εκδώσει άδεια λειτουργίας και τον ανακοινώνει στα άλλα κράτη  μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Όμοια ανακοίνωση γίνεται και για κάθε τροποποίηση του καταλόγου αυτού.

1. Στις οργανωμένες αγορές συναλλαγές διενεργούν μόνο τα μέλη τους, σύμφωνα με τους ειδικότερους κανόνες, όρους και προϋποθέσεις που τάσσονται με τον Κανονισμό τους.

2. Οι συναλλαγές διενεργούνται με δήλωση προσφοράς από ένα μέλος και αποδοχής της προσφοράς από άλλο μέλος, σύμφωνα με τον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς.

3. Τα μέλη της οργανωμένης αγοράς συμβάλλονται στο όνομα τους και για λογαριασμό των εντολέων τους ή για ίδιο λογαριασμό.

4. Τα μέλη ευθύνονται πλήρως έναντι των αντισυμβαλλόμενων μελών και του διαχειριστή της οργανωμένης αγοράς για κάθε εντολή προς κατάρτιση συναλλαγών που διαβιβάζεται μέσω των συστημάτων τους.

5. Κάθε μέλος οργανωμένης αγοράς ευθύνεται αφ' ενός έναντι του εντολέα του για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του αντισυμβαλλόμενου μέλους και αφ' ετέρου έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέλους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του εντολέα του. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη. Το μέλος δεν επιτρέπεται να αντιτάξει κατά του εντολέα του ενστάσεις που απορρέουν από τη σύμβαση με το άλλο μέλος και οι οποίες προβάλλονται από το αντισυμβαλλόμενο μέλος για λόγους απαλλαγής από την ευθύνη του, ούτε και κατά του αντισυμβαλλόμενου μέλους ενστάσεις που απορρέουν από τη σύμβαση με τον εντολέα του. Ακυρότητα ή ελάττωμα της σύμβασης παραγγελίας μεταξύ του μέλους και του εντολέα του δεν θίγει το κύρος των συμβάσεων που συνάπτονται, σε εκτέλεση της σύμβασης παραγγελίας, στην οργανωμένη αγορά ούτε και επηρεάζει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μελών, σύμφωνα με όσα προβλέπονται στον Κανονισμό της οργανωμένης αγοράς.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και για τη διενέργεια συναλλαγών επί χρηματοπιστωτικών μέσων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε Πολυμερή Μηχανισμό Διαπραγμάτευσης.

1. Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να τηρούν στη διάθεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, για πέντε (5) τουλάχιστον έτη, τα στοιχεία σχετικά με τις συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν διενεργήσει, είτε για ίδιο λογαριασμό είτε για λογαριασμό πελατών. Στην περίπτωση των συναλλαγών για λογαριασμό πελατών, τα αρχεία περιέχουν όλες τις πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα του πελάτη, καθώς και τις πληροφορίες που απαιτούνται σύμφωνα με το ν. 3691/2008, (Α' 166), για την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαθέτει στην ΕΑΚΑΑ τις πληροφορίες αυτές με τη διαδικασία και υπό τις προϋποθέσεις του άρθρο 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

2. Οι ΕΠΕΥ, οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα ή λειτουργούν με υποκατάστημα στην Ελλάδα και εκτελούν συναλλαγές σε χρηματοπιστωτικά μέσα εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά, καθώς και με χρηματοπιστωτικά μέσα που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ τον οποίο διαχειρίζεται πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή διαχειριστής οργανωμένης αγοράς που εδρεύει στην Ελλάδα, γνωστοποιούν τις συναλλαγές αυτές στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς το ταχύτερο δυνατό, και το αργότερο εντός της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Η υποχρέωση αυτή ισχύει και για συναλλαγές με χρηματοπιστωτικά μέσα που είναι εισηγμένα σε οργανωμένη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ οι οποίες διενεργήθηκαν εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ.

3. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει ιδίως στοιχεία σχετικά με τα ονόματα, τους κωδικούς και τον αριθμό (όγκο) των χρηματοπιστωτικών μέσων που αγοράστηκαν ή πωλήθηκαν, την ημερομηνία και την ώρα εκτέλεσης των εντολών, τις τιμές των συναλλαγών και τα μέσα προσδιορισμού της ταυτότητας της ΕΠΕΥ που κατάρτισε τη συναλλαγή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παράρτημα Ι, πίνακας Ι του Κανονισμού (ΕΚ) 1287/2006 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (L 241/2.9.2006).

4. Η γνωστοποίηση μπορεί να υποβάλλεται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς από την ίδια την ΕΠΕΥ, από τρίτον που ενεργεί για λογαριασμό της, από σύστημα αντιστοίχισης ή αναφοράς συναλλαγών εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, καθώς και από την οργανωμένη αγορά ή τον ΠΜΔ, με τα συστήματα των οποίων ολοκληρώθηκε η συναλλαγή. Σε περίπτωση που οι συναλλαγές γνωστοποιούνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς απευθείας από οργανωμένη αγορά, ΠΜΔ ή σύστημα αντιστοίχισης ή αναφοράς συναλλαγών εγκεκριμένο από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η ΕΠΕΥ απαλλάσσεται από την υποχρέωση της παραγράφου 2.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαβιβάζει τη γνωστοποίηση που λαμβάνει από υποκαταστήματα ΕΠΕΥ, οι οποίες έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος - μέλος, στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ, εκτός αν αυτές δηλώσουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να λαμβάνουν τη γνωστοποίηση.

1. Οι ΑΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς την πρόθεσή τους να ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές αναφέροντας τις μετοχές για τις οποίες θα ενεργούν με αυτή την ιδιότητα. Οι ΑΕΠΕΥ ενημερώνουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς όταν πρόκειται να μεταβληθούν τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιήσει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

2. Τα πιστωτικά ιδρύματα που προτίθενται να ενεργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές γνωστοποιούν την πρόθεσή τους και στην Τράπεζα της Ελλάδος. Τα πιστωτικά ιδρύματα ενημερώνουν και την Τράπεζα της Ελλάδος όταν πρόκειται να μεταβληθούν τα στοιχεία που έχουν γνωστοποιήσει σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο.

1. Οι ΑΕΠΕΥ που δραστηριοποιούνται ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές σε μετοχές που είναι εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά ανακοινώνουν δημόσια τιμές στις οποίες δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές στις μετοχές αυτές. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές επικαιροποιούν τακτικά την τιμή αυτή.

2. Η υποχρέωση της προηγούμενης παραγράφου ισχύει ως προς μετοχές για τις οποίες υπάρχει ρευστή αγορά. Προκειμένου περί μετοχών για τις οποίες δεν υπάρχει ρευστή αγορά, οι ΑΕΠΕΥ που διενεργούν συναλλαγές ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές γνωστοποιούν τιμή στην οποία δεσμεύονται να καταρτίσουν συναλλαγές μόνο κατόπιν αιτήματος των πελατών τους.

3. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές αποφασίζουν το μέγεθος (αριθμό μετοχών) ή τα μεγέθη για τα οποία ορίζουν τιμή ή τιμές, αντίστοιχα, στις οποίες δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές αγοράς ή/και πώλησης. Το μέγεθος ή τα μεγέθη αυτά είναι ίσα ή μικρότερα από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών για την κατηγορία στην οποία ανήκει κάθε μετοχή. Οι τιμές πρέπει να αντανακλούν τις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά για κάθε μετοχή.

4. Οι υποχρεώσεις του άρθρου αυτού δεν ισχύουν για συναλλαγές των οποίων ο όγκος είναι μεγαλύτερος από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών της αγοράς.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατατάσσει τις μετοχές σε κατηγορίες βάσει της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για κάθε μετοχή. Το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών για κάθε κατηγορία μετοχών είναι αντιπροσωπευτικό της μέσης αριθμητικής αξίας των εντολών που εκτελούνται στην αγορά για όλες τις μετοχές που περιλαμβάνονται στην κατηγορία αυτή.

2. Για τον υπολογισμό του συνήθους μεγέθους συναλλαγών, λαμβάνονται υπόψη για κάθε μετοχή όλες οι συναλλαγές που καταρτίζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση στη μετοχή αυτή, εκτός από τις συναλλαγές των οποίων το μέγεθος είναι μεγαλύτερο από το κανονικό μέγεθος των συναλλαγών γι’ αυτή τη μετοχή.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατατάσσει κάθε μετοχή, που είναι εισηγμένη σε οργανωμένη αγορά την οποία εποπτεύει και η οποία αποτελεί τη σημαντικότερη από άποψη ρευστότητας αγορά για αυτή τη μετοχή, σε κατηγορίες σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η κατάταξη αναθεωρείται τουλάχιστον μία φορά κατ' έτος και δημοσιοποιείται στους συμμετέχοντες στην αγορά και στην ΕΑΚΑΑ, η οποία τη δημοσιεύει στον ιστότοπό της.

4. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές ανακοινώνουν δημόσια τις τιμές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτίζουν συναλλαγές σε τακτική και συνεχή βάση κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών τους, με τρόπο εύκολα προσιτό στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά και υπό εύλογους εμπορικούς όρους. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να επικαιροποιούν ανά πάσα στιγμή τις τιμές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτίσουν συναλλαγές. Κατ’ εξαίρεση οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν, εφόσον διαμορφώνονται εξαιρετικές συνθήκες στην αγορά, να ανακαλούν τις τιμές και τα μεγέθη στα οποία δεσμεύονται να καταρτίσουν συναλλαγές.

1. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εκτελούν στην ανακοινωθείσα, κατά το χρονικό σημείο λήψης κάθε εντολής, τιμή τις εντολές που λαμβάνουν από τους ιδιώτες πελάτες τους σε μετοχές αναφορικά με τις οποίες λειτουργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές, τηρώντας παράλληλα τις διατάξεις του άρθρου 27.

2. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές εκτελούν στην ανακοινωθείσα, κατά το χρονικό σημείο λήψης της εντολής, τιμή τις εντολές που λαμβάνουν από τους επαγγελματίες πελάτες τους σε μετοχές αναφορικά με τις οποίες λειτουργούν ως συστηματικοί εσωτερικοποιητές. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν σε δικαιολογημένες περιπτώσεις να εκτελούν τις εντολές που λαμβάνουν από επαγγελματίες πελάτες σε καλύτερη τιμή εφόσον:
(α) η τιμή αυτή κείται εντός δημοσιευμένου εύρους που δεν απέχει από τις συνθήκες της αγοράς και
(β) οι εντολές έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από το μέγεθος των εντολών που δίνουν κατά κανόνα οι ιδιώτες επενδυτές.

3. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να εκτελούν τις εντολές που λαμβάνουν από επαγγελματίες πελάτες σε διαφορετικές τιμές από αυτές που ανακοινώνουν σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 52 χωρίς να συμμορφώνονται με τα προβλεπόμενα στην προηγούμενη παράγραφο προκειμένου περί σύνθετων συναλλαγών που περιλαμβάνουν την εκτέλεση επί μέρους πράξεων επί περισσότερων κινητών αξιών ή προκειμένου περί εντολών που υπόκεινται σε άλλους όρους από την τρέχουσα τιμή της αγοράς.

4. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου αυτού:
(α) Σε περίπτωση που:
(αα) η μοναδική τιμή που έχει ανακοινώσει δημόσια ο συστηματικός εσωτερικοποιητής, ή, αν έχει ανακοινώσει περισσότερες τιμές, η καλύτερη τιμή του είναι για μέγεθος μικρότερο από το σύνηθες μέγεθος συναλλαγών και
(ββ) ο συστηματικός εσωτερικοποιητής λάβει από έναν πελάτη εντολή για μεγαλύτερο μέγεθος από το μέγεθος της μοναδικής ή της καλύτερης τιμής του, αλλά μικρότερο από το σύνηθες μέγεθος των συναλλαγών, τότε ο συστηματικός εσωτερικοποιητής μπορεί να αποφασίσει να εκτελέσει και το τμήμα της εντολής που υπερβαίνει το μέγεθος για το οποίο έχει ορίσει τιμή, στην ίδια τιμή που έχει ανακοινώσει.
(β) Σε περίπτωση που ο συστηματικός εσωτερικοποιητής, ο οποίος ανακοινώνει δημόσια τιμές για διαφορετικά μεγέθη συναλλαγών, λάβει εντολή για μέγεθος που κυμαίνεται μεταξύ των μεγεθών για τα οποία έχει ανακοινώσει τιμή και επιλέξει να την εκτελέσει, καταρτίζει τη συναλλαγή σε μία από τις τιμές που έχει ανακοινώσει σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28.

5. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να επιλέγουν, βάσει της εμπορικής τους πολιτικής και με τρόπο αντικειμενικό που να μην δημιουργεί διακρίσεις, τους επενδυτές στους οποίους δίνουν πρόσβαση στις τιμές που ανακοινώνουν, εφαρμόζοντας σαφή πρότυπα διαχείρισης της πρόσβασης. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να αρνούνται να συνάψουν εμπορικές σχέσεις με επενδυτές, ή να τις διακόπτουν, βάσει εμπορικών κριτηρίων, όπως η πιστοληπτική ικανότητα του επενδυτή, ο κίνδυνος αντισυμβαλλομένου και ο τελικός διακανονισμός της συναλλαγής.

6. Για να περιορίζεται ο κίνδυνος έκθεσης σε πολλαπλές συναλλαγές με τον ίδιο πελάτη, οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν να θέτουν, με τρόπο που να μην δημιουργεί διακρίσεις, όρια στον αριθμό των συναλλαγών του ίδιου πελάτη που αναλαμβάνουν να εκτελέσουν υπό τους όρους που ανακοινώνουν. Οι συστηματικοί εσωτερικοποιητές μπορούν, με τρόπο που να μην δημιουργεί διακρίσεις και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28, να περιορίζουν το συνολικό αριθμό ταυτόχρονων συναλλαγών διαφορετικών πελατών, μόνο σε περίπτωση που ο αριθμός ή ο όγκος των εντολών που λαμβάνουν από τους πελάτες υπερβαίνει σημαντικά τα κανονικά επίπεδα.

1. Οι ΑΕΠΕΥ που καταρτίζουν για ίδιο λογαριασμό ή για λογαριασμό πελατών τους εκτός οργανωμένης αγοράς ή ΠΜΔ συναλλαγές σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά δημοσιοποιούν κατ’ ελάχιστον τον όγκο και την τιμή των συναλλαγών τους και το χρονικό σημείο κατάρτισής τους. Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποιούνται όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο χρόνο κατάρτισης κάθε συναλλαγής, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και με τρόπο εύκολα προσιτό στους λοιπούς συμμετέχοντες στην αγορά.

2. Τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι προθεσμίες εντός των οποίων αυτές δημοσιοποιούνται πρέπει να είναι σύμφωνα με τους κανόνες του άρθρου 57. Εάν επιτρέπεται, βάσει των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 57, η χρονική μετάθεση της δημοσιοποίησης των στοιχείων για ορισμένες κατηγορίες συναλλαγών σε μετοχές, η δυνατότητα αυτή εφαρμόζεται και στις συναλλαγές που διενεργούνται εκτός οργανωμένων αγορών ή ΠΜΔ.

Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά:
(α) δημιουργούν και εφαρμόζουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με το συγκεκριμένο ΠΜΔ ή την οργανωμένη αγορά για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των χρηστών με τους κανόνες τους,
(β) παρακολουθούν τις συναλλαγές, που καταρτίζονται από τους χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται οι παραβάσεις των κανόνων τους, οι ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης και οι συμπεριφορές που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς,
(γ) αναφέρουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις σημαντικές παραβάσεις των κανόνων τους, τις ανώμαλες συνθήκες διαπραγμάτευσης και τις συμπεριφορές που ενδέχεται να συνιστούν κατάχρηση της αγοράς και
(δ) διαβιβάζουν χωρίς καθυστέρηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις σχετικές πληροφορίες για τη διερεύνηση των περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς και παρέχουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε συνδρομή για τη διερεύνηση των περιπτώσεων κατάχρησης της αγοράς που έχουν επιχειρηθεί στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά οφείλουν να δημοσιοποιούν κατ’ ελάχιστο τις τρέχουσες τιμές προσφοράς και ζήτησης και το βάθος του συναλλακτικού ενδιαφέροντος στις τιμές που ανακοινώνονται μέσω των συστημάτων τους για μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να τίθενται στη διάθεση του κοινού υπό εύλογους εμπορικούς όρους και συνεχώς κατά τις κανονικές ώρες συναλλαγών.

2. Οι διαχειριστές οργανωμένης αγοράς μπορούν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, να επιτρέπουν στις ΑΕΠΕΥ, οι οποίες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές τους επί μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 51, την πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της παραγράφου 1.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να απαλλάσσονται οι ΑΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές της αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά από την υποχρέωση να ανακοινώνουν δημόσια τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 στοιχεία, ανάλογα με το μοντέλο αγοράς ή το είδος και το μέγεθος της εντολής και ιδίως προκειμένου περί συναλλαγών μεγάλης κλίμακας σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς για τη συγκεκριμένη μετοχή ή τύπο μετοχής.

1. Οι ΑΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά οφείλουν να δημοσιοποιούν τουλάχιστον την τιμή, τον όγκο και το χρόνο των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων τους σε μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά. Τα στοιχεία αυτά δημοσιοποιούνται υπό εύλογους εμπορικούς όρους και, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο χρόνο κατάρτισης κάθε συναλλαγής.

2. Η υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει για συναλλαγές που εκτελούνται σε ΠΜΔ και δημοσιοποιούνται στα πλαίσια των συστημάτων οργανωμένης αγοράς.

3. Οι διαχειριστές οργανωμένης αγοράς μπορούν, υπό εύλογους εμπορικούς όρους και κατά τρόπο που δεν δημιουργεί διακρίσεις, να επιτρέπουν στις ΑΕΠΕΥ, οι οποίες υποχρεούνται να δημοσιοποιούν τις συναλλαγές τους επί μετοχών σύμφωνα με το άρθρο 54, την πρόσβαση στα μέσα που χρησιμοποιούν για τη δημοσιοποίηση των στοιχείων της παραγράφου 1.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή του να επιτρέπει στις ΑΕΠΕΥ ή τους διαχειριστές της αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά να μεταθέτουν χρονικά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων των συναλλαγών ανάλογα με τον τύπο ή τον όγκο τους και ιδίως τις συναλλαγές μεγάλου όγκου σε σύγκριση με τον κανονικό όγκο των συναλλαγών στη συγκεκριμένη μετοχή ή στην κατηγορία μετοχών. Ο τρόπος μετάθεσης της δημοσιοποίησης των στοιχείων των συναλλαγών εγκρίνεται εκ των προτέρων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και ανακοινώνεται στους συμμετέχοντες στην αγορά και στο επενδυτικό κοινό.

1. Οι ΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή οργανωμένη αγορά μπορούν να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο, φορέα εκκαθάρισης, ή σύστημα διακανονισμού που είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στα πλαίσια των συστημάτων τους. Η εκκαθάριση των συναλλαγών που καταρτίζονται σε ΠΜΔ ή σε οργανωμένη αγορά ολοκληρώνεται το αργότερο μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την κατάρτισή τους.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέα εκκαθάρισης ή συστήματος διακανονισμού που είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα ή σε άλλο κράτος - μέλος, μόνο σε περίπτωση που αυτό είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ ή της οργανωμένης αγοράς, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στην παράγραφο 2 του άρθρου 34 προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος ή άλλη αρμόδια αρχή, ως επιβλέπουσα τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία της εφαρμογής του Πρώτου Μέρους. Προκειμένου περί της εποπτείας της εφαρμογής των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 από πιστωτικά ιδρύματα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες αρμόδια είναι η Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Στο πλαίσιο της εποπτείας που ασκεί, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διενεργεί γενικούς ή ειδικούς, επιτόπιους ή μη, ελέγχους στους εποπτευόμενους, σύμφωνα με το νόμο αυτόν, φορείς, ιδίως στις περιπτώσεις που υπάρχουν ενδείξεις παραβατικής συμπεριφοράς. Οι παραπάνω έλεγχοι είναι δειγματοληπτικοί.

3. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της Τράπεζας της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορούν:
(α) να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνουν αντίγραφό του,
(β) να ζητούν πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και, εφόσον είναι απαραίτητο, να καλούν και να λαμβάνουν μαρτυρικές καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο εφαρμοζομένων των διατάξεων των παραγράφων 9 έως 13 του άρθρου 22 του ν. 3340/2005,
(γ) να έχουν πρόσβαση σε κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων και να λαμβάνουν αντίγραφο αυτής.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επιπροσθέτως:
(α) να απαιτεί τη διακοπή κάθε δραστηριότητας ή πρακτικής που είναι αντίθετη με το νόμο αυτόν ή τις αποφάσεις του που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του,
(β) να απαγορεύει προσωρινά, για περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από φυσικά πρόσωπα που απασχολούνται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή άλλως παρέχουν υπηρεσίες σε εποπτευόμενους φορείς,
(γ) να λαμβάνει πληροφορίες από τους ελεγκτές εποπτευόμενων φορέων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας,
(δ) να ζητά την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοπιστωτικών μέσων,
(ε) να διαγράφει η ίδια, ή να ζητά τη διαγραφή χρηματοπιστωτικών μέσων από την οργανωμένη αγορά και να ζητά τη διακοπή της διαπραγμάτευσής τους από άλλους τόπους εκτέλεσης,
(στ) να αναθέτει εξακριβώσεις ή έρευνες σε ορκωτούς λογιστές και άλλους εμπειρογνώμονες,
(ζ) να διενεργεί ελέγχους σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του ν. 3340/2005:
(αα) σε εποπτευόμενους φορείς και
(ββ) σε μη εποπτευόμενους φορείς ή πρόσωπα μόνο στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του νόμου αυτού.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να ελέγχει τα πιστωτικά ιδρύματα ως προς την εφαρμογή των διατάξεων του Μέρους αυτού ως προς τις οποίες έχει αρμοδιότητες εποπτείας. Στο πλαίσιο της εποπτείας αυτής, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει τις εξουσίες ελέγχου που της παρέχει ο ν. 3601/2007.

6. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να υποβάλλουν οι εποπτευόμενοι φορείς, ο χρόνος και τρόπος υποβολής τους, καθώς και κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

7. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζονται τα εκτελεστικά τεχνικά πρότυπα που καταρτίζει η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών και εγκρίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο του Κανονισμού (EE) αριθ. 1095/2010.

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζονται για την αποτελεσματική άσκηση της εποπτείας επί των ΕΠΕΥ και επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και παρέχει η μία στην άλλη κάθε αναγκαία συνδρομή για την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του νόμου αυτού και σύμφωνα με όσα θα προβλεφθούν σε ειδικό Μνημόνιο Συνεργασίας που θα συνταχθεί εντός δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Το Μνημόνιο Συνεργασίας προβλέπει μεταξύ άλλων:
(α) την εξειδίκευση των υποχρεώσεων των εποπτευόμενων από αυτές ΑΕΠΕΥ και πιστωτικών ιδρυμάτων,
(β) τις διαδικασίες με τις οποίες θα διασφαλίζεται η εν γένει ανταλλαγή πληροφοριών και ο συντονισμός μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος, με σκοπό την, κατά το δυνατόν, αποφυγή επικαλύψεων ή σύγκρουσης αρμοδιοτήτων στο πεδίο της εποπτείας και της διενέργειας ελέγχων, καθώς και τη μείωση του διοικητικού κόστους εποπτείας,
(γ) την παροχή κάθε αναγκαίας συνδρομής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους,
(δ) την αμοιβαία ενημέρωση μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για επιβληθείσες κυρώσεις ή την προηγούμενη διαβούλευσή τους για την επιβολή κυρώσεων σε περιπτώσεις σημαντικών παραβάσεων, που μπορεί να έχουν επίπτωση στην ομαλή λειτουργία των εποπτευόμενων ιδρυμάτων,
(ε) την ενημέρωση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς από την Τράπεζα της Ελλάδος για τα πιστωτικά ιδρύματα άλλου κράτους - μέλους που παρέχουν κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επενδυτικές υπηρεσίες στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ή χωρίς εγκατάσταση και
(στ) τη διαδικασία συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και της Τράπεζας της Ελλάδος για τη διενέργεια ελέγχων σχετικά με τη συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων με τις υποχρεώσεις των άρθρων 25, 27, 28, 50 έως 54, 56 και 57, καθώς και την επιβολή κυρώσεων για τις σχετικές παραβάσεις.

2. Επιτρέπεται η αμοιβαία ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους μεταξύ της Τράπεζας της Ελλάδος, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης και τις αρμόδιες αρχές για την εποπτεία των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει, σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, επίπληξη ή πρόστιμο ύψους μέχρι τριών εκατομμυρίων (3.000.000) ευρώ ή ίσο με το διπλάσιο του τυχόν οφέλους που απεκόμισε ο παραβάτης από την παράβαση. Κατά την επιμέτρηση των κυρώσεων λαμβάνονται ενδεικτικά υπόψη η επίπτωση της παράβασης στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ο κίνδυνος πρόκλησης βλάβης στα συμφέροντα των επενδυτών, το ύψος της προκληθείσας ζημίας σε επενδυτές και η τυχόν ανόρθωσή της, η λήψη μέτρων για την άρση της παράβασης στο μέλλον, ο βαθμός συνεργασίας με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το στάδιο διερεύνησης και ελέγχου, οι ανάγκες της ειδικής και γενικής πρόληψης και η τυχόν καθ’ υποτροπήν τέλεση παραβάσεων του νόμου αυτού ή της λοιπής νομοθεσίας για την κεφαλαιαγορά.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλει πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας σε μια έρευνα που καλύπτεται από το άρθρο 59.

3. Η Τράπεζα της Ελλάδος είναι αρμόδια για την επιβολή κυρώσεων κατά την παράγραφο 1 προκειμένου περί παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29 του νόμου αυτού, των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ από πιστωτικά ιδρύματα που εποπτεύει η Τράπεζα της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί ακόμη να επιβάλλει το πρόστιμο που προβλέπεται στην παράγραφο 2 σε περίπτωση μη συνεργασίας πιστωτικού ιδρύματος που εποπτεύει η ίδια σε έρευνα προκειμένου περί παραβάσεως των διατάξεων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή η Τράπεζα της Ελλάδος κατά περίπτωση μπορεί να ανακοινώνει δημόσια οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων του Πρώτου Μέρους, των κανονιστικών πράξεων που θεσπίζονται κατ’ εξουσιοδότηση αυτών των διατάξεων, καθώς και των εκτελεστικών μέτρων της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, εκτός εάν, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη προστασίας των επενδυτών, η ανακοίνωση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η Τράπεζα της Ελλάδος παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες για όλα τα διοικητικά μέτρα και τις κυρώσεις που έχουν επιβάλει δυνάμει των παραγράφων 1 και 2.

6. Κάθε φορά που οι ως άνω Αρμόδιες Αρχές ανακοινώνουν δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις, τα γνωστοποιούν παράλληλα στην ΕΑΚΑΑ.

Οι ΑΕΠΕΥ οφείλουν να συνεργάζονται με φορείς που είναι επιφορτισμένοι για την υποβολή καταγγελιών και παραπόνων από πελάτες ΑΕΠΕΥ, με σκοπό την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις διαθέσιμες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της πληροφορίες σχετικά με την εξωδικαστική επίλυση των διαφορών που αφορούν στην παροχή επενδυτικών και παρεπόμενων υπηρεσιών.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, καθώς και οι εντεταλμένοι σε αυτήν ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Ως εμπιστευτικές πληροφορίες για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου νοούνται οι πληροφορίες που περιέρχονται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με την παράγραφο 12 του άρθρου 76 του ν. 1969/ 1991 (ΦΕΚ 167 Α΄), καθώς και οι πληροφορίες που περιέρχονται σε αυτά από άλλες αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Η υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου αίρεται στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 13 του άρθρου 76 του ν. 1969/1991, καθώς και όταν συγκατατίθεται η αρμόδια αρχή, ο φορέας ή το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κοινοποίησε τη σχετική πληροφορία αυτή στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.

2. Οι διατάξεις της παραγράφου 1 εφαρμόζονται ανάλογα και ως προς την Τράπεζα της Ελλάδος στο πλαίσιο των εποπτικών της αρμοδιοτήτων των άρθρων 12 έως 15, 19 και 29.

3. Όταν πρόκειται για ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες δεν αφορούν τρίτους μπορούν να χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

1. Οι ορκωτοί ελεγκτές, οι οποίοι διενεργούν βάσει του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α΄) έλεγχο των ετήσιων, ενοποιημένων ή ατομικών λογαριασμών εποπτευόμενων φορέων ή κάθε άλλη νόμιμη δραστηριότητα στο πλαίσιο των καθηκόντων τους υποχρεούνται να αναφέρουν αμέσως στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κάθε γεγονός ή απόφαση σχετικά με τον εν λόγω φορέα που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους και η οποία είναι δυνατόν:
(α) να συνιστά σοβαρή παράβαση των νομοθετικών ή κανονιστικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων τους,
(β) να θέσει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας τους,
(γ) να οδηγήσει σε άρνηση πιστοποίησης των λογαριασμών ή στη διατύπωση επιφυλάξεων επ’ αυτών.

2. Η ίδια υποχρέωση ισχύει για τους ορκωτούς ελε-γκτές και για κάθε γεγονός ή απόφαση που περιήλθε σε γνώση τους κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους της παραγράφου 1 σε σχέση με επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με τον εποπτευόμενο φορέα τον οποίο ελέγχουν.

3. Η καλή τη πίστει γνωστοποίηση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους από τα πρόσωπα που αναφέρονται παραπάνω, δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού της γνωστοποίησης πληροφοριών και δεν συνεπάγεται καμία ευθύνη των προσώπων αυτών.

1. H Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των κρατών - μελών, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, ιδίως με την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συνεργασία στο πλαίσιο ερευνών.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζεται ως η αρμόδια αρχή επικοινωνίας για να λαμβάνει αιτήσεις ανταλλαγής πληροφοριών ή συνεργασίας για τους σκοπούς του Πρώτου Μέρους του νόμου αυτού.

3. Στην περίπτωση όπου, οργανωμένη αγορά, η οποία έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς στην Ελλάδα, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς συνάπτουν ανάλογες συμφωνίες συνεργασίας.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για τη διευκόλυνση της συνδρομής που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητές της για τους σκοπούς της συνεργασίας, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες η υπό έρευνα συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση των κανόνων που ισχύουν στην Ελλάδα.

6. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει βάσιμες υπόνοιες ότι πράξεις αντίθετες προς το νόμο αυτόν διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους από επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, γνωστοποιεί το γεγονός αυτό με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους - μέλους και στην ΕΑΚΑΑ. Η παράγραφος αυτή δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.

7. Εάν η αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους γνωστοποιήσει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ότι πράξεις αντίθετες προς νόμο που ενσωματώνει την Οδηγία 2004/39/ΕΚ διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στην Ελλάδα από επιχειρήσεις που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει τη εν λόγω αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΚΑ για τα αποτελέσματα των τυχόν ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει τη συνεργασία της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους - μέλους κατά τη διενέργεια έρευνας.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να ζητήσει από ΕΠΕΥ, που αποτελούν εξ αποστάσεως μέλη οργανωμένης αγοράς, οποιοδήποτε στοιχείο κρίνει απαραίτητο και ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους αίτημα για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα:
(α) προβαίνει η ίδια στην έρευνα, ή
(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα, ή
(γ) αναθέτει σε ορκωτό λογιστή ή εμπειρογνώμονα τη διενέργεια της εν λόγω εξακρίβωσης ή έρευνας.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανταλλάσσει αμέσως όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των κρατών - μελών. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί κατά την παροχή των πληροφοριών σε άλλη αρμόδια αρχή να ορίζει ότι οι πληροφορίες που παρέχει σύμφωνα με το Πρώτο Μέρος μπορούν να γνωστοποιηθούν μόνο ύστερα από τη ρητή συναίνεσή της και αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους έχει δώσει τη συγκατάθεσή της. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 65 στην Τράπεζα της Ελλάδος.

2. Οι αρμόδιες αρχές, οι φορείς, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα στα οποία διαβιβάζονται εμπιστευτικές πληροφορίες, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού ή σύμφωνα με τα άρθρα 64 και 70, μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ιδίως:
(α) για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης της δραστηριότητας από τις ΕΠΕΥ και να διευκολύνουν, σε μη ενοποιημένη ή σε ενοποιημένη βάση, τον έλεγχο των όρων άσκησης αυτής της δραστηριότητας, ειδικά όσον αφορά τις απαιτήσεις κεφαλαιακής επάρκειας, τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου,
(β) για να ελέγξουν την καλή λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης,
(γ) για να επιβάλουν κυρώσεις,
(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης αρμόδιας αρχής,
(ε) σε δικαστικές διαδικασίες αστικής, ποινικής ή διοικητικής φύσεως ενώπιον των αρμόδιων δικαστηρίων, ή
(στ) στη διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης των καταγγελιών των επενδυτών που προβλέπεται στο άρθρο 62.

3. Τα άρθρα 63, 67 και 70 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (στο εξής "ΕΣΣΚ"), στην Τράπεζα της Ελλάδος, όταν ενεργεί υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής, στις κεντρικές τράπεζες, στο ευρωπαϊκό σύστημα κεντρικών τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και, κατά περίπτωση, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση της αποστολής τους. Οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθεί η τελευταία για την άσκηση των αρμοδιοτήτων που προβλέπει ο νόμος αυτός.

4. Με Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να καθορίζονται τα στοιχεία και οι πληροφορίες που πρέπει να της υποβάλλουν οι ΕΠΕΥ προκειμένου να ασκεί αποτελεσματικά τη νομισματική και συναλλαγματική πολιτική, η διαδικασία παροχής των στοιχείων και πληροφοριών αυτών, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα και στοιχεία και πληροφορίες κρίνει απαραίτητα για τη διευκόλυνση της άσκησης των αρμοδιοτήτων της ως νομισματικής αρχής. Η Τράπεζα της Ελλάδος τηρεί το επαγγελματικό απόρρητο για όλες τις πληροφορίες και όλα τα στοιχεία που περιέρχονται σε γνώση της σύμφωνα με την προηγούμενη και την παρούσα παράγραφο.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, παρά την υποβολή αίτησης αρμόδιας αρχής άλλου κράτους - μέλους για συνεργασία σε έρευνα, σε επιτόπια εξακρίβωση ή σε άλλη δραστηριότητα εποπτείας σύμφωνα με το άρθρο 66 ή για την ανταλλαγή πληροφοριών του άρθρου 67, να αρνηθεί την ανταλλαγή πληροφοριών και κάθε ενέργεια που προβλέπεται στο άρθρο 66 εάν:
(α) η έρευνα ή η ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να προσβάλει την κυριαρχία, την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη της Ελλάδος,
(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων,
(γ) έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ελληνικού δικαστηρίου για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

2. Στις περιπτώσεις άρνησης η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει λεπτομερώς την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ για την εκκρεμή δικαστική διαδικασία ή απόφαση που έχει εκδοθεί.

1. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι Ε ΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στην Ελλάδα υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ή ότι ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, οι οποίες όμως δεν εμπίπτουν στις διατάξεις που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 32, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους  μέλους καταγωγής της ΕΙ1ΕΥ και την ΕΑΚΑΑ. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύει στις ΕΠΕΥ τη διενέργεια συναλλαγών στην Ελλάδα. Επιπλέον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΚΑ, για τις ενέργειές της στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Κανονισμού ΕΚ 1095/2010.

2. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ η οποία διατηρεί υποκατάστημα στην Ελλάδα παραβαίνει τη νομοθεσία για την κεφαλαιαγορά που ισχύει στην Ελλάδα, απαιτεί από την ΕΠΕΥ να παύσει την παράνομη συμπεριφορά. Εάν η ΕΠΕΥ δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η ΕΠΕΥ θα παύσει την παράνομη συμπεριφορά, ενημερώνοντας σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΑΑ. Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να παραβιάζει τις διατάξεις για την κεφαλαιαγορά που ισχύουν στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής και την ΕΑΚΚΑ, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσει ή να επιβάλλει κυρώσεις για την παράνομη συμπεριφορά και, καθόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει την ΕΠΕΥ να διεξάγει τυχόν περαιτέρω συναλλαγές στην Ελλάδα. Επιπλέον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΚΑ, για τις ενέργειές της στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Κανονισμού ΕΚ 1095/2010.

3. Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής οργανωμένης αγοράς ή ΕΓΙΕΥ που λειτουργεί ΠΜΔ, διαπιστώσει ότι η εν λόγω οργανωμένη αγορά ή ΕΠΕΥ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου αυτού, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της οργανωμένης αγοράς ή της ΕΠΕΥ. Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους  μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η οργανωμένη αγορά ή η ΕΠΕΥ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στην Ελλάδα, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής, μπορεί να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις οργανωμένες αγορές ή στις ΕΠΕΥ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ αποστάσεως εγκατεστημένα στην Ελλάδα. Επιπλέον η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να παραπέμψει το θέμα στην Ε ΑΚΚΑ, για τις ενέργειές της στο πλαίσιο του άρθρου 19 του Κανονισμού ΕΚ 1095/2010.

4. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ αμέσως για τα μέτρα που λαμβάνει σύμφωνα με το άρθρο αυτό. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί και στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή οργανωμένη αγορά τα μέτρα τα οποία λαμβάνει σύμφωνα με αυτό το άρθρο και αφορούν σε κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων τους.

5. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με την ΕΑΚΑΑ και της παρέχει αμελλητί τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της σύμφωνα με τον κανονισμό ΕΕ 1095/2010.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κρατών στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 63 του νόμου αυτού. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 2472/1997 (ΦΕΚ 50 Α΄).

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας για την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές τρίτων κρατών, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων κρατών που είναι υπεύθυνα για:
(α) την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοπιστωτικών φορέων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματαγορών,
(β) την εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και παρόμοιες διαδικασίες,
(γ) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους λειτουργιών, ή εκείνα που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των λειτουργιών τους,
(δ) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στην εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και σε παρόμοιες διαδικασίες,
(ε) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, μόνο εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 63 του νόμου αυτού.
Η ανταλλαγή πληροφοριών γίνεται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων.

3. Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος - μέλος ή από τρίτο εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης κράτος, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κοινοποιεί αυτές σε αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών μόνο μετά από ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις διαβίβασε και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησε η αρχή αυτή.

1. Οι διατάξεις που καταργούνται βάσει του άρθρου 85, περιλαμβανομένων και των περί αρμοδιότητας διατάξεων, εξακολουθούν να εφαρμόζονται για πράξεις και παραλείψεις που έχουν τελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

2. Οι χρηματιστηριακοί εκπρόσωποι που είναι διορισμένοι σύμφωνα με το άρθρο 6 του ν. 1806/1988 (ΦΕΚ 207 Α΄), το οποίο καταργείται με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 85, λογίζεται ότι κατέχουν την πιστοποίηση επαγγελματικής επάρκειας που προβλέπεται στο άρθρο 14 (α) για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτέλεσης εντολών, παροχής επενδυτικών συμβουλών και διαχείρισης χαρτοφυλακίου, εφόσον έχουν διορισθεί πριν την 30.6.1998 ή (β) για την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών της λήψης και διαβίβασης εντολών, εκτέλεσης εντολών και παροχής επενδυτικών συμβουλών, εφόσον έχουν διορισθεί μετά την 30.6.1998.

3. Οι υφιστάμενες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού ΑΕΠΕΥ και Ανώνυμες Χρηματιστηριακές Εταιρίες λογίζονται ότι έχουν άδεια λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 9 εφόσον πληρούν τις προϋποθέσεις του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους αυτού και, εφόσον αυτό απαιτείται, οφείλουν να υποβάλλουν αίτηση έγκρισης για την τροποποίηση του καταστατικού και της άδειας λειτουργίας τους με τα απαιτούμενα δικαιολογητικά στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και να προσαρμοσθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

4. Οι γνωστοποιήσεις των άρθρων 12 έως 16 του ν. 2396/ 1996 οι οποίες έχουν πραγματοποιηθεί πριν την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού λογίζονται ως γνωστοποιήσεις των άρθρων 31 έως 33.

5. Η παράγραφος 1 του άρθρου 18 εφαρμόζεται για τις οικονομικές χρήσεις που αρχίζουν μετά την 31.12.2007.

6. Επόπτες ειδικής εκκαθάρισης οι οποίοι υπάγονταν στην περίπτωση της παραγράφου 10 του άρθρου 4α του ν. 1806/1988, η οποία είχε προστεθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 του ν. 3371/2005 και η οποία καταργείται με την περίπτωση δ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 85 του νόμου αυτού, οφείλουν μέσα σε ένα (1) μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού να υποβάλλουν την προβλεπόμενη στην παράγραφο 9 του άρθρου 22 αίτηση για την αντικατάσταση αυτών και των εκκαθαριστών.

7. Η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οργανωμένες αγορές αξιών και παραγώγων τις οποίες διαχειρίζεται η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» και οι οποίες έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με το άρθρο 21 του ν. 3371/2005, εξαιρούνται από την υποχρέωση λήψης άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 42 και την παράγραφο 2 του άρθρου 43 αντίστοιχα.

8. Η εταιρία «Χρηματιστήριο Αθηνών Α.Ε.» οφείλει να υποβάλει αίτηση προς την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 15 του Πολυμερούς Μηχανισμού Διαπραγμάτευσης, ο οποίος λειτουργεί σύμφωνα με το άρθρο 29 του ν. 3556/2007 (ΦΕΚ 91 Α΄), εντός δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.

9. Η Ηλεκτρονική Δευτερογενής Αγορά Τίτλων του άρθρου 26 του ν. 2515/1997 (ΦΕΚ 154 Α΄) λαμβάνει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 43 εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Εξαιρείται της υποχρέωσης λήψης άδειας λειτουργίας διαχειριστή αγοράς, κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 42, η Τράπεζα της Ελλάδος.

1. Για τους σκοπούς του Μέρους αυτού νοούνται ως:
(α) «Σύστημα»: Σύστημα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού, παρεμφερείς μηχανισμοί με ομοειδή χαρακτηριστικά ή και συνδυασμοί αυτών των συστημάτων που ασκούν δραστηριότητες οριστικοποίησης ή διευθέτησης της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοπιστωτικά μέσα.
(β) «Διαχειριστής συστήματος»: Πρόσωπο ή πρόσωπα που διαχειρίζονται ή διευθύνουν τις δραστηριότητες Συστήματος.

2. Οι διατάξεις του Μέρους αυτού εφαρμόζονται στα Συστήματα και στους διαχειριστές Συστήματος, εξαιρουμένων του Συστήματος Παρακολούθησης Συναλλαγών επί Τίτλων με Λογιστική Μορφή που προβλέπεται στο Κεφάλαιο Β΄ του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α΄), καθώς και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστή του εν λόγω Συστήματος.

1. Η λειτουργία Συστήματος στην Ελλάδα επιτρέπεται ύστερα από προηγούμενη άδεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η άδεια χορηγείται ύστερα από αίτηση του διαχειριστή του Συστήματος εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του Κεφαλαίου αυτού.

2. Το Σύστημα πρέπει κατ’ ελάχιστο να παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα οργάνωσης για την άσκηση των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή διακανονισμού στο πλαίσιο λειτουργίας του, εφαρμοζομένων αναλόγως των διατάξεων των περιπτώσεων α΄, β΄, γ΄ και στ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 43, και επιπλέον:
(α) Να διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς για την αποτροπή συστημικών κινδύνων και τη συμμόρφωσή του με τις περί του αμετάκλητου του διακανονισμού διατάξεις του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21 Α΄).
(β) Να λειτουργεί βάσει κανόνων που να διασφαλίζουν την ύπαρξη συνθηκών διαφάνειας ως προς την άσκηση των δραστηριοτήτων εκκαθάρισης ή κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή διακανονισμού στο πλαίσιο λειτουργίας του, την ύπαρξη επαρκών και αποτελεσματικών όρων πρόσβασης των μελών του ως και την ύπαρξη συνθηκών που να επιτρέπουν την άνευ διακρίσεων πρόσβαση, περιλαμβανομένης της εξ αποστάσεως πρόσβασης.
(γ) Να διαθέτει Κανονισμό λειτουργίας Συστήματος με τον οποίο ρυθμίζονται ιδίως θέματα σχετικά με τις διαδικασίες κεντρικού αντισυμβαλλομένου ή εκκαθάρισης ή διακανονισμού που εφαρμόζει, τους κανόνες πρόσβασης στο σύστημα και τις υποχρεώσεις των μελών σε αυτό, τους κανόνες διαχείρισης κινδύνου για τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος καθώς και την ύπαρξη κεφαλαίου ασφαλειοδοτικού χαρακτήρα ή την υποχρέωση των μελών του για την παροχή ασφαλειών.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια λειτουργίας Συστήματος εφόσον διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου. Ταυτόχρονα με την άδεια λειτουργίας Συστήματος η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εγκρίνει τον Κανονισμό του ως προς τη νομιμότητά του. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ε-γκρίνει και κάθε τροποποίηση του Κανονισμού. Οι αποφάσεις της παραγράφου αυτής δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο Κανονισμός και οι τροποποιήσεις του δεσμεύουν, από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της εγκριτικής απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τα μέλη του Συστήματος, τα λοιπά πρόσωπα και φορείς που εμπλέκονται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό στο πλαίσιο λειτουργίας του Συστήματος και εν γένει τα πρόσωπα τα οποία αφορά ο Κανονισμός.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή του να καθορίζει τους ειδικότερους όρους και τη διαδικασία για τη χορήγηση και ανάκληση της άδειας λειτουργίας Συστήματος. Με την ίδια απόφαση μπορεί να εξειδικεύεται το περιεχόμενο του Κανονισμού λειτουργίας Συστήματος και να καθορίζεται η διαδικασία δημοσιοποίησής του.

5. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων τα Συστήματα δύνανται να αναλαμβάνουν την εκκαθάριση ή το διακανονισμό συναλλαγών που διενεργούνται σε αγορές άλλων κρατών - μελών ή τρίτης χώρας.

1. O διαχειριστής Συστήματος λειτουργεί με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας ύστερα από άδεια λειτουργίας που χορηγείται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Σκοπός του διαχειριστή Συστήματος είναι η οργάνωση και η λειτουργία συστημάτων. Ο διαχειριστής ευθύνεται για τη συμμόρφωση των Συστημάτων που διαχειρίζεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία. Ως προς τη χορήγηση της άδειας και τη λειτουργία του διαχειριστή εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 7 του άρθρου 42.

2. Ο διαχειριστής Συστήματος μπορεί να διαχειρίζεται και μητρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων ενεργώντας ως κεντρικό αποθετήριο αξιών σύμφωνα με τα άρθρα 39 του ν. 2396/1996 και την παράγραφο 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/1997, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκθέτει τα ιδιοκτησιακής φύσεως δικαιώματα των δικαιούχων των τίτλων σε κινδύνους τους οποίους αναλαμβάνει και οι οποίοι σχετίζονται με την εκκαθάριση των συναλλαγών.

3. Με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς μπορεί να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση και την ανάκληση άδειας λειτουργίας διαχειριστή Συστήματος, οι όροι και προϋποθέσεις για την έγκριση της καταλληλότητας σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 42 των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τη δραστηριότητά του και των μετόχων του, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για την έγκριση των όρων λειτουργίας του και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

1. Στα Συστήματα έχουν πρόσβαση ως μέλη, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι ΕΠΕΥ που λειτουργούν νόμιμα στην Ελλάδα ως και άλλα Συστήματα ή διαχειριστές Συστήματος, που λειτουργούν εξ αποστάσεως, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων των διαχειριστών των συστημάτων σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 34.

2. Τα Συστήματα και οι διαχειριστές τους μπορούν να δέχονται ως μέλη μόνο πρόσωπα της παραγράφου 1, εφόσον πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται με τον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος.

1. Ο διαχειριστής Συστήματος μπορεί να διαχειρίζεται Κεφάλαιο με σκοπό την προστασία του Συστήματος από καταστάσεις υπερημερίας των μελών του, ως προς τις υποχρεώσεις τους, εκκαθάρισης και διακανονισμού. Το Κεφάλαιο αποτελεί σύνολο περιουσίας που σχηματίζεται προς εξυπηρέτηση του σκοπού του από τις εισφορές των μελών στο Σύστημα ή και των προσώπων που δύνανται να συμμετέχουν στο Κεφάλαιο σύμφωνα με την παράγραφο 4.

2. Ως προς το σύνολο των εννόμων σχέσεών του το Κεφάλαιο εκπροσωπείται από τον διαχειριστή του. Ο διαχειριστής μπορεί να διορίζει τρίτα πρόσωπα για την άσκηση καθηκόντων θεματοφύλακα. Ο διαχειριστής ευθύνεται για τις πράξεις ή παραλείψεις του θεματοφύλακα και των οργάνων του.

3. Η συμμετοχή του μέλους και των προσώπων της παραγράφου 4 σε Κεφάλαιο προσδιορίζεται από τη μερίδα τους. Η μερίδα αποτελείται από το σύνολο των πάσης φύσεως εισφορών του μέλους και των προσώπων της παραγράφου 4 στο Κεφάλαιο, περιλαμβανομένων και των τυχόν προσόδων που προκύπτουν με βάση τους κανόνες διαχείρισης και επένδυσης των διαθεσίμων του.

4. Το Κεφάλαιο, σε περίπτωση μη επάρκειας της μερίδας μέλους για την κάλυψη της ζημίας που προκύπτει από υπερημερία του μέλους, καλύπτει το εναπομείναν μέρος της ζημίας επιβαρύνοντας συμμέτρως τις μερίδες των λοιπών μελών που συμμετέχουν σε αυτό και μειώνοντας αναλόγως τη συμμετοχή τους. Στο Κεφάλαιο Συστήματος Εκκαθάρισης, μπορεί να συμμετέχουν με εισφορές σε μερίδες, πέραν των μελών, ο διαχειριστής Συστήματος Εκκαθάρισης, οι διαχειριστές αγοράς, καθώς και τα πιστωτικά ιδρύματα ή οι ΕΠΕΥ που διαχειρίζονται οργανωμένες αγορές ή ΠΜΔ κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό Λειτουργίας του Συστήματος και τους Κανονισμούς Λειτουργίας των οργανωμένων αγορών και των ΠΜΔ αντίστοιχα, προκειμένου να μπορούν να καλύπτουν το μέρος της ζημίας το οποίο δεν καλύπτεται από τις μερίδες των μελών.

5. Ο διαχειριστής συστήματος ενεργοποιεί το Κεφάλαιο σε περίπτωση υπερημερίας μέλους σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στον Κανονισμό Λειτουργίας του Συστήματος.

6. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί με απόφασή της να ρυθμίζει θέματα αναφορικά με την απόδοση μερίδας σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου του μέλους ή των προσώπων της παραγράφου 4 ή ανάκλησης της αδείας λειτουργίας τους.

7. Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος τεθεί σε ειδική εκκαθάριση, το χρηματικό ποσό της μερίδας που του επιστρέφεται, μετά την πλήρη εξόφληση των υποχρεώσεών του εκκαθάρισης και διακανονισμού στο Σύστημα, χρησιμοποιείται για την ικανοποίηση κατ' απόλυτη προτεραιότητα των απαιτήσεων των πελατών του από παροχή σε αυτούς επενδυτικών υπηρεσιών. Οι απαιτήσεις των πελατών κατατάσσονται ως προνομιούχες πριν από τη σειρά των απαιτήσεων της περίπτωσης 3 του άρθρου 975 του Κ.Πολ.Δ. και πριν από τη διαίρεση κατά το άρθρο 977 του Κ.Πολ.Δ..

1. Για την εξασφάλιση της ομαλής εκπλήρωσης των σχετιζόμενων με το Σύστημα υποχρεώσεών τους τα μέλη μπορεί να παρέχουν σε αυτό ασφάλεια. Ασφάλεια συνιστούν τα μετρητά και τα χρηματοπιστωτικά μέσα, όπως ορίζονται στις περιπτώσεις δ΄ και ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3301/2004 (ΦΕΚ 263 Α΄). Οι υποχρεώσεις παροχής ασφάλειας μπορεί να καλύπτονται και δυνάμει σχέσεων εγγυοδοσίας, περιλαμβανομένων ενδεικτικά των εγγυητικών επιστολών πιστωτικού ιδρύματος που λειτουργεί νόμιμα στην Ελλάδα.

2. Οι ασφάλειες τηρούνται σε λογαριασμούς ασφαλείας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος. Επί των ασφαλειών συνιστάται νόμιμο ενέχυρο εφαρμοζομένων των περί εμπράγματης χρηματοοικονομικής ασφάλειας διατάξεων του ν. 3301/ 2004. Η ασφάλεια μπορεί να έχει τη μορφή χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου του ν. 3301/ 2004 κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος.

1. Εφόσον κατασχεθούν εις χείρας μέλους σε Σύστημα ή σε μητρώο άυλων ή ακινητοποιημένων τίτλων τρίτου, άϋλοι τίτλοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο της κατάσχεσης, είχαν πωληθεί χωρίς να έχει γίνει ακόμη η εκκαθάριση της σχετικής συναλλαγής, αντικείμενο της κατάσχεσης αποτελεί το προϊόν της πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων, που περιέρχεται στο μέλος αφού συμψηφισθούν τυχόν υφιστάμενες κατά το χρόνο της κατάσχεσης αντίθετες χρηματικές απαιτήσεις του μέλους κατά του δικαιούχου του προϊόντος της πώλησης μετά την αφαίρεση φόρων, προμηθειών και λοιπών τελών και εξόδων.

2. Εάν επιβληθεί κατάσχεση στον τραπεζικό λογαριασμό τον οποίο τηρούν τα μέλη Συστήματος για τις ανάγκες του διακανονισμού, σύμφωνα με τα ειδικότερα προβλεπόμενα στο σχετικό Κανονισμό του Συστήματος, η κατάσχεση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως απολύτως άκυρη:
(α) έναντι του Συστήματος, το οποίο δικαιούται να αναλαμβάνει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εκπλήρωση των εκάστοτε χρηματικών υποχρεώσεων των μελών του Συστήματος, και
(β) έναντι μέλους Συστήματος ως προς τα χρηματικά ποσά που ανήκουν σε πελάτες του.

1. Σε περίπτωση υπερημερίας μέλους ως προς την εκπλήρωση υποχρεώσεών του εκκαθάρισης ή διακανονισμού στο πλαίσιο λειτουργίας Συστήματος, ο διαχειριστής του Συστήματος έχει τα εξής ειδικά δικαιώματα, τα οποία μπορεί να ασκεί σωρευτικά ή διαζευκτικά:
(α) Να διενεργεί συναλλαγές κάλυψης, περιλαμβανομένων της δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και της πώλησης ή αγοράς με σύμφωνο επαναγοράς ή επαναπώλησης επί κινητών αξιών και να εφαρμόζει κατά του υπερήμερου ρήτρες εκκαθαριστικού συμψηφισμού της παραγράφου 1(ιδ) του άρθρου 2 του ν. 3301/2004.
(β) Να προβαίνει στη μερική ή ολική κατάπτωση της παρασχεθείσας ασφάλειας, να χρησιμοποιεί, να εκποιεί ή να προβαίνει στην κτήση της κυριότητας των παρασχεθέντων ως ασφάλεια κεφαλαίων ή χρηματοπιστωτικών μέσων, εφαρμοζομένων των άρθρων 4 έως 6 του ν. 3301/ 2004 και σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα στον Κανονισμό λειτουργίας του Συστήματος και, εφόσον πρόκειται για ασφάλεια συνιστάμενη σε τίτλους οι οποίοι καθίστανται ληξιπρόθεσμοι και απαιτητοί, να εισπράττει ιδίω ονόματι τις εξ αυτών απαιτήσεις.
(γ) Να εισπράττει από τη μερίδα στο Κεφάλαιο του υπερήμερου τα απαιτούμενα ποσά για την κάλυψη των εκκρεμών οφειλών του και, εφόσον πρόκειται για κεφάλαιο αλληλοασφαλιστικού χαρακτήρα, να εισπράττει τα αναλογούντα ποσά από τις μερίδες και των λοιπών μελών ή συμμετεχόντων στο Κεφάλαιο.
(δ) να αναθέτει σε άλλα μέλη του Συστήματος τη διαχείριση των λογαριασμών πελατών του υπερήμερου, ιδίως στις περιπτώσεις αδυναμίας εκπλήρωσης, οφειλόμενης σε πρόβλημα ρευστότητας, κεφαλαιακής επάρκειας ή φερεγγυότητας αυτού, ή ανάκλησης της άδειας λειτουργίας του.

2. Με εξαίρεση τις συναλλαγές κάλυψης της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1, ο υπερήμερος δεν επιτρέπεται να αναλαμβάνει υποχρεώσεις από νέες συναλλαγές σχετιζόμενες με την εκκαθάριση και το διακανονισμό μέχρι την άρση της υπερημερίας.

3. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας, κατά την έννοια του άρθρου 1(ι) του ν. 2789/2000, μέλους σε Σύστημα, οι πράξεις εκκαθάρισης, διακανονισμού, διενέργειας συναλλαγών κάλυψης και εκκαθαριστικού συμψηφισμού, περιλαμβανομένης και της παροχής από αυτό ασφαλειών υπέρ του συστήματος, είναι καθ’ όλα έγκυρες και αντιτάξιμες έναντι παντός τρίτου, εφόσον αφορούν σε εκκρεμότητες του αφερέγγυου στο Σύστημα από συναλλαγές που έχουν καταρτιστεί πριν ο διαχειριστής του Συστήματος λάβει γνώση της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας των άρθρων 3 έως 7 του ν. 2789/2000.

4. Ο διαχειριστής του Συστήματος ειδοποιεί αμέσως την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για την υπερημερία ή την αφερεγγυότητα, ως και για τα μέτρα που έλαβε για την αντιμετώπισή της.

1. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς είναι αρμόδια για την εποπτεία εφαρμογής των διατάξεων του Δεύτερου Μέρους του νόμου αυτού επί των διαχειριστών Συστήματος, των συστημάτων και των μελών τους. Τα εντεταλμένα όργανα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς έχουν τις εξουσίες που προβλέπονται στην παράγραφο 3 και στις περιπτώσεις α΄ έως ε΄, η΄ και θ΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 59. Η εποπτεία αυτή δεν θίγει τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος ως επόπτη των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού σύμφωνα με το ν. 2789/ 2000.

2. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί να επιβάλει πρόστιμο σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις του Δεύτερου Μέρους του νόμου αυτού, καθώς και των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότησή του, ύψους μέχρι τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ εφαρμοζομένου του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 61.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί επίσης να επιβάλει πρόστιμο μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ σε περίπτωση μη συνεργασίας σε μία έρευνα που καλύπτεται από την παράγραφο 2. Η παράγραφος 4 του άρθρου 61 εφαρμόζεται ως προς τα μέτρα ή τις κυρώσεις που επιβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο αυτό.

1. Τα πάσης φύσεως στοιχεία και δεδομένα που τηρούνται από τα Συστήματα και τους διαχειριστές τους προστατεύονται από αυτούς ως απόρρητα. Το απόρρητο των εν λόγω στοιχείων και δεδομένων δεν ισχύει έναντι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, της Τράπεζας της Ελλάδος ή και άλλων αρχών ή φορέων, ως και των συνδεόμενων με τα Συστήματα διαχειριστών αγοράς προς άσκηση των αρμοδιοτήτων τους σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία.

2. Έναντι των Συστημάτων και των διαχειριστών τους δεν ισχύει το απόρρητο που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του ν. 2396/1996, της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν. 2198/1994 (ΦΕΚ 43 Α΄) και του άρθρου 1 του ν. 1059/1971 (ΦΕΚ 270 Α΄), όπως ισχύουν, ως προς τους λογαριασμούς μετρητών ή τίτλων που τηρούνται σε κεντρικές τράπεζες, σε κεντρικά αποθετήρια αξιών ή σε ιδρύματα της περίπτωσης β΄ του άρθρου 1 του ν. 2789/2000 στο πλαίσιο των διαδικασιών λειτουργίας συστήματος.

1. Μη θιγομένων των διατάξεων του φόρου προστιθέμενης αξίας η είσπραξη ποσών εισφοράς προς Κεφάλαιο για την προστασία Συστήματος που συνιστάται και λειτουργεί κατά τους όρους του Δεύτερου Μέρους του νόμου αυτού απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος ή επιβάρυνση υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων προσώπων.

2. Τα κεφάλαια Συστήματος απαλλάσσονται των πάσης φύσεως φόρων εισοδήματος ή περιουσίας, με αποκλειστική εξαίρεση τους φόρους επί εσόδων η είσπραξη των οποίων γίνεται, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες φορολογικές διατάξεις, με παρακράτηση στην πηγή κατά την απόδοσή τους στο δικαιούχο.

3. Μη θιγομένων των διατάξεων της φορολογίας εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους, τέλους χαρτοσήμου και δικαιώματος υπέρ του Δημοσίου ή τρίτων η κτήση παραγώγων διαπραγματεύσιμων σε οργανωμένη αγορά, τα κεφαλαιακά κέρδη από συναλλαγές επί των σχετικών παραγώγων, τα έσοδα ή κέρδη από συναλλαγές σε προϊόντα δανειοδοσίας ή δανειοληψίας και πώλησης ή αγοράς με σύμφωνο επαναγοράς ή επαναπώλησης επί κινητών αξιών, η παροχή ασφαλειών χάριν εξασφάλισης της ομαλής λειτουργίας συστήματος, η μεταβίβαση εννόμων σχέσεων επί των παραγώγων και των σχετικών ασφαλειών μεταξύ των μελών ή συμμετεχόντων σε σύστημα και κάθε πράξη και συμφωνία παρεπόμενη αυτών.

1. Η εταιρία «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε.» (ΕΧΑΕ), με την ιδιότητα του διαχειριστή του Συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού αξιών και παραγώγων, όπως προβλέπονται στους εν ισχύ κανονισμούς του άρθρου 5 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α΄), ενεργεί ως διαχειριστής συστήματος κατά την έννοια του παρόντος νόμου.

2. Η ΕΧΑΕ υποχρεούται να λάβει από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς άδεια λειτουργίας διαχειριστή για τα συστήματα εκκαθάρισης και διακανονισμού συναλλαγών επί άυλων αξιών (Σύστημα Αξιών) και επί παραγώγων (Σύστημα Παραγώγων) που διαχειρίζεται, μέσα σε δεκαοκτώ (18) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. Η ΕΧΑΕ θα διαχειρίζεται ως διαχειριστής του Συστήματος Αξιών το υφιστάμενο κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου Επικουρικό Κεφάλαιο του ν. 2471/ 1997 (ΦΕΚ 46 Α΄), σύμφωνα με τους όρους του παρόντος νόμου και τους όρους του Κανονισμού του σχετικού Συστήματος.

3. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς χορηγεί άδεια στο Σύστημα Αξιών και στο Σύστημα Παραγώγων εγκρίνοντας ταυτόχρονα τον Κανονισμό κάθε συστήματος.

4. Η ΕΧΑΕ θα συνεχίσει να ασκεί τις δραστηριότητες διαχείρισης του Συστήματος Άυλων Τίτλων, τις οποίες ασκεί υπό την ιδιότητα του διαχειριστή του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, σύμφωνα με τον κανονισμό που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/ 1997 και στα άρθρα 39 και επ. του ν. 2396/1996, με την επιφύλαξη του άρθρου 74 του νόμου αυτού.

5. Η ΕΧΑΕ μπορεί, ύστερα από έγκριση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, να μεταβιβάζει τις αρμοδιότητες αναφορικά με τη διαχείριση του Συστήματος Άυλων Τίτλων που ασκεί ως διαχειριστής του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών, σύμφωνα με τα άρθρα 39 επ. του ν. 2396/1996 και κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον εν ισχύ κανονισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του ν. 2533/ 1997, σε τρίτο πρόσωπο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς μπορεί ταυτόχρονα με τη χορήγηση της έγκρισης να θέτει ειδικούς όρους για τη μεταβίβαση της διαχείρισης, να ορίζει τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο νέος διαχειριστής και να ρυθμίζει κάθε άλλο σχετικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

1. Το άρθρο 1 του ν. 3371/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 1
Σκοπός και πεδίο εφαρμογής
1. Με τα άρθρα 1 έως 10 του νόμου αυτού σκοπείται η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2001/34/ΕΚ (L 184/6.7.2001) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο αξιών και τις πληροφορίες επί των αξιών αυτών που πρέπει να δημοσιεύονται.
2. Στις κινητές αξίες που έχουν εισαχθεί ή αποτελούν αντικείμενο αίτησης εισαγωγής σε οργανωμένη αγορά χρηματιστηρίου που λειτουργεί στην Ελλάδα, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 2 έως 21.
3. Ως «κινητές αξίες» νοούνται:
(α) οι μετοχές,
(β) οι ομολογίες και οι τίτλοι σταθερού εισοδήματος εν γένει,
(γ) τα ελληνικά πιστοποιητικά και οι τίτλοι παραστατικοί μετοχών εν γένει,
(δ) οι τίτλοι παραστατικοί ομολογιών και λοιπών τίτλων σταθερού εισοδήματος,
(ε) οι τίτλοι παραστατικοί δικαιωμάτων προς κτήση μετοχών ή ομολογιών,
(στ) κάθε άλλη αξία, η οποία αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς και
(ζ) κάθε άλλη αξία που ορίζεται ως κινητή αξία με απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
4. Ως «εισαγωγή κινητών αξιών σε χρηματιστήριο» ή «εισαγωγή κινητών αξιών σε οργανωμένη αγορά» νοείται η εισαγωγή κινητών αξιών για διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά της οποίας διαχειριστής είναι χρηματιστήριο.
5. Όπου στο νόμο αυτόν αναφέρεται «δημόσια εγγραφή» κινητών αξιών νοείται και η δημόσια προσφορά υφιστάμενων κινητών αξιών.»

2.(α) Μετά την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του ν. 2225/ 1994 (ΦΕΚ 121 Α΄) προστίθεται παράγραφος 1α ως εξής:
«1α. Η άρση του απορρήτου είναι επίσης επιτρεπτή για τη διακρίβωση παραβάσεων των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 (ΦΕΚ 112 Α΄).»
(β) Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 4 του ν. 2225/1994 (ΦΕΚ 121 Α΄) προστίθεται τελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α αυτού του άρθρου την άρση μπορεί να ζητήσει και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, με απόφαση της Εκτελεστικής της Επιτροπής, η οποία υποβάλλεται στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών ή τον ανακριτή, οι οποίοι την υποβάλλουν στο Συμβούλιο Εφετών.»
(γ) Μετά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 προστίθεται τρίτο εδάφιο ως εξής:
«Στις περιπτώσεις της παραγράφου 1α του άρθρου 4 τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται επιπλέον κατά τη διοικητική διαδικασία για τη διαπίστωση της παράβασης των άρθρων 3 έως 7, 29 και 30 του ν. 3340/2005 και επισυνάπτονται στη σχετική δικογραφία κατά τη διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.»

3. Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (ΦΕΚ 219 Α΄) διαγράφεται η λέξη «καινοτόμες».

1. Από την έναρξη ισχύος τoυ νόμου αυτού καταργούνται:
(α) τα άρθρα 6α, 12 έως 16, 19 έως 23, 26, 27, 30 και 31 του ν. 3632/1928,
(β) τα άρθρα 4, 6, 8, 12, 13, 14 και 17 του α.ν. 2341/ 1940,
(γ) το άρθρο 12 του α.ν. 148/1967 (ΦΕΚ 173 Α΄),
(δ) τα άρθρα 1, 3, 4, 4α, 4β, 6 έως 11, 13, 18, 20, 21, 22, 22α, 24 έως 28, 31, 33α, 36 και 37 του ν. 1806/1988,
(ε) η παράγραφος 1 του άρθρου 61 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄),
(στ) το άρθρο 2 του ν. 1960/1991 (ΦΕΚ 123 Α΄),
(ζ) τα άρθρα 60, 69, 71, 71Α του ν. 1969/1991,
(η) τα άρθρα 1 έως 5 και 7 έως 9, 17 και 29 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄),
(θ) τα άρθρα 1 έως 31 του ν. 2396/1996,
(ι) τα άρθρα 2 έως 14 και 16 έως 32, εκτός από τις διατάξεις που παραμένουν σε ισχύ και καταργούνται σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου αυτού, και 91 του ν. 2533/1997,
(ια) οι παράγραφοι 2 και 6 του άρθρου 29 του ν. 2579/ 1998 (ΦΕΚ 31 Α΄),
(ιβ) τα άρθρα 3, 5, 15 και 16 του ν. 2651/1998 (ΦΕΚ 248 Α΄),
(ιγ) το άρθρο 15 παράγραφος 2 του ν. 2733/1999 (ΦΕΚ 155 Α΄),
(ιδ) τα άρθρα 1, 2, 4 και 7 του ν. 2836/2000 (ΦΕΚ 168 Α΄),
(ιε) τα άρθρα 1 έως 4 και 9 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α΄),
(ιστ) το άρθρο 54 του ν. 3371/2005,
(ιζ) το άρθρο 29 του ν. 3556/2007.

2. Από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του παρόντος νόμου καταργείται το άρθρο 15 του ν. 2533/1997.

3. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που προβλέπεται στην παράγραφο 10 του άρθρου 25 καταργείται η Απόφαση ΥΠΕΘΟ 12263/Β.500/11.4.1997 (ΦΕΚ 340 Β΄).

4. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Αξιών και, σε κάθε περίπτωση, έως την 1η Νοεμβρίου 2009 καταργούνται οι διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 (ΦΕΚ 46 Α') και οι παράγραφοι 1 έως 3 του άρθρου 5 και το άρθρο 5α του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α').

5. Αποφάσεις της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 έως 7 του ν. 2471/1997 παύουν να ισχύουν με τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Αξιών και, σε κάθε περίπτωση, παύουν να ισχύουν από την 1η Νοεμβρίου 2009.

6. Από τη θέση σε ισχύ της απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με την οποία εγκρίνεται ο Κανονισμός του Συστήματος Παραγώγων και, σε κάθε περίπτωση, από την 1η Νοεμβρίου 2009 καταργούνται οι διατάξεις:
(α) των παραγράφων 2 και 20 του άρθρου 1, της παραγράφου 2 του άρθρου 10, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 11, του άρθρου 21, των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 22, της παραγράφου 3 του άρθρου 24, των άρθρων 25 έως 30 του ν. 2533/1997 (ΦΕΚ 228 Α') και
(β) των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 5 του ν. 3152/2003.

1. Υφιστάμενες οφειλές, από οποιαδήποτε αιτία, των Ποδοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (Π.Α.Ε.), των Καλαθοσφαιρικών Ανωνύμων Εταιρειών (Κ.Α.Ε.), των Τμημάτων Αμειβομένων Αθλητών (Τ.Α.Α.) ή Αθλητικών Σωματείων που έχουν βεβαιωθεί κατά τις διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. στις Δημόσιες Οικονομικές Υπηρεσίες (Δ.Ο.Υ.) μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος, μπορούν να καταβληθούν, απαλλαγμένες από το ογδόντα τοις εκατό των πρόσθετων φόρων, προστίμων και προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής σε εκατόν είκοσι (120) μηνιαίες δόσεις. Το συνολικό ποσό κάθε μηνιαίας δόσης δεν μπορεί να είναι μικρότερο των επτακοσίων (700) ευρώ.

2.α. Για τις Π.Α.Ε. η καταβολή των δόσεων εξυπηρετείται με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης από την επιχορήγηση που καταβάλλεται σε αυτές μέσω του «Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου Α.Ε.» (Ο.Π.Α.Π. Α.Ε.). Η παρακράτηση της κάθε δόσης ενεργείται από την Ο.Π.Α.Π. Α.Ε. βάσει εγγράφου των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. και αποδίδεται σε αυτές μέχρι την ημερομηνία λήξης πληρωμής κάθε δόσης. Αν η παρακρατούμενη επιχορήγηση δεν καλύπτει το ποσό της οφειλόμενης δόσης, η διαφορά καταβάλλεται από την Π.Α.Ε. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι την ίδια ημερομηνία. Η επιχορήγηση κατά το μέρος που αναλογεί στο ποσό κάθε δόσης, καθώς και η τυχόν επιπλέον διαφορά που καταβάλλεται από τις Π.Α.Ε. για τη συμπλήρωση του ποσού κάθε δόσης είναι ακατάσχετες από τρίτους και υποχρεωτικά εκχωρητέες στο Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση και για ολόκληρο το ποσό αυτής.
β. Για τις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία που υπάγονται στη ρύθμιση, η καταβολή των δόσεων εξυπηρετείται επίσης με παρακράτηση του ποσού κάθε δόσης και από άλλες πηγές εσόδων αυτών, όπως για παράδειγμα από πάσης φύσεως συμβάσεις χορηγιών, διαφημίσεων ή συμβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 84 του ν. 2725/1999 όπως αυτός ισχύει κ.ά. Για το σκοπό αυτόν κάθε Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο κατά την κατάθεση της αίτησης για υπαγωγή στη ρύθμιση της παραγράφου 3 του παρόντος συνυποβάλλει υποχρεωτικά στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφα όλων των ως άνω συμβάσεων που αυτή έχει συνάψει έως την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω υποχρεούται κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της ρύθμισης, όπως εντός πέντε (5) εργάσιμων ημερών καταθέτει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αντίγραφα όλων των συμβάσεων που τυχόν θα συνάψει.
Η παράλειψη υποβολής από Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο των εγγράφων που αναφέρονται στις περιπτώσεις των δύο προηγούμενων εδαφίων συνεπάγεται την επιβολή σε βάρος τους της ποινής του προστίμου για κάθε παράβαση ύψους κατ’ ελάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται και εισπράττεται από το όργανο και κατά τη διαδικασία, που προβλέπονται από το άρθρο 77Α παράγραφος 6 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002.
Η παρακράτηση κάθε δόσης ενεργείται από κάθε συμβαλλόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο με Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο που έχει υπαχθεί στη ρύθμιση βάσει εγγράφου των αρμόδιων Δ.Ο.Υ. και αποδίδεται σε αυτές μέχρι την ημερομηνία λήξης κάθε δόσης. Αν το παρακρατούμενο ποσό δεν καλύπτει το ποσό της οφειλόμενης δόσης, η διαφορά καταβάλλεται από την Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέχρι την ίδια ημερομηνία. Η μέριμνα για τη διαπίστωση της πληρωμής των δόσεων από όλους τους φορείς που παραπάνω αναφέρονται ανήκει στις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. και Αθλητικά Σωματεία. Τα ως άνω έσοδα των Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικών Σωματείων από συμβάσεις χορηγιών, διαφημίσεων κ.ά. κατά το μέρος που αναλογούν στο ποσό κάθε δόσης της ρύθμισης, είναι ακατάσχετα από τρίτους και υποχρεωτικά εκχωρητέα στο Δημόσιο για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η ρύθμιση και για ολόκληρο το ποσό αυτής.

3. Για την υπαγωγή στη ρύθμιση αυτή απαιτείται αίτηση του Προέδρου της ενδιαφερόμενης Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικού Σωματείου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του νόμου αυτού και καταβολή της πρώτης δόσης, μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μήνα που λήγει η προθεσμία για την υποβολή αίτησης. Η δεύτερη δόση καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα από την ημερομηνία λήξης καταβολής της πρώτης δόσης και οι επόμενες δόσεις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των αντίστοιχων μηνών, χωρίς ιδιαίτερη ειδοποίηση των οφειλετών. Η οφειλή δεν επιβαρύνεται με περαιτέρω προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η μη καταβολή δύο (2) συνεχόμενων δόσεων της ρύθμισης ή η μη ενημερότητα του οφειλέτη για διάστημα μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών, για χρέη που βεβαιώνονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά, έχει ως συνέπεια: α) την απώλεια των ευεργετημάτων της ρύθμισης και β) την καταβολή του υπολοίπου της οφειλής, σύμφωνα με τα στοιχεία της βεβαίωσής της.
Σε περίπτωση εξόφλησης ολόκληρης της οφειλής μέχρι την ημερομηνία καταβολής της πρώτης δόσης, παρέχεται ολική απαλλαγή από τους πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Για τις Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. και Αθλητικά Σωματεία που καταβάλλουν εμπρόθεσμα τις δόσεις αυτές δεν διενεργείται συμψηφισμός ή παρακράτηση ποσοστού πέραν του πενήντα τοις εκατό τυχόν άλλων απαιτήσεών τους κατά του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 83 του Κ.Ε.Δ.Ε.

4. Στη ρύθμιση της παραγράφου 1 και με τον ίδιο τρόπο καταβολής, μπορεί να υπάγονται και τα χρέη προς το Δημόσιο της παραπάνω κατηγορίας οφειλετών που θα βεβαιώνονται μετά από φορολογικούς ελέγχους ή αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων και θα αφορούν υποχρεώσεις φορολογικών περιόδων μέχρι και 30.6.2007. Για την υπαγωγή των χρεών αυτών στη ρύθμιση του παρόντος νόμου απαιτείται αίτηση του Προέδρου της ενδιαφερόμενης Π.Α.Ε., Κ.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικού Σωματείου στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., μέσα σε ένα μήνα από τη βεβαίωση των οφειλών αυτών. Μετά την υπαγωγή και των χρεών αυτών αναπροσαρμόζονται τα ποσά των δόσεων που είχαν καθοριστεί αρχικά και καταβάλλεται υποχρεωτικά το σύνολο της διαφοράς, που προκύπτει και αφορά τις ληξιπρόθεσμες δόσεις μέχρι την ημερομηνία καταβολής της δόσης που ακολουθεί την αναπροσαρμογή.

5. Ειδικά για τις υποχρεώσεις των προαναφερόμενων οφειλετών που έχουν γεννηθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του μήνα δημοσίευσης του νόμου αυτού και δεν έχουν βεβαιωθεί στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., για να υπαχθούν στην παρούσα ρύθμιση πρέπει να υποβληθούν οι αντίστοιχες για κάθε φορολογία δηλώσεις και να καταβληθούν, εφάπαξ με την υποβολή των δηλώσεων αυτών, τα ποσά που προκύπτουν από αυτές, χωρίς πρόσθετους φόρους, πρόστιμα και προσαυξήσεις μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος νόμου.

6. Στη ρύθμιση αυτή μπορούν να υπαχθούν και οφειλέτες της ίδιας κατηγορίας που είχαν υπαχθεί στη ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου 19 του ν. 3262/2004 (ΦΕΚ 173 Α΄) είτε την απώλεσαν είτε όχι, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία υπαγωγής και τους όρους και προϋποθέσεις της παρούσας. Τυχόν καταβληθέντα ποσά, που αφορούν προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής, δεν επιστρέφονται ούτε συμψηφίζονται.

7. Με την τήρηση της ανωτέρω ρύθμισης:
α) Χορηγείται αποδεικτικό ενημερότητας των χρεών προς το Δημόσιο μηνιαίας διάρκειας, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄).
β) Δεν λαμβάνονται σε βάρος τους ή σε βάρος των συνυπόχρεων προσώπων τα προβλεπόμενα μέτρα κατά τις διατάξεις του άρθρου 25 του ν. 1882/1990 (ΦΕΚ 43 Α΄), του άρθρου 22 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α΄), όπως αυτά ισχύουν σήμερα, και των άρθρων 231 έως 243 του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ 97 Α΄), αναστέλλονται δε τα τυχόν ληφθέντα ως άνω μέτρα.
γ) Αναστέλλεται η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης των κινητών ή ακινήτων, με την προϋπόθεση ότι η εκτέλεση αφορά μόνο χρέη που ρυθμίζονται με τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Η αναστολή αυτή δεν ισχύει για κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί στα χέρια τρίτων ή έχουν εκδοθεί οι σχετικές παραγγελίες, τα αποδιδόμενα όμως ποσά από αυτές λαμβάνονται υπόψη για την κάλυψη δόσης ή δόσεων της ρύθμισης, εφόσον δεν πιστώνονται σε άλλες οφειλές που δεν έχουν ρυθμιστεί.
Αν ο οφειλέτης απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης, τα μέτρα που έχουν ανασταλεί συνεχίζονται.

8. Απαγορεύεται η διενέργεια μεταγραφών σε Ποδοσφαιρική ή Καλαθοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία (Π.Α.Ε. ή Κ.Α.Ε.), Τ.Α.Α. ή Αθλητικό Σωματείο που για οποιονδήποτε λόγο απωλέσει το ευεργέτημα της ρύθμισης των προηγούμενων παραγράφων του παρόντος άρθρου.
Σε Αθλητικές Ανώνυμες Εταιρείες, Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία που παραβιάζουν την απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλεται, για κάθε παράβαση, η ποινή του προστίμου ύψους κατ’ ελάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Το πρόστιμο επιβάλλεται και εισπράττεται από το όργανο και κατά τη διαδικασία, που προβλέπονται από το άρθρο 77Α παράγραφος 6 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002.
Η ανωτέρω ποινή επιβάλλεται επίσης και για όσες Α.Α.Ε., Τ.Α.Α. ή Αθλητικά Σωματεία έχουν υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 19 του ν. 3262/2004 και απωλέσουν για οποιονδήποτε λόγο το ευεργέτημα αυτής.

9. Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 77Α του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002, προστίθεται τελευταίο εδάφιο, που έχει ως εξής:
«Σε Α.Α.Ε. που καθ’ οιονδήποτε τρόπο συμμετέχουν σε επαγγελματικά πρωταθλήματα χωρίς να έχουν λάβει το πιστοποιητικό της παρούσας παραγράφου απαγορεύεται και είναι απολύτως άκυρη η κάθε μεταβίβαση μετοχών σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο και δεν χορηγείται από την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού η άδεια της παραγράφου 3 του άρθρου 69 του ν. 2725/1999, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3057/2002.
Στους παραβάτες της απαγόρευσης του προηγούμενου εδαφίου επιβάλλονται οι ποινές της παραγράφου 13 του άρθρου 69 του ν. 2725/1999, όπως αυτό ισχύει.»

10. Οι επαγγελματικές ενώσεις ή σύνδεσμοι και οι αθλητικές ομοσπονδίες, που επικυρώνουν τις κατά παράβαση των δύο προηγούμενων παραγράφων ή της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 3262/2004, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 27 του ν. 3479/2006 (ΦΕΚ 152 Α΄), συντελούμενες εγγραφές ή μετεγγραφές ή εκδίδουν τα αντίστοιχα δελτία αθλητικής ιδιότητας ή δέχονται στις διοργανώσεις τους Α.Α.Ε. που στερούνται του εκδιδόμενου από την Ε.Ε.Α. πιστοποιητικού συμμετοχής τιμωρούνται, για κάθε παράβαση, με το πρόστιμο και κατά τη διαδικασία επιβολής και είσπραξης που προβλέπονται στο άρθρο 77Α παρ. 6 του ν. 2725/1999 (ΦΕΚ 121 Α΄), όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 24 του ν. 3057/2002 (ΦΕΚ 239 Α΄), και με κατ’ ελάχιστον πρόστιμο ύψους εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, επιφυλασσομένων των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 2 του ν. 2725/1999 και 29 παρ. 7 του ν. 3479/2006, τα δε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αυτών, τα οποία λαμβάνουν τις σχετικές αποφάσεις, εκπίπτουν αυτοδικαίως από το αξίωμά τους, τούτου διαπιστουμένου κατά τη διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2725/1999.

11. Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παράγραφο 3 το ευεργέτημα της ρύθμισης απόλυται εφόσον η υπόχρεη Α.Α.Ε. ή το Τ.Α.Α. ή το Αθλητικό Σωματείο δεν καταβάλει τους φόρους που κατά τις ισχύουσες διατάξεις οφείλονται από αυτούς, καθώς και τους φόρους που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους, καθώς επίσης και όταν δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις για καταβολή ασφαλιστικών εισφορών, καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 9 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 423/1976 ποσοστού 15% επί των ακαθάριστων εισπράξεων των αγώνων της στα εθνικά στάδια, όπου αυτοί τελούνται, καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 41 παρ. 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3057/2002, ποσοστού 5% επί του αντιτίμου των εισιτηρίων της στα ασφαλιστικά ταμεία του αστυνομικού προσωπικού, καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 71 παρ. 3 περ. β΄ του ν. 2725/1999 ποσοστού 10% των καθαρών κατά χρήση εισπράξεων της εταιρείας από αγώνες, καθώς και για καταβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 33 παρ. 1 του ν. 2800/2000 (ΦΕΚ 247 Α΄) ποσοστού 10% επί των εσόδων τους από τα τηλεοπτικά δικαιώματα για τη μετάδοση των αγώνων τους στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο έλεγχος για την εκπλήρωση των παραπάνω υποχρεώσεων γίνεται ανά δίμηνο από την Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού, η οποία συντάσσει σχετική έκθεση περί της απώλειας του ευεργετήματος της ρύθμισης για τους λόγους αυτούς και τη διαβιβάζει στην αρμόδια Δ.Ο.Υ.

12. Η απώλεια του ευεργετήματος της ρύθμισης για τους λόγους της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί λόγο έκπτωσης από το αξίωμά τους των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 118Α παρ. 4 του ν. 2725/1999, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 20 του ν. 3479/2006, η οποία διαπιστώνεται με τη διαδικασία του άρθρου 3 παρ. 7 του ν. 2725/1999.

13.α. Οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών (Ελλήνων και αλλοδαπών) κατά της Π.Α.Ε. ΑΡΗΣ που έχει υπαχθεί στο άρθρο 44 του ν. 1892/1990, όπως ισχύει, οι οποίοι δεν συμφώνησαν στην υπαγωγή αυτή και των οποίων οι απαιτήσεις έχουν επιδικαστεί είτε με τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις είτε με τελεσίδικες αποφάσεις των επιτροπών επίλυσης οικονομικών διαφορών της Ε.Π.Ο. ή της πρώην Ε.Π.Α.Ε. του άρθρου 95 του ν. 2725/1999, όπως ισχύει, καθώς και οι απαιτήσεις των επαγγελματιών ποδοσφαιριστών (Ελλήνων και αλλοδαπών) της Π.Α.Ε. ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ, η οποία λύθηκε και τέθηκε σε εκκαθάριση, και οι οποίες προκύπτουν κατά τα ανωτέρω, θα ικανοποιηθούν οι μεν απαιτήσεις των ποδοσφαιριστών της Π.Α.Ε. ΑΡΗΣ μέχρι του χρηματικού ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων εκατόν εβδομήντα επτά χιλιάδων (4.177.000) ευρώ, οι δε απαιτήσεις των ποδοσφαιριστών της Π.Α.Ε. ΠΑΣ ΓΙΑΝΝΙΝΑ μέχρι του χρηματικού ποσού των εξακοσίων εξήντα τεσσάρων χιλιάδων εκατόν πενήντα τριών (664.153) ευρώ από τον Κρατικό Προϋπολογισμό μέσω του Πανελληνίου Συνδέσμου Αμειβομένων Ποδοσφαιριστών (Π.Σ.Α.Π.).
β. Η καταβολή από τον Π.Σ.Α.Π. προς τους ποδοσφαιριστές της προηγούμενης περίπτωσης θα είναι αναλογική με βάση τις επιδικασθείσες απαιτήσεις τους και θα πραγματοποιηθεί σε τέσσερις (4) ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις.
γ. Ο τρόπος και ο χρόνος εκταμίευσης των ποσών αυτών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό προς τον Π.Σ.Α.Π., τα απαιτούμενα δικαιολογητικά, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια, ρυθμίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του αρμόδιου για θέματα αθλητισμού Υφυπουργού.

14. Στους δώδεκα (12) καλαθοσφαιριστές, που συμμετείχαν στην αποστολή της Εθνικής Ομάδας Καλαθοσφαίρισης, η οποία κατέκτησε τη δεύτερη θέση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Καλαθοσφαίρισης Ανδρών 2006, καταβάλλεται εφάπαξ και ισομερώς και κατά παρέκκλιση των άρθρων 31 και 34 του ν. 2725/1999, όπως αυτά ισχύουν, το συνολικό ποσό των δύο εκατομμυρίων ογδόντα οκτώ χιλιάδων (2.088.000) ευρώ. Στον προπονητή και στο βοηθό προπονητή καταβάλλεται, αντίστοιχα, ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%) και πενήντα τοις εκατό (50%) από το ποσό επιβράβευσης, που αντιστοιχεί σε κάθε καλαθοσφαιριστή.
Στους δύο βοηθούς προπονητή, στο γυμναστή, στον ιατρό, στους δύο φυσιοθεραπευτές και στο φροντιστή, καταβάλλεται επίσης συνολικά το πενήντα τοις εκατό (50%) από το ποσό επιβράβευσης, που αντιστοιχεί σε κάθε καλαθοσφαιριστή.
Για την ως άνω αιτία ουδεμία άλλη οικονομική παροχή καταβάλλεται από το Δημόσιο.
Η σχετική δαπάνη βαρύνει τον τακτικό προϋπολογισμό της Γ.Γ.Α. και καταβάλλεται με τακτικά χρηματικά εντάλματα, που ελέγχονται από την Υπηρεσία Δημοσιονομικού Ελέγχου του Υπουργείου Πολιτισμού.

1. Η Γενική Διεύθυνση Διοικητικής Υποστήριξης του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) και η θέση του προϊσταμένου αυτής καταργούνται.
Στο υπηρεσιακό - πειθαρχικό συμβούλιο του άρθρου 54 του ν. 3086/2002 (ΦΕΚ 324 Α΄) στη θέση του Γενικού Διευθυντή μετέχει στο εξής ο Προϊστάμενος Διεύθυνσης του διοικητικού προσωπικού του Ν.Σ.Κ. που έχει ασκήσει περισσότερο χρόνο καθήκοντα Προϊσταμένου.

2. To προσωπικό, που υπηρετούσε στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών κατά τη δημοσίευση του ν. 2324/1995 και εξακολουθεί να υπηρετεί σε αυτό κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, μεταφέρεται στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών εντός έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου με πράξη που εκδίδει ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών.
Σε περίπτωση που στο Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών δεν υφίστανται επαρκείς θέσεις για τη μεταφορά του ανωτέρω προσωπικού, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης καθορίζονται άλλοι φορείς του Δημοσίου στους οποίους θα μεταφερθεί το προσωπικό και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για τη διαδικασία της μεταφοράς.
Από τη μεταφορά που συντελείται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια δεν θίγονται δικαιώματα του προσωπικού που σχετίζονται με τη συμμετοχή του στο ταμείο αλληλοβοηθείας του προσωπικού του Χ.Α. και αναφέρονται στο χρόνο που υπηρετούσαν στο Χ.Α., τυχόν δε αξιώσεις παροχών των υπαλλήλων εκ του ανωτέρω ταμείου παραμένουν ισχυρές και μετά τη μεταφορά τους στο Δημόσιο.

3. Η παράγραφος 15 του άρθρου 35 του ν. 2324/1995 (ΦΕΚ 146 Α΄) αντικαθίσταται ως εξής:
«15. Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λειτουργεί πενταμελές Υπηρεσιακό Συμβούλιο για την εν γένει κρίση του προσωπικού της που απασχολείται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Το Υπηρεσιακό Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και αποτελείται από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου ή τον αναπληρωτή του, από τον Γενικό Διευθυντή και από τρία τακτικά μέλη, εκ των οποίων ένα προέρχεται από τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου και δύο είναι αιρετοί εκπρόσωποι του μη αποσπασμένου προσωπικού της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, που υπηρετεί με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι ισχύουσες για τα υπηρεσιακά συμβούλια διατάξεις.»

4. Πέραν των προβλεπόμενων θέσεων προσωπικού, συνιστώνται στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς: (α) είκοσι πέντε (25) επιπλέον θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου και δικηγόρων που κατανέμονται ως εξής: (αα) πέντε (5) θέσεις οικονομολόγων, (ββ) τέσσερις (4) θέσεις ειδικού επιστημονικού προσωπικού με ειδίκευση στην πληροφορική, (γγ) οκτώ (8) θέσεις ελεγκτών, (δδ) πέντε (5) θέσεις νομικών, (εε) τρεις (3) θέσεις δικηγόρων, καθώς και (β) είκοσι μία (21) επιπλέον θέσεις μόνιμων υπαλλήλων που κατανέμονται ως εξής: (αα) έντεκα (11) θέσεις του κλάδου ΠΕ Διοικητικού - Οικονομικού, (ββ) πέντε (5) θέσεις του κλάδου ΤΕ Διοικητικού - Λογιστικού, (γγ) πέντε (5) θέσεις του κλάδου ΔΕ Διοικητικών - Γραμματέων.

5. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 35 του ν. 2324/1995, όπως αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 6 του άρθρου 103 του ν. 2533/1997, αντικαθίσταται ως εξής:
«Η αμοιβή κάθε μέλους δεν δύναται σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει σε μηνιαία βάση το ήμισυ των ακαθάριστων μηνιαίων αποδοχών που ισχύουν κάθε φορά για τους ειδικούς συμβούλους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.»

6. Η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 17 του ν. 3152/2003 (ΦΕΚ 152 Α΄) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«(γ) Οι νέες θέσεις πτυχιούχων νομικής, καθώς και οι ήδη υφιστάμενες στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς θέσεις νομικών, οι οποίες μετονομάζονται σε «θέσεις πτυχιούχων νομικής» του ειδικού επιστημονικού προσωπικού, δεν είναι ασυμβίβαστες προς το λειτούργημα του δικηγόρου αλλά αναστέλλουν την άσκησή του. Από την αναστολή αυτή δεν θίγονται τα ασφαλιστικά δικαιώματα των δικηγόρων. Δικηγόροι, οι οποίοι παραιτήθηκαν της δικηγορικής ιδιότητας και απασχολούνται σε θέσεις πτυχιούχων νομικής της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, δύνανται να επανεγγραφούν στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ζητώντας ταυτοχρόνως την υπαγωγή τους σε καθεστώς αναστολής ασκήσεως του δικηγορικού λειτουργήματος.»

1. Τα ποσά των περιπτώσεων α΄, β΄ και γ΄ της παρ. 8 του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄) αναπροσαρμόζονται, από 1.8.2007, ως εξής:
α. Εκατόν είκοσι (120) ευρώ
β. Εκατόν τέσσερα (104) ευρώ
γ. Εβδομήντα τέσσερα (74) ευρώ.

2. Το επίδομα της παρ. 4 περ. γ΄ του άρθρου 8 του ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α΄) χορηγείται, από 1.8.2007, και στους υπαλλήλους του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στο Νομό Πέλλας, με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις χορήγησης του ανωτέρω επιδόματος.

1. Η εκκαθάριση της «Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων (Ο.Ε.Ο.Α.) - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.» λήγει την 31η Ιουλίου 2007.

2. Τα υφιστάμενα περιουσιακά στοιχεία του ενεργητικού και του πραγματικού παθητικού, κατά την ημερομηνία λήξης της εκκαθάρισης της «Ο.Ε.Ο.Α. - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.», μεταβιβάζονται και εμφανίζονται με τους ίδιους λογαριασμούς και με τα ίδια υπόλοιπα στα βιβλία της «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Η «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.» αναλαμβάνει την είσπραξη των πάσης φύσεως απαιτήσεων και την εξόφληση των υποχρεώσεων από οποιαδήποτε αιτία και αν προέρχονται, οι δε εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται από αυτήν σε οποιοδήποτε δικαστήριο και οποιουδήποτε βαθμού, καθ’ υποκατάστασή της στη θέση της «Ο.Ε.Ο.Α. - ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.».

3. Εντός πέντε (5) ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως θα συγκληθεί η γενική συνέλευση των μετόχων της «Ο.Ε.Ο.Α.- ΑΘΗΝΑ 2004 Α.Ε.» με θέματα ημερήσιας διάταξης την έγκριση του ισολογισμού και των οικονομικών καταστάσεων από της ενάρξεως μέχρι της λήξεως της εκκαθαρίσεώς της και την απαλλαγή των εκκαθαριστών από πάσης ευθύνης.

4. Τα μέλη της Τριμελούς Ελεγκτικής Επιτροπής, που υπηρετούν κατά τη λήξη της εκκαθάρισης της Εταιρείας, θα συνεχίσουν το διενεργούμενο από αυτούς έλεγχο που αφορά την περίοδο της εκκαθάρισης της Εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 12 του ν. 2598/1998, όπως ισχύει, ο οποίος θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2007. Τα μέλη της Τριμελούς Ελεγκτικής Επιτροπής θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν την αυτή αμοιβή, η οποία από 1ης Αυγούστου 2007 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 2007 θα βαρύνει τον προϋπολογισμό της «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.».

5. Τα αποτελέσματα του φορολογικού ελέγχου της περιόδου από της ενάρξεως μέχρι της λήξεως της εκκαθάρισης κοινοποιούνται στην «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.». Οι διαφορές του φορολογικού ελέγχου καταβάλλονται από την «ΟΛΥΜΠΙΑΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε.».

Η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει την 1.11.2007, εκτός των διατάξεων της παραγράφου 3 του άρθρου 84 και της παραγράφου 2 του άρθρου 85, των οποίων η ισχύς αρχίζει από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 


 

Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 17 Αυγούστου 2007

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗΣ
Π. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Γ. ΑΛΟΓΟΣΚΟΥΦΗΣ

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Γ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗΣ

ΥΦΥΠ. ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Γ. ΟΡΦΑΝΟΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 17 Αυγούστου 2007

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Α. ΠΑΠΑΛΗΓΟΥΡΑΣ

 

 

Ευρετήριο τουριστικής νομοθεσίας

Δείτε αναλυτικά τον οδηγό τουριστικής νομοθεσίας ανά κλάδο

Κλίμακες φορολογίας εισοδήματος 2021

Δείτε αναλυτικά όλες τις κλίμακες φορολογίας εισοδήματος που ισχύουν για το φορολογικό έτος 2021